Ο ερχομός του 2020, βρίσκει τη χώρα στην αρχή μιας πολύ σημαντικής διεθνούς πρωτοβουλίας. Της κατασκευής του πετρελαϊκού αγωγού Eastmed, η συμφωνία για τον οποίον υπεγράφη στην Αθήνα από τους ηγέτες της Ελλάδας Κυρ. Μητσοτάκη, του Ισραήλ Μπενιαμίν Νετανιάχου και της Κύπρου Νίκο Αναστασιάδη την επομένη της Πρωτοχρονιάς. Στο έργο αυτό, που αναμένεται αργότερα να συμμετάσχει κι η Αίγυπτος, ενώ υποστηρίζουν κι άλλα σημαντικά κράτη, όπως η Ιταλία, αποτυπώνεται η διάθεση συνεργασίας τεσσάρων ισχυρών χωρών της νοτιοανατολικής Μεσογείου, με προεκτάσεις, που υπερβαίνουν τους στενά επιχειρηματικούς κι οικονομικούς στόχους, και φτάνουν σε σοβαρά επίπεδα διπλωματικής και πολιτικής συνεργασίας, επ’ωφελεία της Ελλάδας. Σε μια εποχή έντονης τουρκικής επιθετικότητας, η Αθήνα ισχυροποιεί τις διεθνείς συνεργασίες και συμμαχίες της εντυπωσιακά, αποτρέποντας τον όποιο τουρκικό κίνδυνο.

Είναι χαρακτηριστικό ότι από την πρώτη στιγμή, που εκδηλώθηκε η μεγάλη πρόκληση του καθεστώτος Ερντογάν, με την υπογραφή της (άκυρης νομικά) συμφωνίας ανάμεσα στην Άγκυρα και την (υπό αμφισβήτηση) κυβέρνηση Σαράζ στην Τρίπολη της Λιβύης, η ελληνική κυβέρνηση, με προσωπική παρέμβαση του πρωθυπουργού κ. Μητσοτάκη, ανέλαβε μεγάλη διπλωματική πρωτοβουλία για να ακυρώσει τοις πράγμασι το Τούρκο- λιβυκό μνημόνιο συνεργασίας, που προσβάλλει τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα, και να προωθήσει μια διεθνή αντίδραση στην τουρκική προκλητικότητα. Η αντίδραση από τους συμμάχους μας κι από τη διεθνή κοινότητα ήταν πράγματι εντυπωσιακή. Κι η κυβέρνηση Ερντογάν φάνηκε να απομονώνεται διεθνώς και να αποδοκιμάζεται, σε ότι αφορά την παρέμβαση της στη Λιβύη. Ενώ ταυτόχρονα η ΕΕ, οι ΗΠΑ, η Ρωσία κα καταδίκασαν το επίμαχο  μνημόνιο για τη δημιουργία τουρκολιβυκής ΑΟΖ, που παρακάμπτει τα ελληνικά κυριαρχικά δικαιώματα στην Κρήτη και στο Καστελλόριζο. Η υπογραφή για την κατασκευή του αγωγού Eastmed είναι το επιστέγασμα αυτών των σημαντικών ελληνικών προσπαθειών και πρωτοβουλιών. Οι οποίες καταδεικνύουν ότι η Αθήνα μπορεί να μην υποτιμά την Τουρκία αλλά και δεν την φοβάται. Η Ελλάδα επιζητεί σχέσεις καλής γειτονίας με την Άγκυρα αλλά πρέπει να το θέλει κι εκείνη. Υποχωρήσεις στο θέμα των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, δεν πρόκειται ποτέ να γίνουν αποδεκτές

Όπως άλλωστε τόνισε ο ίδιος ο πρωθυπουργός στην εφημερίδα «Το Βήμα», επιδιώκουμε τον διάλογο αλλά δεν διαπραγματευόμαστε τα κυριαρχικά μας δικαιώματα. Η μόνη διαφορά, που δεχόμαστε ότι υφίσταται στις ελληνοτουρκικές σχέσεις αφορά τον καθορισμό της υφαλοκρηπίδας και των θαλασσίων ζωνών.

Ασφαλώς, η ένταση στις σχέσεις μας με την Τουρκία, που οφείλεται αποκλειστικά και μόνο στην τουρκική στάση και συμπεριφορά, αποτελεί σήμερα τον μεγαλύτερο πονοκέφαλο της Ελλάδας και της κυβέρνησης της, διότι υπονομεύει την πορεία ανάκαμψης της πατρίδας μας, μετά τη δεκαετή, πολυεπίπεδη κρίση που διήλθε. Συγχρόνως, η στάση της Τουρκίας ευνοεί την αύξηση των μεταναστευτικών ροών προς την χώρα μας. Όταν όλοι διαπιστώνουμε ότι αυτή την στιγμή, το μεταναστευτικό είναι μακράν, σε συνδυασμό με το δημογραφικό, το brain drain και την τουρκική επιθετικότητα, το μείζον πρόβλημα που αντιμετωπίζει η Ελλάδα.

Η αντιμετώπιση όμως της τουρκικής συμπεριφοράς απαιτεί υπεύθυνους και προσεκτικούς χειρισμούς. Δεν ενδείκνυται για εύκολους αφορισμούς και για λαϊκισμό. Η υπεύθυνη ελληνική κυβέρνηση υπό τον κ. Μητσοτάκη διαμορφώνει μια πολυεπίπεδη στρατηγική για την ισχυροποίηση των ελληνικών θέσεων. Και προς την κατεύθυνση αυτή, αποσκοπούν οι σημαντικές διπλωματικά και πολιτικά επισκέψεις του πρωθυπουργού στην Ουάσιγκτον στις 7 Ιανουαρίου, όπου θα συναντηθεί με τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ και στα τέλη του μήνα στο Παρίσι, όπου θα συναντηθεί με τον Γάλλο πρόεδρο Εμμανουέλ Μακρόν

Facebook Comments