“Κρύος ιδρώτας” έχει κυριεύσει πολλούς οικονομολόγους στη Γερμανία που βλέπουν το δημόσιο χρέος να αυξάνεται με γρήγορους ρυθμούς. Άλλες χώρες δεν αντιλαμβάνονται καν το πρόβλημα, καθώς το χρέος τους, τηρουμένων των αναλογιών και ως ποσοστό επί του ΑΕΠ, είναι ήδη πολύ μεγαλύτερο σε σχέση με το αντίστοιχο γερμανικό. Τελικά πόσα χρέη μπορεί να συσσωρεύσει μία χώρα;

Στο Βερολίνo πάντως η “γλώσσα των αριθμών” είναι εύγλωττη και μάλλον ανησυχητική. Λόγω της πανδημίας η γερμανική κυβέρνηση έχει ήδη εγκρίνει νέο δανεισμό 156 δισεκατομμυρίων ευρώ, δηλαδή ένα ποσό-ρεκόρ. Και μάλλον δεν θα σταματήσει εδώ, καθώς προετοιμάζει ένα ευρύ πρόγραμμα στήριξης της οικονομίας. Κανείς δεν αμφισβητεί την αναγκαιότητα του προγράμματος, αλλά όλο και περισσότεροι θέτουν ευθέως καίρια ερωτήματα: πόσα χρέη μπορεί να αντέξει η Γερμανία; Θα καταφέρει να τα αποπληρώσει; Ή μήπως δεν χρειάζεται καν να τα αποπληρώσει; 

“Πρωταθλητής” οικονομικής βοήθειας

Η Γερμανία θεωρείται αναμφισβήτητα καλός μαθητής στο μάθημα της δημοσιονομικής πειθαρχίας. Πριν ξεσπάσει η κρίση του κορωνοϊού είχε καταφέρει να εκπληρώσει, για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, τα κριτήρια του Συμφώνου Σταθερότητας όσον αφορά το δημόσιο χρέος. Διαχειριζόταν με σύνεση τον προϋπολογισμό της, ο οποίος επί έξι συναπτά έτη παρέμεινε ισοσκελισμένος. Στη συνέχεια ήρθε η πανδημία και η Γερμανία έγινε ο παγκόσμιος “πρωταθλητής” στις προσπάθειες για κρατική στήριξη της οικονομίας. Σύμφωνα με συγκριτικά στοιχεία του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (ΔΝΤ) καμία άλλη χώρα δεν έχει διαθέσει τόσα πολλά χρήματα, σε αναλογία με το ΑΕΠ της, για να  καταπολεμήσει την κρίση του κορωνοϊού. Γι αυτό άλλωστε, σύμφωνα με εκτιμήσεις του υπουργού Οικονομικών Όλαφ Σολτς, το χρέος αναμένεται να αυξηθεί σύντομα από το 60% στο 75% του ΑΕΠ. Και πάλι θα παρέμενε χαμηλό σε σχέση με τη Γαλλία, το χρέος της οποίας αναμένεται να φτάσει το 115% ή ακόμη περισσότερο σε σύγκριση με την Ιταλία (155%), τις ΗΠΑ (131%) και βέβαια την Ιαπωνία (252%).

Μπορεί η Γερμανία να συνάψει ακόμη περισσότερα δάνεια; Για το 2020 το αποκαλούμενο φρένο χρέους, που κατοχυρώνεται στο γερμανικό Σύνταγμα έχει “παγώσει”. Ωστόσο ο Βαυαρός πρωθυπουργός Μάρκους Ζέντερ προειδοποιεί ότι τα νέα δάνεια δεν μπορούν να υπερβούν τα 100 δις ευρώ, αν δεν θέλουμε “να καταστραφεί το κράτος”. Από την πλευρά του ο υπουργός Οικονομίας Πέτερ Άλτμαιερ βλέπει το όριο “εκεί που το κράτος δεν θα μπορούσε πλέον να επανέλθει, μέσα σε μια γενιά, στο 60% του ΑΕΠ”. Το υπουργείο Οικονομικών εκτιμά ότι θα χρειαστούν περίπου 20 χρόνια για να αποπληρωθούν τα χρέη που σήμερα συσσωρεύονται λόγω κορωνοϊού. Ο Μάρτιν Μπεζνόσκα, αναλυτής του Ινστιτούτου της Γερμανικής Οικονομίας (DIW) στην Κολωνία, θεωρεί ότι σε τελική ανάλυση δεν χρειάζεται συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα, αρκεί η Γερμανία να επιστρέψει σύντομα στην αρχή του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού.    

