Τον καιρό που η οικονομική ανάπτυξη κάλπαζε στον κόσμο μας, η Ελλάδα ζούσε το μοναχικό της δράμα με την οικονομική κρίση. Όταν έβρεχε λεφτά στην Ευρώπη, εμείς κρατούσαμε ομπρέλα είτε λόγω των κυβερνήσεων που είχαμε εκλέξει, είτε λόγω της αδυναμίας μας να προσαρμοστούμε σ’ αυτό που μας είχε βρει και να πράξουμε τα δέοντα.

Και πάνω που αρχίσαμε να ανασαίνουμε και να πιστεύουμε ότι κάτι πήγαινε να γίνει, πλάκωσε ο κορωνοϊός παριστάνοντας τον μαύρο κύκνο των χρηματιστηρίων και τον καταστροφέα των παγκοσμίων δικτύων παραγωγής και εμπορίας. Για να μην διαψεύσουμε μάλιστα την μοναδικότητα μας ως λαού που τον ακολουθούν μπελάδες, παράλληλα με τον κορωνοϊό μας έσκασε και το μεταναστευτικό στα σύνορα μας. Ας είναι καλά ο Ερντογάν που δεν μας αφήνει να πλήξουμε ή να ξενοιάσουμε.

Όταν λοιπόν οι υπόλοιποι έχουν ειρήνη εμείς κάνουμε πόλεμο και όταν όλοι οι υπόλοιποι κάνουν πόλεμο εμείς κάνουμε διμέτωπο, δυο πολέμους μαζί. Και φυσικά, έρχεται το ερώτημα. Πόσο θα αντέξουμε ως χώρα και ως οικονομία; Διότι είναι λογικό να σκεφτόμαστε ότι οι αντοχές μας δεν είναι σαν των υπολοίπων. Εμείς μόλις βγήκαμε από μια εντατική δέκα χρόνων, οπότε για πόσο καιρό θα μπορούμε να αντιμετωπίζουμε δυο παράλληλες λοιμώξεις; Μια στα σύνορα και μια στην καρδιά της οικονομίας;

Δεν υπάρχει απάντηση σ’ αυτό, εκτός ίσως απ’ αυτήν των γιατρών που συνιστούν πειθαρχία, αποφυγή πανικού και υπομονή. Στα σύνορα μπορεί να έχουμε περίσσευμα εθνικού φρονήματος, όμως προφανώς έχουμε αιμορραγία πόρων και ανθρώπινων αντοχών. Την ίδια στιγμή, ο κορωνοϊός πιθανότατα θα χτυπήσει την βασική μας πλουτοπαραγωγική πηγή που είναι ο τουρισμός, ενώ ήδη διαφαίνονται οι πρώτες αρνητικές του επιπτώσεις στην κατανάλωση, στην εστίαση και σε μια μεγάλη γκάμα μικρομεσαίων επιχειρήσεων.

Και που θα πάει αυτό το διπλό κρεσέντο; Είναι αντιμετωπίσιμο ή θα μας γονατίσει πάλι για τα καλά; Η κυβέρνηση παριστάνει την αισιόδοξη και η αντιπολίτευση προσπαθεί να κρύψει την χαρά της και δεν τα καταφέρνει. Οι νουνεχείς άνθρωποι όμως, απλώς καταλαβαίνουν ότι έχουμε μπει σ’ έναν μονόδρομο , στον οποίον τα λόγια είναι περιττά και οι πράξεις αναγκαίες. Εδώ δεν βρισκόμαστε σε μια κατάσταση όπως τα μνημόνια, για να κατασκευάσουμε μια αντιμνημονιακή θεωρία και να αφεθούμε στις ονειρώξεις που σέρνει μαζί της.

Εδώ είμαστε σ’ ένα διπλό μέτωπο από το οποίο δεν υπάρχει διαφυγή. Θα κάνουμε αυτά που πρέπει, όσο κι αν μας κοστίσουν. Ούτε τα σύνορα θα πάψουμε να υπερασπιζόμαστε, ούτε υπάρχει τρόπος να αντιμετωπιστεί ο ιός παρά μόνο με τις εντολές των γιατρών. Κοντολογίς, θέλουμε δεν θέλουμε θα αντέξουμε. Διατηρούμε την ελπίδα πως όταν καλοκαιριάσει τα πράγματα θα πάνε καλύτερα με την αρρώστια και κοιτάζουμε απέναντι στην Ιταλία όπου το ένα τέταρτο του πληθυσμού της είναι σε καραντίνα και ο τουρισμός της έχει πέσει σε μηδενικό σημείο.

Η κυβέρνηση λέει ότι θα βοηθήσει με μέτρα τις επιχειρήσεις που πλήττονται. Θα το κάνει, αλλά η βοήθεια θα είναι εκ των πραγμάτων υποδεέστερη από την ζημιά που θα υποστούν. Στα σύνορα θα συνεχίσουμε να ξοδεύουμε χρήμα και ανθρώπινους πόρους, ούτε εκεί υπάρχει άλλη λύση. Μόνο αν η Ευρώπη καταφέρει μια καινούρια συμφωνία με τον Ερντογαν μπορούμε να ελπίζουμε σε αποκλιμάκωση, αλλά την ηρεμία που είχαμε παλιότερα καλύτερα να την ξεχάσουμε. Που καταλήγουμε το λοιπόν; Μια χρονιά ακόμα με ζόρια, αλλά είμαστε υποχρεωμένοι να την αντέξουμε. Τουλάχιστον αυτή τη φορά κανείς δεν μπορεί να μας πει ότι φταίξαμε εμείς γι αυτό που συμβαίνει.  

Facebook Comments