Ο συγγραφέας Γιάννης Ξανθούλης μιλά στη Lifo για τη ζωή του, τα πρώτα βήματα της καριέρας του, ενώ κάνει ειδική αναφορά και στον ΓΓ του ΜέΡΑ25.

Ειδικότερα, χαρακτηρίζει τον Γιάνη Βαρουφάκη «γιαλαντζί επαναστάτη». Χαρακτηριστικά αναφέρει: «Στη χώρα μας έχουμε πολλούς γιαλαντζί επαναστάτες. Το πιο ενδεικτικό παράδειγμα είναι ο Γιάνης Βαρουφάκης. Όταν τον είδα στην πορεία για το Πολυτεχνείο καταμεσής της Βασιλίσσης Σοφίας να κρατά την ταμπέλα, μου θύμισε την Αγία Αθανασία του Αιγάλεω. Πολλοί φίλοι μου είναι αριστεροί και προοδευτικοί. Εγώ δεν είμαι αριστερός αλλά ένας αστός κάποιας ηλικίας. Σήμερα δεν νομίζω ότι υπάρχει δεξιά ή αριστερά. Ο καθένας προσαρμόζει την ιδεολογία του με την τρέχουσα κατάσταση. Έχω δει αριστερούς, φοβερούς και τρομερούς, να έχουν ενσωματωθεί απόλυτα σε αυτό που ονομάζουμε υπερκαταναλωτική κοινωνία».

Γιάννης  Ξανθούλης:

Γεννήθηκα το 1947 στην Αλεξανδρούπολη, από γονείς πρόσφυγες της Ανατολικής Θράκης. Ο πατέρας μου ήταν ηλεκτρολόγος ‒τα κατάφερε να διοριστεί στη ΔΕΗ‒, ενώ η μητέρα μου ήταν νοικοκυρά. Ήταν άξιοι άνθρωποι, ικανοί για όλα, κουβαλούσαν τις δικές τους συνήθειες και είχαν έναν κοσμοπολίτικο αέρα.

Στην οικογένειά μου κυριαρχούσε το χιούμορ και ένας τεράστιος αυτοσαρκασμός, σε σημείο που αυτο-κανιβαλιζόμασταν. Μέσα στο σπίτι δεν μιλούσαμε ποτέ με κύριες, μόνο με πλάγιες προτάσεις. Μπορεί να μην καταλαβαινόμασταν, αλλά περνούσαμε υπέροχα. Για τους γονείς μου τρέφω έναν θαυμασμό με την έννοια ότι γνώριζαν τα πάντα και ήταν πολυσχιδείς προσωπικότητες. Ήξεραν να μαγειρεύουν, να σκάβουν, να φυτεύουν και να επιδιορθώνουν τα πάντα. Εν αντιθέσει μ’ εμένα, που, πλην της ζωγραφικής, σε όλα τα υπόλοιπα παραμένω αδέξιος. Ανακάλυψα τον εαυτό μου ουκ ολίγες φορές στη διάρκεια των ετών.

  • Μεγάλωσα σε ένα πολυπολιτισμικό περιβάλλον. Ωστόσο, πάντα ένιωθα διαφορετικός από τον οικογενειακό μου περίγυρο. Αισθανόμουν «ξένο σώμα» και «μαύρο πρόβατο». Μολονότι μοναχοπαίδι, αντιλαμβανόμουν ότι δεν ήμουν εκείνο το παιδί που ήθελαν οι γονείς μου. Ούτε καλός μαθητής, συνεχώς αφηρημένος, γενικώς ήμουν αλλού και βρισκόμουν διαρκώς σε άμυνα.

Δεν ήμουν δυνατός, συνήθως φιλάσθενος, κι εκείνη την περίοδο είχες να αντιμετωπίσεις στις γειτονιές πάμπολλες νεανικές συμμορίες. Σε κάθε γωνία παραμόνευε και κάποιος που σου έλεγε: «Με παλεύεις, ρε;». Απαντούσες αρνητικά και, φυσικά, τις έτρωγες. Κάθε βήμα κι ένας ξυλοδαρμός. Φυσικά, απουσίαζαν οι σημερινές ευαισθησίες. Αυτό ήταν κατά κάποιον τρόπο το μπούλινγκ εκείνης της εποχής. Μεγάλωσα με το μότο ότι πράγματι «το ξύλο βγήκε απ’ τον παράδεισο». Η εφηβεία ήταν το αγκάθι της ζωής μου. Φρικτή περίοδος. Απομονώθηκα και συνειδητοποίησα ότι έπρεπε να αναδομήσω τον εαυτό μου. Σ’ αυτό συντέλεσε και μια ασθένεια στην ηλικία των 15 ετών, που με επηρέασε καταλυτικά.

