Το «Σχέδιο Ανάκαμψης» στο οποίο προσβλέπουν τόσο η αγορά όσο και η κυβέρνηση είναι η μεγαλύτερη δέσμη μέτρων που έχει υιοθετηθεί, ποτέ, από την Ευρωπαϊκή Ένωση με σκοπό την στήριξη των οικονομιών της. Μάλιστα, ακριβέστερη θα ήταν η έκφραση ότι το Σχέδιο Ανάκαμψης στοχεύει στην ανοικοδόμηση της Ευρώπης.  Μιας διαφορετικής, όμως, Ευρώπης από την σημερινή. Το γιγαντιαίο προγράμμα, συνολικού ύψους 1,8 τρισ. Ευρώ, έχει ως αφορμή τη νόσο COVID-19 αλλά η πρόθεση των δημιουργών του είναι να οικοδομηθεί, μέσω αυτού, μια Ευρώπη πιο πράσινη, πιο ψηφιακή και πιο ανθεκτική.

Αλλά και μεθοδολογικά το νέο ευρωπαϊκό πρόγραμμα καινοτομεί σε σχέση με τα προηγούμενα: Απομακρύνεται από τον «one best way» των αλλαγών στον οποίο επέμενε- χωρίς σημαντικά αποτελέσματα- για πολλά χρόνια η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Με τις δράσεις του, το Σχέδιο Ανάκαμψης στοχεύει στην ενδυνάμωση των μηχανισμών ευελιξίας, ώστε να διασφαλιστεί η ικανότητα των κρατών μελών της Ένωσης να αντιμετωπίζουν απρόβλεπτες ανάγκες. Πρόκειται για ένα πρόγραμμα επικεντρωμένο στις αβεβαιότητες του αύριο που αλλάζει άρδην τις παγιωμένες λειτουργίες, δομές και αντιλήψεις διακυβέρνησης.   

Δεν μπορεί, ωστόσο, να υπάρξει νέα οικονομία χωρίς νέο κράτος. Έτσι, λοιπόν, ένα σημαντικό ποσό των πόρων του Ταμείου θα διατεθεί για την ανακούφιση των πληγέντων από την πανδημία αλλά κι ένα εξίσου  σημαντικό ποσό που φθάνει το 50 % του συνολικού προϋπολογισμού  θα στηρίξει τον εκσυγχρονισμό της οργάνωσης και λειτουργίας των κρατών μελών. Αυτό σχεδιάζεται να γίνει μέσω της διαρκούς υποστήριξης των πολιτικών έρευνας και καινοτομίας, της δίκαιης κλιματικής και ψηφιακής μετάβασης καθώς και την ενίσχυση της ανθεκτικότητας στις πολλαπλές πιέσεις και διακινδυνεύσεις.

Οι πρόνοιες του Σχεδίου Ανάκαμψης μπορεί να αποδειχτούν ευεργετικές για την ελληνική πολιτεία η οποία δοκιμάζεται σκληρά κατά τον τελευταίο χρόνο. Εκείνο που αποτελεί, όμως, πρόκληση είναι ότι, για μια ακόμη φορά, προσφέρεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η ευκαιρία εκσυγχρονισμού και μεταρρύθμισης του αρχαϊκού ελληνικού κράτους. Την τελευταία φορά που οι Ευρωπαίοι φάνηκαν εξ ίσου γενναιόδωροι ήταν στην περίοδο 2007-2013, όταν είχε εξασφαλιστεί, μέσω του ΕΣΠΑ, σημαντικοί πόροι για την μεταρρύθμιση της δημόσιας διοίκησης.

Οι ιδιοτέλειες, η ανικανότητα και η έλλειψη ενός στρατηγικού σχεδίου για την κατεύθυνση που πρέπει να έχουν οι μεταρρυθμίσεις οδήγησαν στην απώλεια εκείνης της ευκαιρίας. Η πλειοψηφία των πόρων διατέθηκε για να πληρωθούν επιδόματα και αμοιβές σε χρεωκοπημένα νομικά πρόσωπα στην πρώτη φάση του μνημονίου.

Σήμερα η κυβέρνηση δεν έχει, ακόμη, παρουσιάσει ένα συνεκτικό στρατηγικό σχέδιο διοικητικών μεταρρυθμίσεων, ώστε να αξιοποιηθούν οι πόροι του Ταμείου Ανάκαμψης. Ακόμη και τα ελάχιστα που αναφέρονται στην έκθεση Πισσαρίδη, στην οποία φέρεται να ομνύει η κυβέρνηση, μένουν στα χαρτιά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι ο πρόσφατος νόμος για το ΑΣΕΠ ο οποίος βρίσκεται στον αντίποδα των συστάσεων των συντακτών της έκθεσης.

Η δημιουργία μιας εθνικής task force θα μπορούσε να οδηγήσει στην υπέρβαση των πολιτικών, ιδεολογικών και τεχνοκρατικών αδυναμιών και αγκυλώσεων που εμποδίζουν τον σχεδιασμό και την εφαρμογή ενός συνεκτικού και αποτελεσματικού σχέδιου δράσης για την δρομολόγηση των διοικητικών μεταρρυθμίσεων. Χωρίς να είμαι αιθεροβάμων πιστεύω ότι μια τέτοια κυβερνητική πρωτοβουλία θα μπορούσε να οδηγήσει όχι απλώς στην εκμετάλλευση των πόρων του Ταμείου αλλά στην θεαματική αλλαγή του απηρχαιωμένου πελατειακού (παρά τα όσα φτιασίδιά του) ελληνικού κράτους.    

Facebook Comments