Τα ελληνικά ομόλογα, αντίθετα με το ελληνικό χρηματιστήριο το οποίο… παραπαίει βυθισμένο στην επενδυτική ανομβρία, αγνοούν τις σοκαριστικές προβλέψεις για την ύφεση και τον τουρισμό καθώς και τις γεωπολιτικές εντάσεις που προκαλεί ο απρόβλεπτος παράγοντας Τουρκία, και συνεχίζουν να σπάνε τα ρεκόρ. Οι επενδυτές συνεχίζουν δίχως φρένο το κυνήγι των ελληνικών αποδόσεων, δίνοντας ξεκάθαρη ψήφο εμπιστοσύνης στη χώρα και τις προοπτικές της, αποτιμώντας ταχεία ανάκαμψη μετά την κρίση. Το γεγονός ότι το κόστος δανεισμού του Ελληνικού Δημοσίου αγγίζει πλέον οριακά το 1% και βρίσκεται μία ανάσα από τα ιστορικά χαμηλά που είχαν σημειωθεί προ-πανδημίας τον Φεβρουάριο, αποτυπώνει ξεκάθαρα την άποψη των αγορών ότι η Ελλάδα αν και δεν κατέχει επενδυτική βαθμίδα, ωστόσο αποτελεί μία ασφαλή επένδυση χωρίς ουσιαστικό ρίσκο. Συγκριτικά να αναφέρουμε πως η απόδοση των τουρκικών 10ετών ομολόγων έχει εκτοξευθεί στο 15%…

Ενδεικτικό της θετικής διάθεσης των επενδυτών, είναι το σήμα που στέλνει η αγορά των εντόκων, καθώς για πρώτη φορά μετά τις αρχές Φεβρουαρίου και προ κορωνοϊού, το επιτόκιο στους τίτλους τριμήνου υποχώρησε σε αρνητικά επίπεδα και στο -0,04%, ενώ την τελευταία φορά που είχε κινηθεί σε αρνητικά επίπεδα ήταν σε αντίστοιχη έκδοση στις 5 Φεβρουαρίου του 2020, δηλαδή πολύ πριν ξεσπάσει η πανδημία, οπότε είχε διαμορφωθεί στο -0,1%. Αυτό αποτελεί μια σημαντική εξέλιξη και ακόμη πιο σημαντική ψήφο εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία, καθώς εν μέσω πανδημίας οι επενδυτές είναι πρόθυμοι να… πληρώσουν για να δανείσουν τη χώρα μας, σε ορίζοντα μάλιστα μόλις τριών μηνών. Το συγκεκριμένο διάστημα ενέχει πολλές αβεβαιότητες και κινδύνους για τις αγορές και τις οικονομίες διεθνώς, καθώς, με το νέο κύμα του κορωνοϊού να βρίσκεται σε εξέλιξη σε πολλές χώρες, μπορεί να τεθούν σε κίνδυνο οι εκτιμήσεις για την πορεία της ανάκαμψης στο επόμενο διάστημα. Ωστόσο οι επενδυτές δείχνουν πως εκτιμούν ότι η ελληνική οικονομία, παρά το σοκ που περνάει λόγω και του μεγάλου πλήγματος που δέχεται ο τουρισμός, δεν διατρέχει κίνδυνο χρηματοδότησης.

Παράλληλα, σε ιστορικά χαμηλά κινούνται οι αποδόσεις σε όλη την ελληνική καμπύλη, με την απόδοση του 5ετούς (λήξης Απριλίου 2024) να διαμορφώνεται 0,21%, την απόδοση του 15ετούς που εκδόθηκε τον περασμένο Ιανουάριο (με απόδοση 1,91% ) στο 1,17%, όσο και του νέου 7ετούς (που εκδόθηκε τον Απρίλιο με απόδοση στο 2,02%) στο 0,72%.

