«Πονοκέφαλο» έχει αρχίσει και προκαλεί στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα το πρόσφατο sell-off στα ομόλογα της ευρωζώνης, με το μπαράζ λεκτικών παραβάσεων από τους αξιωματούχους να πέφτουν στο… κενό. Το κόστος δανεισμού έχει εκτοξευθεί μέσα σε λίγες μέρες σε όλες τις χώρες της περιοχής, χωρίς καμία εξαίρεση, με την πιο ευάλωτη περιφέρεια να έχει παρασυρθεί πιο έντονα στη δίνη των ρευστοποιήσεων.

Όλα ξεκίνησαν πριν μερικές ημέρες όταν οι προσδοκίες για την ενίσχυση της οικονομίας και του πληθωρισμού, λόγω του τεράστιου δημοσιονομικού πακέτου τόνωσης των ΗΠΑ, οδήγησαν σε εκτίναξη των αποδόσεων των αμερικάνικων ομολόγων οι οποίες πλέον διαμορφώνονται πάνω από το 1,4%. Αυτές οι προσδοκίες, αποτελούν παραδοσιακά «εχθρούς» των ομολόγων, με την αναταραχή να μεταδίδεται και στον υπόλοιπο κόσμο φτάνοντας και στην «πόρτα» της ευρωζώνης, έστω και αν οι προσδοκίες για τον πληθωρισμό της περιοχής δεν έχουν σε καμία περίπτωση αυξηθεί.

Η απόδοση των 10ετών γερμανικών ομολόγων έφτασε στο -0,22% την περασμένη εβδομάδα όταν τον Δεκέμβριο ήταν στο -0,64%,  η απόδοση των αντίστοιχων γαλλικών τίτλων «πέρασε» σε θετικό επίπεδο μετά από σχεδόν εννέα μήνες αρνητικού κόστους δανεισμού για τη χώρα, ενώ στις χώρες της περιφέρειας εκτινάχθηκε στα υψηλότερα επίπεδα από τον περασμένο Σεπτέμβριο-Οκτώβριο. Η απόδοση των ιταλικών 10ετών άγγιξε το 0,79% όταν πριν μόλις 10 ημέρες ήταν στο 0,44% και η απόδοση των ελληνικών ομολόγων εκτινάχθηκε στο 1,12% έχοντας διπλασιαστεί από το 0,58% του Ιανουαρίου με το spread να κινείται στις 140 μ.β από 110 μ.β πριν έναν μήνα.

«Ολόκληρη η αγορά ομολόγων βρίσκεται υπό πίεση και με εκπλήσσει το γεγονός ότι η ΕΚΤ το αφήνει αυτό να συμβεί», σημειώνει ο Τζενς Πίτερ Σόρενσεν, επικεφαλής αναλυτής της Danske Bank. «Νομίζω ότι η αύξηση των αποδόσεων δεν θα κάνει πολύ καλό για την Ευρωζώνη αυτή τη στιγμή. Θα περίμενα ότι η ΕΚΤ θα αισθανόταν άβολα, αλλά φαίνεται πως δεν ισχύει. Η λεκτική παρέμβαση δεν βοηθάει, ωστόσο», όπως επισημαίνει. «Όταν το sell-off στα ευρωπαϊκά ομόλογα συμβαίνει σε συνδυασμό με διεύρυνση των spreads – και δεν συνοδεύεται από κάποια επίπτωση στις προσδοκίες για τον πληθωρισμό – αυτό, κατά τη γνώμη μου αποτελεί ένα πολύ σημαντικό ρίσκο», αναφέρει από την πλευρά του ο Πίετ Κρίστιανσεν, επικεφαλής στρατηγικός αναλυτής της Danske Bank.

Οι πρόσφατες αυτές εξελίξεις μπορεί να οδηγήσουν σε μία ανεπιθύμητη σύσφιξη των νομισματικών συνθηκών και σε περίπτωση που οι πιέσεις συνεχιστούν θα οδηγήσουν την ΕΚΤ να ανεβάσει τους ρυθμούς των αγορών ομολόγων, δεδομένου ότι ήδη οι λεκτικές παρεμβάσεις έχουν αρχίσει και ενισχύονται χωρίς σημαντικό αποτέλεσμα. Η κεντρική τράπεζα έχει υπογραμμίσει επανειλημμένως το τελευταίο διάστημα ότι βασική επικέντρωσή της είναι οι χρηματοδοτικές συνθήκες. Η Κριστίν Λαγκάρντ διαμήνυσε σε ομιλία της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο την περασμένη εβδομάδα ότι “η EKT παρακολουθεί στενά την εξέλιξη των αποδόσεων των μακροπρόθεσμων ομολόγων”,  στέλνοντας ένα σαφές μήνυμα των προθέσεων της ΕΚΤ αλλά και δείχνοντας εμμέσως αλλά σαφώς τις ανησυχίες της. Μία τέτοια φράση, όπως σημειώνει και η Deutsche Bank, δεν θα την χρησιμοποιούσε εάν δεν ανησυχούσε για την πρόσφατη άνοδο των αποδόσεων. Η Λαγκάρντ τόνισε πως οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων και τα επιτόκια της διατραπεζικής αγοράς OIS αποτελούν μερικούς από τους κύριους δείκτες που παρακολουθεί η κεντρική τράπεζα για να εκτιμήσει εάν οι συνθήκες χρηματοδότησης εξακολουθούν να είναι ευνοϊκές, καθώς αποτελούν “καλούς πρώτους δείκτες του τι συμβαίνει στα επόμενα στάδια της μετάδοσης νομισματικής πολιτικής, δεδομένου ότι οι τράπεζες χρησιμοποιούν αυτές τις αποδόσεις ως αναφορά για τον καθορισμό της τιμής των δανείων σε νοικοκυριά και επιχειρήσεις”.