  • Απ’ τα παιδικά μου χρόνια θυμάμαι τα πάντα. Διατηρώ, κυρίως, στη μνήμη μου όλα όσα σχετίζονται με την όσφρηση. Ό,τι μπορούσα να μυρίσω, το έπλαθα σε εικόνες. Για εμάς δεν ήταν κάτι ξεχωριστό το να μεγαλώνεις στον ακριτικό Έβρο. Για τους πολλούς ήταν το τέλος της Ελλάδας, αλλά για εμάς ήταν η αρχή. Τα σύνορα δεν με ενδιέφεραν καθόλου. Αυτό που μου έλειπε ήταν το κέντρο των πραγμάτων. Ως παιδί άκουγα πολύ ραδιόφωνο, σταθμούς είτε από την πρωτεύουσα είτε από τη γειτονική Κωνσταντινούπολη. Αγαπούσα πολύ ό,τι είχε να κάνει με τον θεατρικό χώρο, γι’ αυτό άκουγα φανατικά το Θέατρο της Τετάρτης ή της Κυριακής.
  • Στα δεκαοκτώ μου αποφασίζω να έρθω στην Αθήνα. Άλλωστε, ήμουν πάντα αθηναιολάτρης. Κάθε βράδυ έβλεπα τα αεροπλάνα να φεύγουν από την Αλεξανδρούπολη με προορισμό την Αθήνα και ονειρευόμουν τη φυγή από την επαρχία. Σκοπός και όνειρό μου ήταν η Αθήνα. Για μένα, αυτή η πόλη ήταν ο επιθυμητός τόπος. Πίστευα ότι όλος ο πολιτισμός εξελίσσεται εκεί. Έγραφα θεατρικά έργα και τα έστελνα σε ανθρώπους του θεάτρου, όπως ο Αλέξης Σολομός. Ήμουν συνδρομητής του θρυλικού πολιτιστικού περιοδικού «Θέατρο» του Κώστα Νίτσου. Διάβαζα ανελλιπώς τις «Εποχές» του Χρήστου Λαμπράκη, τις «Εικόνες» και τον «Ταχυδρόμο». Κάποια στιγμή, είχα αρρωστήσει και νοσηλευόμουν σε ένα νοσοκομείο της Αθήνας. Όταν πήρα εξιτήριο, το πρώτο βράδυ κιόλας πήγα και είδα το Απόψε αυτοσχεδιάζουμε.
  • Τότε αποφασίζω να πάω στη δημοσιογραφική σχολή του Ελληνο-αμερικανικού Επιμορφωτικού Ινστιτούτου. Για μένα η δημοσιογραφία ήταν ο δούρειος ίππος για να γνωρίσω σημαντικούς ανθρώπους και να μάθω σπουδαία πράγματα. Βρέθηκα στην «Απογευματινή» όταν ήταν διευθυντής ο Αλέκος Φιλιππόπουλος, ο οποίος μάλιστα, αργότερα, το 1975, μέσα σε μια νύχτα μας πήρε μαζί του, αφού μόλις είχε ανοίξει η «Ελευθεροτυπία». Εκεί απέκτησα τη δική μου εβδομαδιαία