“Το κράτος δεν πεθαίνει ποτέ…”

Ο επικεφαλής του Ινστιτούτου DIW, Μαρσέλ Φράτσερ, εμφανίζεται καθησυχαστικός και το αιτιολογεί ως εξής: “Στις περισσότερες περιπτώσεις το κράτος δεν χρειάζεται καν να αποπληρώσει τα χρέη του. Για έναν απλό δανειστή, από μία ηλικία και μετά είναι δύσκολο να πάρει δάνειο, γιατί δεν μπορεί να το αποπληρώσει μετά τον θάνατό του. Αλλά το κράτος δεν πεθαίνει ποτέ…” Όλα αυτά βέβαια προϋποθέτουν ότι το κράτος θα μπορεί τουλάχιστον να εξυπηρετεί τα χρέη του με βάση τα φορολογικά του έσοδα και με δεδομένη την πρόσβασή του στις αγορές. “Όσο το κράτος μπορεί να απευθύνεται στις αγορές και να αναχρηματοδοτεί το χρέος του με ικανοποιητικά επιτόκια, δεν υπάρχει πρόβλημα”, τονίζει ο οικονομολόγος Μάρτιν Μπεζνόσκα. Αν όμως τα επιτόκια αρχίσουν να ανεβαίνουν, επισημαίνει, τότε πρέπει να γίνει μία προσπάθεια για να μειωθούν και τα χρέη.

Επί του παρόντος, σημειώνει ο Μαρσέλ Φράτσερ, το γερμανικό κράτος πληρώνει κάθε χρόνο περίπου 14 δισεκατομμύρια ευρώ για τοκοχρεολύσια, ποσό που αντιστοιχεί μόλις στο 0,3 του ΑΕΠ ή στο 3,5% των φορολογικών εσόδων του. Ένα σημαντικό κριτήριο ωστόσο είναι και τα περιουσιακά στοιχεία, το οικονομικό εκτόπισμα που διαθέτει το κράτος, προκειμένου να στηρίξει την οικονομική του δραστηριότητα και σε τελική ανάλυση τα χρέη του. Γι αυτό άλλωστε η Ιαπωνία μπορεί να αναχρηματοδοτεί χρέη που ξεπερνούν το 250% του ΑΕΠ της, ενώ από την άλλη πλευρά η Αργεντινή θεωρείται χρεοκοπημένη, παρότι το χρέος της, σε ποσοστό επί του ΑΕΠ, είναι συγκρίσιμο με εκείνο της Γερμανίας. Σε τελική ανάλυση, εκτιμούν οι περισσότεροι οικονομολόγοι, το κριτήριο είναι αν οι επενδυτές στις διεθνείς αγορές εξακολουθούν να έχουν εμπιστοσύνη σε εκείνον, στον οποίο δανείζουν τα χρήματά τους. Μόλις οι επενδυτές, οι αποταμιευτές, οι αγορές απωλέσουν την εμπιστοσύνη τους, η κατάσταση μπορεί να επιδεινωθεί ραγδαία. Σημαντικό είναι επίσης, όπως υπενθυμίζει ο Μαρσέλ Φράτσερ, να επενδύει σωστά το κράτος τα χρήματα που δανείζεται: “Τα χρήματα που πηγαίνουν στην εκπαίδευση, την καινοτομία, τις μεταφορές, τις ψηφιακές υποδομές, αποφέρουν υψηλότερους δείκτες ανάπτυξης”, επισημαίνει ο επικεφαλής του DIW.

Facebook Comments