Οι μετακλητοί στο δημόσιο αποτελούν  ένα όνειδος για το πολιτικό και το διοικητικό σύστημά μας. Καταρρακώνουν κάθε έννοια αξιοκρατίας, ισότητας και δημοκρατίας. Πρόκειται περί υπαλλήλων που προσλαμβάνονται στο δημόσιο με μοναδικό κριτήριο την συγγενική, φιλική η κομματική τους σχέση μ’ ένα πολιτικό πρόσωπο. Είναι ένα κατάλοιπο της οθωμανικής διοίκησης το οποίο όχι μόνον δεν αποβλήθηκε αλλά έχει αποκτήσει διαστάσεις τέτοιες που το καθιστούν ένα κεντρικό ηθικό και πολιτικό ζήτημα στον δημόσιο διάλογο.

Μάλιστα, ο αριθμός των μετακλητών, εν μέσω δημοσιονομικής και υγειονομικής κρίσης, αυξάνεται αντί να μειώνεται κι αυτό, οπωσδήποτε, δεν περιποιεί τιμή στους  πολιτικούς μας ταγούς. Ενώ, καθ’ όλη την προηγούμενη δεκατία «των μηνημονίων», λαμβάνονταν, από την μια, μέτρα για τον περιορισμό των προσλήψεων που οδήγησαν σε δραματική υποστελέχωση πολλούς τομείς της δημόσιας διοίκησης, διευρυνόταν, από την άλλη, συνεχώς το παράθυρο από το οποίο έμπαιναν οι κολλητοί και οι κομματικοί φίλοι. Αυτό ισχύει τόσο για τους έκτακτους όσο και τους μετακλητούς. Eίναι χαρακτηριστικό ότι σε μια περίοδο 7 ετών για την οποία διαθέτουμε δημοσιευμένα στοιχεία, παρατηρείται μια συνεχής αύξηση του αριθμού τους. Ενώ τον Ιανουάριο 2013 οι μετακλητοί ανέρχονταν σε 1.753 μέσα από μια συνεχή αύξησή τους φθάνουμε τον Ιουνιο 2020 στα 2.853 άτομα. Η αύξηση του απόλυτου αριθμού των μετακλητών οφείλεται τόσο στην αύξηση του αριθμού εκείνων που υπηρετούν στην κεντρική διοίκηση όσο και εκείνων που υπηρετούν στις  Περιφέρειες και τους ΟΤΑ. Είναι ενδεικτικό της πελατειακής διάθεσης των κυβερνήσεων του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ ότι με ευκολία «ικανοποίησαν» αιτήματα των φορέων της αυτοδιοίκησης να έχoυν κι εκείνοι τους μετακλητούς τους και, μάλιστα, σε πολλά επίπεδα (Δήμαρχοι, Αντιδήμαρχοι, Πειρφερειάρχες, Αντιπεριφερειάρχες). Η κυβέρνηση της ΝΔ έθεσε όριο στον αριθμό των μετακλητών που υπηρετούν στους υπουργούς (ν. 4622/2019 αρθρ.46 παρ.2), το οποίο, όμως, στον ίδιο νόμο, αίρεται και κάθε υπουργός μπορεί να προσλάβει όσους θέλει (ν.4622/2019 αρθρ. 46 παρ.6) εάν επιχειρηματολογήσει ότι τους έχει ανάγκη.

Πέραν της αριθμητικής διόγκωσης των μετακλητών παρατηρούμε και μια ποιοτική τους μετάλλαξη σε μια διπλή κατεύθυνση. Κατά πρώτον, χαμηλώνουν τα ποιοτικά στάνταρντ για την πρόσληψή τους. Μέχρι τον νόμο 4622/2019 με τον οποίο η κυβέρνηση διατείνεται ότι μπήκε τάξη στους μετακλητούς, κάποιος για να διοριστεί σ’ αυτή την κατηγορία έπρεπε να διαθέτει πτυχίο ΑΕΙ. Αυτό ήταν ένα φύλλο συκής που στήριζε το επειχείρημα ότι οι μετακλητοί δεν είναι απλώς κουμπαρο-ξαδέρφια αλλά επιστήμονες με εξειδικευμένη γνώση τους οποίους η δημόσια διοίκηση έχει ανάγκη. Αυτό το επιχείρημα δεν ισχύει, πλέον, αφού στον νόμο ετέθη ως ελάχιστο προσόν διορισμού το απολυτήριο Λυκείου.

Κατά δεύτερον, ως μετακλητοί προσλαμβάνονται, πλέον, και κάποιοι οι οποίοι τοποθετούνται ως προϊστάμενοι (Τμηματάρχες και Διευθυντές) υπηρεσιακών μονάδων. Μάλιστα, μερικές απ’ αυτές έχουν σχέση με διαχείριση τεχνικών έργων (π.χ. Υπουργείο μετανάστευσης και ασύλου) η με πληρωμές ενταλμάτων (Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας). Οι θέσεις αυτές απαιτούν από τον κάτοχό τους αυξημένη ευθύνη, κάτι το οποίο καλύπτεται από υπάλληλο με δέσμευση δημοσίου δικαίου και όχι έναν μετακλητό.

Η εμπρόθετη και, συχνά, προκλητική αντιμετώπιση των μετακλητών σε σχέση με το λοιπό διοικητικό προσωπικό είναι ανάγλυφη και στο θέμα του μισθολογίου. Με διάταξη την οποία ψήφισε ο ΣΥΡΙΖΑ (και την οποία δεν κατήργησε η ΝΔ) ο νεοείσακτος μετακλητός πτυχιούχος προηγείται του απλού  δημοσίου υπαλλήλου αντίστοιχης ηλικίας και προσόντων κατά 13 μισθολογικά κλιμάκια. Κάποιοι, μάλιστα, απ’ αυτούς απολαμβάνουν ακόμη μεγαλύτερη διαφορά. Ένας κομματικός φίλος μπορεί να εισπράττει όσα ένας φυσιολογικός δημόσιος υπάλληλος περιμένει μια ζωή να πάρει.

Εν κατακλείδι, η στάση της κυβέρνησης της ΝΔ έναντι των μετακλητών είναι ακριβώς η αντίθετη εκείνων που ισχυριζόταν όταν ήταν στην αντιπολίτευση. Και εάν η ασυνέπεια μπορεί, κατά τα ειωθότα, να θεωρείται ως μέρος μιας αναγκαίας προσαρμογής στο κυβερνάν, η προσπάθεια των κυβερνητικών στελεχών να πείσουν ότι έλυσαν το πρόβλημα, την ώρα που αυτό έχει γιγαντωθεί, προκαλεί το κοινό αίσθημα.  

Αντί γι αυτό θα ήταν πολύ καλύτερο και χρήσιμο για την δημόσια διοίκηση και την κοινωνία, η κυβέρνηση να βάλει ένα τέλος στην υπόθεση των μετακλητών. Τώρα, άμεσα, χωρίς «εάν» και «εφ’ όσον».      

Facebook Comments