στήλη με τίτλο «Τα Σαββατιάτικα» και έμεινα για περίπου τριάντα χρόνια. Αυτή η στήλη ήταν ένας είδος μονόδρομης αλληλογραφίας. Ανήκω σ’ αυτούς που τους αρέσει ακόμα η ταχυδρομική τέχνη με τα γραμματόσημα, τους φακέλους και τις κάρτες. Ο ταχυδρόμος έπαιξε τεράστιο ρόλο στη ζωή μου. Απ’ τα δημοσιογραφικά χρόνια δεν θα ξεχάσω τους συναδέλφους μου, με τους οποίους ακόμα διατηρούμε κοινωνικές επαφές. Όμορφα χρόνια.
  • Συνέχιζα να γράφω θεατρικά και σατιρικά κείμενα ‒περισσότερα από τριάντα‒ τα οποία παρουσιάστηκαν στο ελληνικό θέατρο. Μάλιστα, πριν πάω φαντάρος και προτού εργαστώ στην «Απογευματινή», έγραψα το πρώτο μου κείμενο στο περιοδικό «Ψυχαγωγία», το οποίο έφερε τον τίτλο Αυτή η φουρνιά θα κάνει μπαμ. Μεταξύ αυτών που παρουσίαζα τότε ήταν ο Κώστας Αρζόγλου, η Υβόννη Μαλτέζου, η Κατιάνα Μπαλανίκα, η Τιτίκα Στασινοπούλου, ο Μηνάς Χατζησάββας, η Άννα Βαγενά.
  • Μια προσωπικότητα που ξεχωρίζω είναι ο Μάνος Χατζιδάκις. Είχα τη χαρά να τον γνωρίσω και να συναναστραφώ μαζί του, είτε στο σπίτι του ΚΥΡ είτε στο σπίτι της Ντένης Βαχλιώτη. Ήταν ένας άνθρωπος που ήθελε, όταν βρισκόταν σε μια παρέα, να αισθάνεται ασφαλής. Μια ειδική περίπτωση και ένα κλειδί που ξεκλείδωνε τις πιο περίπλοκες καταστάσεις. Ένας άνθρωπος που σήμανε πολλά για μένα. Μέσω αυτού, ανακάλυψα άλλους κόσμους. Ο Μάνος ήταν μια θαυμάσια αφορμή για όλα.
  • Από το 1989 έκανα ραδιόφωνο για περισσότερο από είκοσι χρόνια στον ΣΚΑΪ. Είχα δημιουργήσει μια ποιητική περσόνα, τη Σιλάνα Σαλιάγκου. Ήταν μια ποιήτρια η οποία έγραφε ομοιοκατάληκτα τερατώδη δραματουργήματα. Όλα χειρόγραφα, τα οποία τα έκανα πρόβες πριν ξεκινήσει η ακρόαση. Πάντα ήμουν φανατικός θαυμαστής του Μποστ και νιώθω μεγάλη τύχη που με τίμησε με τη φιλία του. Μέσω των εκπομπών ακούγονταν αυτά τα δραματουργήματα, τα οποία σχολίαζαν την καθημερινότητα με σουρεαλιστικό τρόπο.

