Στις θετικές αλλαγές που θα φέρει το νέο ασφαλιστικό, καθώς και στο εγχείρημα της ψηφιακής ενοποίησης των ταμείων, αναφέρθηκε ο υφυπουργός Εργασίας, αρμόδιος για θέματα Κοινωνικής Ασφάλισης, Νότης Μηταράκης.

Όπως είπε ο υφυπουργός Εργασίας, σε συνέντευξή του στον ΑΝΤ1, τον Ιανουάριο έρχεται νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο, το οποίο σταματάει τις υπέρογκες εισφορές των ελεύθερων επαγγελματιών, αυξάνει τις συντάξεις για όσους έχουν πολλά χρόνια εργασιακού βίου και καταργεί το πλαφόν που είχε επιβάλει ο νόμος Κατρούγκαλου στις επικουρικές.


«Ο ίδιος ο πρωθυπουργός τόνισε πως δεν θα υπάρξει καμία μείωση στις συντάξεις, παρά μόνο θετικές αλλαγές» συμπλήρωσε ο κ. Μηταράκης.

Σχετικά με την ψηφιακή ενοποίηση του Ενιαίου Ταμείου Επικουρικής Ασφάλισης και Εφάπαξ Παροχών (ΕΤΕΑΕΠ) και του Ενιαίου Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης (ΕΦΚΑ), η οποία εγκρίθηκε από το τελευταίο υπουργικό συμβούλιο της Πέμπτης, ο υφυπουργός Εργασίας μίλησε για μία πολύ θετική εξέλιξη, καθώς θα μειωθεί η γραφειοκρατία και θα διευκολυνθεί συνολικά η έκδοση της ψηφιακής σύνταξης από το σύστημα «ΑΤΛΑΣ», όταν τελικά αυτό καταστεί λειτουργικό. «Σημαίνει ταχύτερες συντάξεις, λιγότερη ταλαιπωρία, κοινές διαδικασίες αίτησης και απονομής» διευκρίνισε ο υφυπουργός Εργασίας.

Στη συνέχεια, ο κ. Μηταράκης υπογράμμισε πως δεν τίθεται κανένα ζήτημα ουσιαστικής ενοποίησης κύριας και επικουρικής σύνταξης, αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ), που είδαμε στις 4 Οκτωβρίου 2019, είναι ξεκάθαρες. Η επικουρική είναι μία αυτόνομη σύνταξη, για την οποία δόθηκαν ξεχωριστές εισφορές, ενώ κρίθηκε αντισυνταγματική η όποια προσπάθεια ενοποίησης των δύο συντάξεων στο επίπεδο του πλαφόν των 1.300 ευρώ, που είχε επιβάλει ο νόμος Κατρούγκαλου. Είναι ξεκάθαρο επομένως πως η κύρια σύνταξη και η επικουρική αποτελούν διαφορετικά υπολογίσιμα συνταξιοδοτικά δικαιώματα, που προέρχονται από διαφορετικό λόγο. Η κύρια σύνταξη είναι μία αναδιανεμητική παροχή από το κράτος και είναι αποτέλεσμα των εισφορών της κύριας σύνταξης, ενώ η επικουρική είναι αποτέλεσμα των εισφορών της επικουρικής».

Σύμφωνα με τον κ. Μηταράκη, η ψηφιακή ενοποίηση σε κάθε περίπτωση θα δημιουργήσει μία πολύ ισχυρή διοικητική βάση για τη μετάβαση στη νέα κεφαλαιοποιητική επικουρική σύνταξη, η οποία θα τεθεί σε ισχύ από την 1η Ιανουαρίου 2021, καθώς βάζει τέλος στην όποια συζήτηση γινόταν για πιθανές αστάθειες του κόστους μετάβασης. Ως προς την ανταποδοτικότητα του νέου κεφαλαιοποιητικού επικουρικού συστήματος, ο υφυπουργός Εργασίας σημείωσε: «Αυτήν τη στιγμή, η ελληνική επικουρική σύνταξη έχει χαμηλή ανταποδοτικότητα, καθώς οι δυνατότητες του επικουρικού ταμείου δεν μπορούν να ξεπεράσουν το 1,2% νοητής απόδοσης. Από 01.01.2021, για τους νέους ασφαλισμένους και εργαζόμενους στην αγορά εργασίας θα ισχύσει το νέο επικουρικό σύστημα στο οποίο τα χρήματά τους δεν θα χρησιμοποιούνται αναδιανεμητικά. Θα μπαίνουν σε ατομικούς λογαριασμούς, στο όνομά τους και πλέον η επικουρική σύνταξή τους δεν θα διατρέχει ούτε δημοσιονομικό ούτε δημογραφικό κίνδυνο. Η επικουρική σύνταξη γίνεται έτσι απολύτως ανταποδοτική και, αν υπολογίσουμε τη μέση απόδοση που είχε η ΑΕΔΑΚ τα τελευταία 17 χρόνια, οι επικουρικές σήμερα θα μπορούσαν να ήταν αυξημένες μεσοσταθμικά κατά 35%. Ο ρόλος του κράτους θα συνεχίσει να είναι σημαντικός, καθώς η βάση του νέου συστήματος θα είναι το δημόσιο ΕΤΕΑΕΠ. Παράλληλα, θα δώσουμε και το δικαίωμα στους ασφαλισμένους να επιλέξουν, αν θέλουν τα χρήματά τους, αντί να τα επενδύσουν στο δημόσιο αμοιβαίο κεφάλαιο, να επιλέξουν κάποιον εναλλακτικό πάροχο».

«Το σημαντικό, αυτήν τη στιγμή, είναι πως το σύστημα πλέον γίνεται κεφαλαιοποιητικό.  Κρατάμε, επομένως, την κύρια σύνταξη, όπως είναι σήμερα, δημόσια, καθολική και αναδιανεμητική και διαφοροποιούμε την επικουρική, ώστε συνδυαστικά να αυξήσουμε την ασφάλεια και την αξιοπιστία του ασφαλιστικού συστήματος» υποστήριξε ο υφυπουργός Εργασίας.

Αναφορικά με την ασφάλεια της μετάβασης στο νέο κεφαλαιοποιητικό σύστημα ασφάλισης, ο κ. Μηταράκης διαβεβαίωσε πως δεν τίθεται κανένα ζήτημα βιωσιμότητας, επισημαίνοντας: «Η σημερινή επικουρική είναι το 10% του συστήματος. Άρα, το 90% του ασφαλιστικού συστήματος σήμερα είναι η κύρια σύνταξη του ΕΦΚΑ. Το ποσοστό το οποίο χρειάζεται, για να στηριχθεί η παλιά επικουρική για τα επόμενα 30-40 χρόνια, είναι ένα πολύ μικρό ποσοστό της ετήσιας επιχορήγησης που δίνει το Δημόσιο στα ασφαλιστικά συστήματα. Συνεπώς, είναι ένα ποσό το οποίο ταμειακά και δημοσιονομικά δεν δημιουργεί κανένα ζήτημα στη χρηματοδότηση της μετάβασης στο νέο κεφαλαιοποιητικό επικουρικό σύστημα».

«Είναι απόλυτα μετρημένο και υπολογισμένο πως ο τρόπος με τον οποίο η κυβέρνηση έχει επιλέξει να γίνει αυτή η μετάβαση δεν θα δημιουργήσει κανένα ζήτημα» κατέληξε ο κ. Μηταράκης.

Facebook Comments