Την Λαγκάρντ ακολούθησε μπαράζ δηλώσεων άλλων αξιωματούχων, με τον επικεφαλής οικονομολόγο της ΕΚΤ Φίλιπ Λέιν να διαμηνύει ότι εάν υπάρξουν σημαντικές αυξήσεις των αποδόσεων, όπως πέρυσι τον Μάρτιο, τότε η κεντρική τράπεζα θα μπορέσει με παρεμβάσεις της να σταθεροποιήσει την αγορά, αλλά πρόσθεσε ότι η ΕΚΤ δεν έχει στόχο να κρατήσει σταθερές συγκεκριμένες αποδόσεις. Ερωτηθείς αν μπορεί η αύξηση των αποδόσεων των ομολόγων να αποτελέσει πρόβλημα, στην περίπτωση που συνεχιστεί πριν ανακάμψει η οικονομία, ο Λέιν απάντησε: «Μπορεί να είναι προβληματική, αν η αισιοδοξία της αγοράς προηγηθεί της τρέχουσας κατάστασης της οικονομίας. Παρακολουθούμε προσεκτικά την αύξηση των αποδόσεων. Τα θέματα αυτά θα βρεθούν στο επίκεντρο, ιδιαίτερα όταν θα έχουμε τη νέα πρόβλεψη για τον πληθωρισμό.

Η  Ίζαμπελ Σνάμπελ, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ δήλωσε από την πλευρά της πως μία αύξηση των αποδόσεων που αντανακλά υψηλότερες πληθωριστικές προσδοκίες είναι καλοδεχούμενη ένδειξη ότι τα μέτρα της πολιτικής φέρνουν καρπούς. Ακόμη και σταδιακές αυξήσεις στις πραγματικές αποδόσεις μπορεί να μην αποτελούν αναγκαστικά πηγή ανησυχίας, εφόσον αντανακλούν μία βελτίωση των προοπτικών ανάπτυξης. Ωστόσο, μία αύξηση των πραγματικών μακροπρόθεσμων επιτοκίων στα πρώτα στάδια της ανάκαμψης, ακόμη και αν αντανακλούν βελτιωμένες προοπτικές ανάπτυξης, μπορεί να αποσύρουν πολύ πρόωρα και πολύ απότομα την καίριας σημασίας στήριξη της πολιτικής, δεδομένου ότι η κατάσταση της οικονομίας είναι ακόμη εύθραυστη. Η πολιτική θα πρέπει τότε να αυξήσει το επίπεδο της στήριξής της».

Την Παρασκευή το sell-off πάτησε φρένο, κάτι που οδηγεί στο συμπέρασμα πως ίσως η ΕΚΤ αποφάσισε να βάλει το χέρι (δειλά) στην τσέπη και να προχωρήσει και σε πράξεις εκτός από λόγια. Βέβαια οι αποδόσεις των ομολόγων διατηρήθηκαν στα υψηλά επίπεδα που είχαν προκαλέσει οι πιέσεις των προηγουμένων ημερών, με τους αναλυτές να επισημαίνουν πως η ΕΚΤ πρέπει να κάνει πολλά περισσότερα.

Αν και τα επίπεδα στα οποία έχουν βρεθεί οι αποδόσεις των ομολόγων της ευρωζώνης εν μέσω αυτού του sell-off δεν είναι υψηλά και σε πολλές περιπτώσεις εξακολουθούν να είναι χαμηλότερα από ότι πριν την πανδημία, η άνοδος των spreads αποτελεί σίγουρα ένα προειδοποιητικό σήμα για τις χρηματοδοτικές συνθήκες.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις, η ΕΚΤ αναμένεται να «ανεβάσει» τους ρυθμούς αγορών υπό το PEPP, ενώ δεν αποκλείεται η πλήρη χρήση του «φάκελου» του 1,85 τρις ευρώ. Σχολιάζοντας τις δηλώσεις Λαγκάρντ, η Goldman Sachs τόνισε πως αυτό αποτελεί ένα πρώτο σημάδι ότι το Διοικητικό Συμβούλιο είναι ανήσυχο με την πρόσφατη αύξηση των επιτοκίων. Τα πιο πρόσφατα δεδομένα αγορών της ΕΚΤ δείχνουν ότι οι αγορές υπό το PEPP την προηγούμενη εβδομάδα παρέμειναν γενικά αμετάβλητες σε εβδομαδιαίο επίπεδο, υποδηλώνοντας ότι οι υποκείμενες καθαρές αγορές PEPP πιθανότατα δεν αυξήθηκαν σημαντικά. Έτσι, η αμερικάνικη τράπεζα αναμένει ότι η ΕΚΤ θα εντείνει τις αγορές assets τις επόμενες εβδομάδες για να προλάβει την περαιτέρω σύσφιξη των συνθηκών χρηματοδότησης και εκτιμά πως οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ θα χρησιμοποιήσουν τον πλήρη φάκελο PEPP έως τον Ιούνιο του 2022.

Facebook Comments