Επίσης, έγραψα και εικονογράφησα παιδικά βιβλία με αφορμή τη γέννηση του γιου μου. Βιβλία μου μεταφέρθηκαν στη μεγάλη και τη μικρή οθόνη. Το Τανγκό των Χριστουγέννων το 2011 στον κινηματογράφο από τον Νίκο Κουτελιδάκη, με πρωταγωνιστές τον Γιάννη Στάνκογλου και τον Γιάννη Μπέζο, αλλά και το Ύστερα ήρθαν οι μέλισσες στην τηλεόραση, που σκηνοθέτησε ο Κώστας Κουτσομύτης. Υπέροχη η μουσική του Σταμάτη Κραουνάκη και με όλο το καστ γίναμε μια φοβερή παρέα.

  • Το 2021 συμπληρώνονται σαράντα χρόνια της συγγραφικής μου πορείας. Δεν μου πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι θα φτάναμε σήμερα ως εδώ. Το πρώτο βιβλίο που έγραψα, ο Μεγάλος Θανατικός, ήταν σαν κόμικ. Ύστερα ακολούθησε το Οικογένεια Μπες-Βγες. Για μένα η συγγραφή είχε πάντα κάτι το διασκεδαστικό. Ακόμη και σήμερα νομίζω ότι αυτά που γράφω είναι αστεία, κι ας έχουν ένα δραματικό τόνο. Μέσα απ’ τη συγγραφή προσπάθησα να βελτιώσω τον εαυτό μου. Ζήλευα και ανταγωνιζόμουν τους ήρωές μου. Επίσης, με ενδιέφερε η αποδοχή. Κι ευτυχώς πουλήθηκα, διαβάστηκα πολύ από το αναγνωστικό κοινό, όπως και αμφισβητήθηκα. Κάθε φορά διηγούμαι με διαφορετικό τρόπο. Αλλά, πλέον, η συγγραφή δεν είναι συνώνυμο της καθημερινότητάς μου. Παραμένω, βέβαια, ένας δεινός αναγνώστης. Είναι παρηγοριά το διάβασμα.
  • Όλες οι τέχνες στη ζωή είναι παρηγορητικές. Μπορεί η λογοτεχνία να μη μας λύνει όλα τα προβλήματα, αλλά όσα χρόνια μας αντιστοιχούν, τουλάχιστον ας τα τροφοδοτούμε. Σήμερα είναι καλύτερα τα πράγματα στον χώρο του βιβλίου. Είμαστε πιο ανήσυχοι και πιο απαιτητικοί. Γίνονται καλύτερες μεταφράσεις, εκδίδονται εξαιρετικά βιβλία και δημιουργούνται ωραία αφιερώματα σε κλασικούς συγγραφείς.
  • Μια εποχή κουράγιου είναι αυτή που ζούμε τώρα. Όλοι σήμερα μιλούν για κουράγια. Δεν την πολυκαταλαβαίνω, να πω την αλήθεια. Η πανδημία είναι ένας περίεργος καταλύτης. Φοβάμαι, μάλιστα, ότι θα μας αφήσει μια νεύρωση. Πίστευα ότι μόνο οι Τούρκοι είναι σχιζοφρενικός λαός, αλλά διαπιστώνω ότι κι εμείς έχουμε τεράστιες ομοιότητες. Είμαστε σχιζοφρενικοί. Ένας αυθορμητισμός που ενδημεί στο DNA μας. Για να περιγράψεις τη διαταραγμένη ψυχοσύνθεση του Έλληνα χρειάζεσαι τόμους.
  • Δεν είμαι θαυμαστής των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Όμως θεωρώ ότι τα social media έχουν μεταβάλει τις ερωτικές σχέσεις. Νομίζω ότι το πιο ερωτικό μέλος του σώματός μας είναι το δάχτυλο που πατά το πλήκτρο. Η στύση είναι πλέον στα δάχτυλα και λιγότερο εκεί που ξέρουμε. Σημεία των καιρών. Με τα χρόνια δεν ξαφνιάζομαι. Κάποτε είχα πει ότι «η ζωή μας από δω και πέρα θα έχει πολλά κινητά, ελάχιστα ακίνητα, γονυκλισίες, μεταφυσική σάχλα και μπόλικη ηλεκτρονική μοναξιά. Όσοι δραπετεύσουν, θα σωθούν. Οι υπόλοιποι θα συνουσιάζονται μέσω Facebook». Προφητικό; Δεν ξέρω, αλλά είναι κάτι που αποδεικνύεται καθημερινά. Είναι λυπηρό, επίσης, ότι συναντάς στον δρόμο αναρχικούς που ουρλιάζουν, φωνάζουν, βρίζουν και όταν περνούν μπροστά από εκκλησία, σταυροκοπιούνται. Ο μεταφυσικός φόβος είναι υπαρκτός, γι’ αυτό μιλώ για σχιζοφρένεια.
  • Τους πολιτικούς τους θεωρώ πληκτικούς. Τους βαριέμαι αφόρητα. Αγανακτώ όταν συνειδητοποιώ ότι οι ευρωβουλευτές μας, που ποτέ δεν κατάλαβα τι κάνουν, παρά μόνο αερολογούν, χειροκροτούν και μπουρδολογούν, λαμβάνουν μισθούς πολλαπλάσιους εκείνων των γιατρών και των νοσηλευτών. Ντροπή.