Και όλα αυτά παρά το γεγονός ότι η Ιταλία έχει έως τώρα λάβει τη μερίδα του λέοντος σε ό,τι αφορά την υποστήριξη της ΕΚΤ υπό το πρόγραμμα PEPP, καθώς οι αγορές στις οποίες έχει προχωρήσει ξεπερνούν τα όρια του capital key. Θυμίζουμε πως σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, τον Ιούνιο και τον Ιούλιο, η EKT αγόρασε ιταλικά ομόλογα ύψους 36,037 δισ. ευρώ, 5 δισ. ευρώ περίπου περισσότερα σε σχέση με αυτά που “ορίζει” η κλείδα. Σε ό,τι αφορά τα ελληνικά ομόλογα, η ΕΚΤ αυτή τη στιγμή κατέχει τίτλους ύψους 9,95 δισ. ευρώ ή περίπου το 13,5% των ελληνικών ομολόγων σε κυκλοφορία, καθώς το διάστημα Ιουνίου – Ιουλίου αγόρασε ελληνικά ομόλογα αξίας 5,256 δισ. ευρώ μετά τα 4,69 δισ. ευρώ που έχει αγοράσει έως τα τέλη Μαΐου.

Σύμφωνα με τους αναλυτές, στα «όπλα» των ελληνικών ομολόγων τοποθετείται το γεγονός ότι η Ελλάδα διαθέτει ένα υψηλό ταμειακό απόθεμα, έχει ένα ευνοϊκό προφίλ χρέους και χαμηλό κόστος χρηματοδότησης, ενώ διατηρεί την παρουσία της στις αγορές. Παράλληλα, η αισιοδοξία σχετικά με τις προοπτικές της Ευρωζώνης μετά και τη συμφωνία για το Ταμείο Ανάκαμψης της Ε.Ε., σε συνδυασμό με τη συνεχιζόμενη στήριξη από τις αγορές ομολόγων, στις οποίες προχωρεί η ΕΚΤ υπό το έκτακτο πρόγραμμα PEPP, ενισχύουν όλο και περισσότερο την επενδυτική διάθεση προς τα ομόλογα της περιφέρειας. Σημειώνεται πως η ΕΚΤ αναμένεται να αγοράσει συνολικά έως τα μέσα του 2021 ελληνικά ομόλογα ύψους 27 δισ. ευρώ, πάνω από το 40% των ομολόγων σε κυκλοφορία, η ζήτηση για τους ελληνικούς τίτλους θα συνεχίσει να είναι ισχυρή.

Παρά τις ισχυρές αυτές χρηματοδοτικές στηρίξει, η Ελλάδας σκοπεύει να συνεχίσει να… δηλώνει την παρουσία της στις αγορές και αυτό αποτελεί έναν επιπλέον λόγο πίσω από το κυνήγι των ελληνικών αποδόσεων. Οι εκδόσεις ομολόγων, σε συνδυασμό με τις εκδόσεις εντόκων, οι οποίες έχουν αυξηθεί σε μέγεθος, αποτελούν μέρος της στρατηγικής του ΟΔΔΗΧ και του οικονομικού επιτελείου, έχουν στόχο να αναπληρώνουν τα κεφάλαια που χρησιμοποιούνται από τα ταμειακά διαθέσιμα για τη χρηματοδότηση των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης, έτσι ώστε αυτά να διατηρηθούν σε υψηλά επίπεδα στα τέλη του έτους και κοντά στα 30 δισ. ευρώ. Με αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα θα έχει ένα ισχυρό δίχτυ ασφαλείας για την επόμενη μέρα της κρίσης, κάτι που αναμένεται να αναγνωρίσουν και να ανταμείψουν τόσο οι αγορές όσο και οι οίκοι αξιολόγησης. Μάλιστα θα είναι η μόνη χώρα που θα βγει από αυτήν την κρίση με τόσο μεγάλο «μαξιλάρι» ρευστότητας και, σύμφωνα με πηγές της αγοράς, είναι κάτι που έχει ανάγκη στο οπλοστάσιό της, καθώς δεν έχει αξιολόγηση «επενδυτικής βαθμίδας» και δεν αναμένεται να την αποκτήσει πριν από το 2023.

Έτσι, σύμφωνα με πληροφορίες, ο ΟΔΔΗΧ αμέσως μετά το καλοκαίρι και εντός του Σεπτεμβρίου θα πραγματοποιήσει νέα έξοδο στις αγορές – την τέταρτη εντός 2020 μετά το 15ετές, το 7ετές και το 10ετές-  για την άντληση 2 δισ. ευρώ περίπου, είτε με νέο ομόλογο είτε με το «άνοιγμα» κάποιας προηγούμενης έκδοσης.

Facebook Comments