Μία χαρτογράφηση των 25 χωρών, που το 2019 αντιπροσώπευαν το 87% των εσόδων του εισερχόμενου τουρισμού της Ελλάδας, επιχειρεί το Ινστιτούτο του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ), εντοπίζοντας εκείνες, από τις οποίες μπορεί η χώρα μας να αντλήσει πελατεία, μετά το ανελέητο χτύπημα του Covid19 σε Ιταλία και Ισπανία.

«Στην Ευρώπη ο τουρισμός αντιπροσωπεύει περίπου το 10% του ΑΕΠ και το 12% της απασχόλησης. Στην χώρα μας υπολογίζεται ότι συνολικά ο τουρισμός – άμεσα και έμμεσα – προσφέρει περίπου το 25%, ίσως και το 30%, του ΑΕΠ. Κατά το γ’ τρίμηνο του έτους απασχολεί τουλάχιστον 700.000 εργαζόμενους. Μία βασική παράμετρος για την προοπτική του τομέα είναι η ζήτηση, που συνοδεύεται σήμερα από πάρα πολλές αβεβαιότητες. Η επίμαχη μελέτη παρουσιάζει ορισμένα από τα κρίσιμα στοιχεία, που ενδεχομένως να διαμορφώσουν το πλαίσιο της ζήτησης για την χώρα μας», τόνισε σε διαδικτυακό webinar ο γενικός διευθυντής του ΙΝΣΕΤΕ, κ. Ηλίας Κικίλιας, με τον επιστημονικό διευθυντή του Ινστιτούτου, κ. Άρη Ίκκο να σχολιάζει: «Η μελέτη, που έχουμε εκπονήσει και θα δοθεί στη δημοσιότητα στις αρχές της επόμενης εβδομάδας, αποτελεί ένα χρήσιμο εργαλείο, τόσο για τις εγχώριες επιχειρήσεις, όσο και τους φορείς, που ασχολούνται με τον τουρισμό, προκειμένου να κατανοήσουν λίγο καλύτερα σε ποια κατάσταση είναι αυτή τη στιγμή οι αγορές μας».

Πιο αναλυτικά, οι χώρες, που εξετάζονται, είναι οι εξής: Αλβανία, Αυστραλία, Αυστρία, Βέλγιο, Βουλγαρία, Καναδάς, Ελβετία, Κύπρος, Τσεχία, Γερμανία, Σουηδία, Δανία, Φινλανδία, Γαλλία, Ισραήλ, Ιταλία, Βόρεια Μακεδονία, Ολλανδία, Νορβηγία, Πολωνία, Ρουμανία, Σερβία, Ρωσία, Βρετανία και ΗΠΑ.

Δείκτες κατά κεφαλήν δαπάνης και μεγέθους αγοράς: Σύμφωνα με τη μελέτη, τους καλύτερους σχετικούς δείκτες εμφάνισαν οι παραδοσιακές αγορές της Ευρώπης, καθώς και οι Ρωσία και ΗΠΑ. Ακολουθούσαν οι Κύπρος, Ολλανδία, Νορβηγία, αλλά και οι long-haul αγορές του Καναδά και της Αυστραλίας, που, όπως επισήμανε ο κ. Ίκκος, επικαλούμενος τις σχετικές δηλώσεις του υπουργού Τουρισμού, κ. Χάρη Θεοχάρη, σε πρώτη φάση δεν θα ανοίξουν. Στον αντίποδα, χαμηλότερους δείκτες είχαν κατά κύριο λόγο οι βαλκανικές χώρες (Βουλγαρία, Αλβανία, Βόρεια Μακεδονία κ.λπ.), αλλά και αγορές, όπως οι σκανδιναβικές και το Ισραήλ (λόγω μεγέθους) και οι Πολωνία και Τσεχία (λόγω χαμηλής κατά κεφαλήν δαπάνης). 

Θέση της Ελλάδας στις συγκεκριμένες αγορές: Με εξαίρεση τις ΗΠΑ, Αυστραλία, Καναδά και Ρωσία, η Ελλάδα είναι στο top10 των προορισμών όλων των υπολοίπων χωρών. «Από αυτές μπορούμε, επίσης, να αντλήσουμε πελατεία, που πιθανώς θα πήγαινε σε Ιταλία ή Ισπανία», τονίζει ο επιστημονικός διευθυντής του ΙΝΣΕΤΕ και συνεχίζει: «Οι δύο χώρες, που δεν δίνουν μεγάλες ευκαιρίες, για να εκμεταλλευτούμε το πλεονέκτημα της καλής διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης, είναι η Βόρεια Μακεδονία και η Ιταλία. Ειδικά για την τελευταία θεωρούμε πως ένα πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού θα περιοριστεί εντός της χώρας».

Σύμφωνα με τον κ. Ίκκο, συνδυαστικά, τόσο, δηλαδή, από θέσης αγοράς, όσο και μεγέθους και δαπάνης, η εικόνα είναι πάρα πολύ θετική για τις κύριες ευρωπαικές αγορές, τη Ρωσία, τη Νορβηγία, την Κύπρο και τις ΗΠΑ. Αξίζει να αναφερθεί ότι το top5 των αγορών για την Ελλάδα είναι οι Γερμανία, Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία και ΗΠΑ, οι οποίες και εισέφεραν το 50% των εσόδων του ελληνικού τουρισμού (19% και 13% οι δύο πρώτες και από 6% οι υπόλοιπες). Θετική εικόνα έχουμε, επίσης και στις long-haul αγορές της Αυστραλίας και του Καναδά, καθώς και σε Πολωνία και Τσεχία, στις σκανδιναβικές χώρες και στις περισσότερες βαλκανικές.

ΤτΕ: «Βουτιά» 71% τον Μάρτιο για τις ταξιδιωτικές εισπράξεις

Μία πρώτη εικόνα για το μέγεθος του πλήγματος, που συνεχίζει να δέχεται ο τουρισμός, δίνουν τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος (ΤτΕ) για το ισοζύγιο ταξιδιωτικών υπηρεσιών τον περασμένο Μάρτιο.

Πιο αναλυτικά, αυτό μειώθηκε, ως συνέπεια της πτώσης κατά 46,8% των αφίξεων μη κατοίκων ταξιδιωτών και κατά 71% των σχετικών εισπράξεων, λόγω της διακοπής των αεροπορικών μεταφορών και της λειτουργίας των ξενοδοχείων. «Οι ταξιδιωτικές δαπάνες των κατοίκων στο εξωτερικό, επίσης, μειώθηκαν σημαντικά – κατά 75,7% – αλλά δεν αντιστάθμισαν πλήρως τη μείωση των εισπράξεων», σημειώνει η κεντρική τράπεζα.

Facebook Comments