Στη χώρα μας έχουμε πολλούς γιαλαντζί επαναστάτες. Το πιο ενδεικτικό παράδειγμα είναι ο Γιάνης Βαρουφάκης. Όταν τον είδα στην πορεία για το Πολυτεχνείο καταμεσής της Βασιλίσσης Σοφίας να κρατά την ταμπέλα, μου θύμισε την Αγία Αθανασία του Αιγάλεω. Πολλοί φίλοι μου είναι αριστεροί και προοδευτικοί. Εγώ δεν είμαι αριστερός αλλά ένας αστός κάποιας ηλικίας. Σήμερα δεν νομίζω ότι υπάρχει δεξιά ή αριστερά. Ο καθένας προσαρμόζει την ιδεολογία του με την τρέχουσα κατάσταση. Έχω δει αριστερούς, φοβερούς και τρομερούς, να έχουν ενσωματωθεί απόλυτα σε αυτό που ονομάζουμε υπερκαταναλωτική κοινωνία.

  • Στην Αθήνα αγαπώ πολύ τα μνημεία, τα θέατρα και τα βιβλιοπωλεία της. Μαγεύομαι από το κέντρο της, γνωρίζω τα φυτά και τα πουλιά της. Γι’ αυτό και ελάχιστα βιβλία μου δεν εξελίσσονται στην Αθήνα. Μου αρέσει η περιοχή της Ιπποκράτους, εκεί ανάμεσα σε παλαιοβιβλιοπωλεία, τα οποία χαίρομαι που ανθούν τελευταία. Από την άλλη πλευρά, με εκνευρίζουν πολλά στην πόλη. Ακόμα κι αυτοί οι «εισβολείς» που κυκλοφορούν με μια άνεση πολύ μεγαλύτερη από τη δική μου. Ως άνθρωπος που μεγάλωσε σε μια περιοχή που διακρινόταν για την πολυπολιτισμικότητά της, οφείλω να πω ότι σήμερα συμβαίνει κάτι περίεργο: όλα είναι ανεξέλεγκτα.
  • Ξαφνικά, ανακαλύπτουμε ότι υπάρχουν τζιχαντιστές και διάφορα άλλα, και μου κάνει εντύπωση αυτή η δεσπόζουσα χαλαρότητα. Ίσως επειδή έχουμε άλλα προβλήματα και διαφορετικές προτεραιότητες. Μου αρέσει όταν διασχίζω την Αχαρνών για να βγω στην εθνική οδό και χαζεύω γοητευμένος όλο αυτό το πολυπολιτισμικό ψηφιδωτό των ανθρώπων. Προφανώς, δεν έχω την αγωνία του Μισέλ Ουελμπέκ, όμως η ισλαμοφοβία είναι υπαρκτή και πρέπει να είσαι ανώριμος αν δεν το αντιλαμβάνεσαι. Παραμένω, λοιπόν, ένας επιφυλακτικός παρατηρητής.
  • Ελπίδα σήμερα μου δίνουν τα απλά πράγματα, ακόμη και μια μελαγχολική συννεφιά. Αυτό που μου λείπει είναι το ταξίδι. Στενοχωριέμαι που δεν μπορώ να μετακινηθώ. Αισθάνομαι κάπως σαν όμηρος. Νοσταλγώ την εθνική οδό, τις μεγάλες αποστάσεις, τα βενζινάδικα, τα πάρκινγκ και τα φαγάδικα του δρόμου. Όσον κι φαίνεται παράδοξο, αποφάσισα να πάρω δίπλωμα οδήγησης στην ηλικία των 59 ετών. Όταν οδηγώ μόνος μου, δεν ακούω ποτέ μουσική ή ραδιόφωνο. Δεν θέλω τίποτα να μου αποσπά την προσοχή. Θέλω να ακούω τον ήχο της μηχανής, γι’ αυτό και έχω ανοιχτό παράθυρο χειμώνα – καλοκαίρι. Ένα αξέχαστο ταξίδι μου ήταν στο Σαν Φρανσίσκο. Η πιο ατελείωτη Κυριακή της ζωής μου. Ταξίδευα για ώρες, άλλαζα σταθμούς, έβλεπα ταινίες, κοιμόμουν. Όταν προσγειώθηκα, ήταν ακόμη μέρα κι ήταν ακόμη Κυριακή.
