Για “σταθερή τροχιά βελτίωσης” των δεικτών που τους προηγούμενους μήνες διέγνωσαν έγκαιρα τη βύθιση της οικονομικής δραστηριότητας λόγω της πανδημίας κάνει λόγο η Εθνική Τράπεζα σε ανάλυση που έδωσε σήμερα στη δημοσιότητα για την πορεία του ελληνικού ΑΕΠ.

Αυτό δείχνει ότι η οικονομία έχει μπει σε τροχιά ανάκαμψης, αν και η τράπεζα προειδοποιεί ότι “σε συνδυασμό με την ταχύτητα της ανάκαμψης θα πρέπει να συνεκτιμηθούν τόσο η επίδραση της αβεβαιότητας… όσο και η αύξηση της εποχικής επίδρασης των δραστηριοτήτων που σχετίζονται με υπηρεσίες (παροχή καταλύματος, εστίαση) για τις οποίες δεν υπάρχουν, ακόμη, επαρκή δεδομένα για τον Ιούνιο του 2020”.

Συνολικά, για το 2020, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Διεύθυνσης Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ, το ελληνικό ΑΕΠ θα συρρικνωθεί κατά 7,5% για να ανακάμψει το 2021 κατά 5,1%.

Αναλυτικά, η ΕΤΕ αναφέρει τα εξης: η έγκαιρη αποτίμηση των επιπτώσεων της πανδημίας στην οικονομική δραστηριότητα και ο τρόπος με τον οποίο επιχειρήσεις και νοικοκυριά αντιδρούν στην άρση των περιοριστικών μέτρων αποκτούν αυξανόμενη σπουδαιότητα για τη λήψη οικονομικών και επιχειρηματικών αποφάσεων και τη χάραξη πολιτικής.

Η αιφνίδια εμφάνιση της πανδημίας, τα πρωτόγνωρα μέτρα περιστολής της και η επίδραση της αβεβαιότητας έπληξαν την οικονομική δραστηριότητα με πρωτοφανή ταχύτητα, πριν ακόμη προφθάσουν οι συνήθεις δείκτες παρακολούθησης της πορείας της οικονομίας να ενσωματώσουν τις ανωτέρω επιδράσεις.

Οι περισσότεροι από τους συμβατικούς οικονομικούς δείκτες που εμφανίζουν υψηλή συσχέτιση με το ΑΕΠ ή τα επιμέρους συστατικά του (λ.χ. βιομηχανική παραγωγή, λιανικές πωλήσεις, δημοσιονομικά στοιχεία, στοιχεία εισαγωγών-εξαγωγών) δημοσιεύονται με σημαντική χρονική υστέρηση, καθιστώντας επιτακτική την αξιοποίηση συμπληρωματικής πληροφόρησης, που είναι διαθέσιμη πιο έγκαιρα και με μεγαλύτερη συχνότητα.

Η πρόκληση έγκειται στην επιτυχή επιλογή εκείνων των δεικτών πρόβλεψης της πορείας του ΑΕΠ που συνδυάζουν τόσο την έγκαιρη επικαιροποίηση όσο και τον υψηλό βαθμό συσχέτισης με την οικονομική δραστηριότητα. Παράλληλα, θα πρέπει να διασφαλίζεται η δυναμική προσαρμογή του μείγματος των επιλεγμένων δεικτών στα εποχικά χαρακτηριστικά της δραστηριότητας (λ.χ. μεγαλύτερη βαρύτητα των υπηρεσιών το 2ο και το 3ο τρίμηνο κάθε έτους), καθώς και σε εξωγενείς έκτακτες επιδράσεις, ώστε να διασφαλίζεται η συνέπεια των εκτιμήσεων διαχρονικά.

Είναι αξιοσημείωτο ότι ένας μικρός μόνο αριθμός δεικτών αντέδρασε άμεσα και σε βαθμό που αντιστοιχούσε στο μέγεθος της διαταραχής. Σε αυτούς συμπεριλαμβάνονται: α) οι δείκτες κινητικότητας, β) τα στοιχεία χρηματοοικονομικών συναλλαγών, τα οποία είναι διαθέσιμα, τουλάχιστον, σε εβδομαδιαία συχνότητα, με πολύ μικρή χρονική υστέρηση (μία έως δύο εβδομάδες από την περίοδο αναφοράς τους), και γ) τα στοιχεία της ΕΡΓΑΝΗ (που δημοσιεύονται μηνιαία αλλά καταρτίζονται σε ημερήσια συχνότητα).

Οι εν λόγω δείκτες ενσωμάτωσαν έγκαιρα την καθίζηση της οικονομικής δραστηριότητας το 2ο δεκαπενθήμερο του Μαρτίου, η οποία στάθηκε αρκετή να ωθήσει σε ύφεση την οικονομία στο σύνολο του 1ου τριμήνου, παρά την ισχυρή εκκίνηση που είχε πραγματοποιήσει τους δύο πρώτους μήνες του τρέχοντος έτους.

Facebook Comments