  • Οι ήρωές μου έχουν παίξει πολύ με τον έρωτα. Ήταν πέντε και έξι αστέρων, όπως και four seasons. Εγώ ήμουν ένας διαιτητής του έρωτα και σίγουρα όχι πολλών αστέρων. Αρκεί που εμείς ερωτευτήκαμε. Δεν ήταν απαραίτητο να μας ερωτευτούν. Μια ρομαντική αλήθεια, αλλά και πικρή. Παράλληλα, με τον δικό μου τρόπο προσπάθησα να δώσω αγάπη, αλλά έλαβα κιόλας. Πολλή.
  • Ποτέ δεν περιφρόνησα το αμπαλάζ μιας συνηθισμένης ζωής. Με τα χρόνια άρχισα να το εκτιμώ περισσότερο. Είναι η μοναδική σταθερά της ζωής μας. Αυτή η καθημερινή «αγία ρουτίνα» είναι η μεγάλη μας φοβία, μην τυχόν και τη χάσουμε. Η ρουτίνα είναι η κρούστα του αστού. Ξυπνώ, ντύνομαι, πηγαίνω στην τουαλέτα, αγωνιώ, πεινάω, περπατώ. Αυτή είναι η δύναμη για να αντέξεις.
  • Σήμερα, όταν επιστρέφω στην Αλεξανδρούπολη, δεν υπάρχει τίποτα, παρά μόνο ένας οικογενειακός τάφος. Με τη σύζυγό μου είμαστε μαζί από το 1968, έχουμε ένα παιδί και δύο εγγόνια. Όμως, η κυρία μου έχει φροντίσει να αγοράσει τάφο στην Πύλο, τον τόπο καταγωγής της, κι έτσι αντί για σώγαμπρος θα γίνω σώταφος.
  • Οι απώλειες με πληγώνουν βαθιά. Όταν μιλώ για τους νεκρούς, προτιμώ να χρησιμοποιώ τον ενεστώτα, σαν να υπάρχουν ακόμη. Ο μεγαλύτερός μου φόβος είναι η σκοτεινή πλευρά του εαυτού μου. Εκείνες τις φορές που δεν κατάφερα να τον ελέγξω, δεν πέρασα καλά. Βίωσα μια περίοδο κατάθλιψης. Την ξεπέρασα όμως με τη βοήθεια της χημείας, δηλαδή της φαρμακευτικής αγωγής αντικαταθλιπτικών. Στην αρχή αρνιόμουν, αλλά η χημεία αποδείχτηκε χρήσιμη και αναγκαία. Το υποσυνείδητο είναι απρόβλεπτο, γι’ αυτό και χρειάζεται πάντα ένας καλός φαρμακοποιός. Η κατάθλιψη είναι μια δοκιμασία.
  • Τέλη Οκτώβρη, μέσα δεκαετίας του ’60, ήταν Σάββατο όταν επισκέφθηκα τον λαχανόκηπο ενός φίλου μου. Τα λάχανα μόλις είχαν ωριμάσει, στο χέρι μου κρατώ το περιοδικό «Εικόνες» και στο άλλο ένα λάχανο που μου έδωσαν οι γονείς του φίλου μου, σκοτεινιάζει και τον περιμένω για να πάμε σινεμά. Αυτή είναι μια εικόνα που δεν θα σβήσει ποτέ από το μυαλό μου και περιγράφει την απόλυτη ευτυχία. Μάλιστα, αυτό το εξώφυλλο των «Εικόνων», το οποίο το θυμάμαι ακόμη ‒ήταν με κάτι αντίκες αυτοκινήτων‒ το είχα κορνιζάρει.
  • Δεν έχω μετανιώσει για κάτι, γιατί δεν υπάρχει χρόνος στη ζωή μας για μετάνοια. Η πίστη ή η θρησκεία ποτέ δεν με απασχόλησαν. Μου αρέσουν οι τελετουργίες, αλλά πιστεύω μόνο αυτό που βλέπω. Δεν θέλω να με θυμάται κανείς ‒ έτσι κι αλλιώς, όπως λέει και η ηρωίδα μου, θα διηγούνται κάτι πολύ διαφορετικό απ’ αυτό που είμαι. Πάντα θαύμαζα τους ανεξέλεγκτους, τους αδέσποτους, τους αλήτες. Ένας υπόγειος κόσμος που τελικά αποδεικνύεται πιο αληθινός. Στη ζωή σημαντικό θεωρώ την καλή παρέα. Τώρα, πια, ναι. Νομίζω, ωραία περάσαμε.

Facebook Comments