«Δεν μπορώ να αποδεχτώ μια καταδίκη για κάτι που δεν έκανα» είναι τα πρώτα λόγια του Νικολά Σαρκοζί  σε αποκλειστική συνέντευξη του στη Φιγκαρό, μόλις ένα 24ωρο μετά την καταδίκη του για «διαφθορά και αθέμιτη άσκηση επιρροής» από το ποινικό δικαστήριο, σε 3 χρόνια φυλάκιση (τα 2 χρόνια με αναστολή).

Ο πρώην πρόεδρος πιστεύει ότι είναι θύμα της «μεροληψίας των δικαστών», δηλώνει μαχητικότητα εν όψει της έφεσης και αποφασιστικότητα να προχωρήσει μέχρι το τέλος των προσφυγών του. «Ίσως αυτός ο αγώνας να πρέπει να τερματιστεί ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Θα ήταν επώδυνο για μένα να καταδικάσω τη χώρα μου, αλλά είμαι έτοιμος γιατί αυτό θα ήταν το τίμημα της δημοκρατίας» καταλήγει, φερόμενος ως υπέρμαχος της δημοκρατίας και σφραγίζοντας τη διαμάχη του με τους δικαστές.

Παράλληλα, εν όψει των προεδρικών εκλογών το 2022, κόβει κάθε ελπίδα επιστροφής του στην πολιτική, σε όσους τον έβλεπαν ως την «έσχατη λύση» για να βγει η δεξιά από τη σημερινή χαοτική κατάσταση στην οποία βρίσκεται : «Είπα ότι δεν θα είμαι υποψήφιος για την προεδρία και συνεχίζω να το υποστηρίζω» ξεκαθάρισε.

Μικρόνοοι δικαστές

Παρότι κατά  τη διάρκεια της δίκης, υπήρξαν επανειλημμένες αναφορές για «πολιτικό χαρακτήρα», στο ερώτημα του δημοσιογράφου εάν νιώθει  αντιμέτωπος με μια «πολιτική δικαιοσύνη», ο Νικόλα Σαρκοζί υπήρξε ιδιαίτερα προσεκτικός : «Δεν θέλω να περιορίσω αυτήν την υπόθεση σε έναν πολιτικό αγώνα που θα ήταν καταστροφικός για τη δημοκρατία μας». Πρόσθεσε όμως άμεσα : «αυτό που συνέβη χθές αποτελεί μια μεγάλη αδικία…. η απόφαση δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη την πραγματικότητα της ακροαματικής διαδικασίας».

Στο δε ερώτημα εάν έχει να κάνει με μια εκδίκηση των δικαστών που παλαιότερα είχε χαρακτηρίσει ως μικρόνοους, ο Νικόλα Σαρκοζί παρατήρησε ότι αυτή καθεαυτή η ερώτηση δείχνει το κλίμα έντασης που κυριαρχεί, χαρακτήρισε δε ως «ασυναρτησία το να θέτουμε την έννοια της εκδίκησης στη δικαιοσύνη».

Η επόμενη μάχη του Νικόλα Σαρκοζί στο Εφετείο, εντοπίζεται στο κατά πόσο μια καταδίκη σε φυλάκιση μπορεί να βασιστεί σε «ενδείξεις» όπως αναφέρεται στην απόφαση.

«Επιβεβαιώνω ότι σε ένα κράτος Δικαίου για μια καταδίκη απαιτούνται αποδείξεις …και όχι μόνο ενδείξεις. Και αποδείξεις δεν υπάρχουν στο φάκελο της υπόθεσης», δηλώνει ο πρώην πρόεδρος.

Εντελώς διαφορετική είναι η άποψη των δικαστών οι οποίοι θεωρούν ότι βάσει 17 τηλεφωνικών συνομιλιών με την κρυφή σύνδεση στο όνομα «Μπισμούθ» προκύπτει και επιβεβαιώνεται «το σύμφωνο διαφθοράς» ανάμεσα στους κατηγορούμενους.

Σύμφωνα δε με τη γαλλική νομοθεσία από τη στιγμή που επιβεβαιώνεται ότι υπήρξε δόλος, αθέμιτη επιρροή ή διαφθορά,   δεν παίζει ρόλο το εάν οι κατηγορούμενοι προχώρησαν ή όχι στην υλοποίησή του.

Το στοιχείο αυτό εξουδετερώνει τη θέση της υπεράσπισης ότι τελικά δεν υπήρξε παρέμβαση του Σαρκοζί στο Μονακό για εξυπηρέτηση του συγκατηγορουμένου του δικαστή Ζιλμπέρ Αζιμπέρ. Πολλοί σχολιαστές πάντως συνεχίζουν να υπογραμμίζουν ότι σύμφωνα με τα ιωθώτα σε περίπτωση αμφιβολιών ωφελείται ο κατηγορούμενος.

«Μπρα ντε φερ» με την Οικονομική Εισαγγελία

Τις τηλεφωνικές παρακολουθήσεις και τα στοιχεία της έρευνας για την υπόθεση «Μπισμούθ» που κατατέθηκαν στο ποινικό δικαστήριο διεξήγαγε η Εθνική Οικονομική Εισαγγελία γνωστή ως PNF.  Το θεσμό αυτό δημιούργησε ο Φρανσουά Ολάντ το 2013 μετά την υπόθεση του υπουργού Οικονομικών Ζερόμ Καουζάκ (κρυφοί λογαριασμοί στην Ελβετία). Ο PNF έχει ήδη ασχοληθεί με πάνω από 600 υποθέσεις κυρίως σε θέματα φοροδιαφυγής με συνέπεια να έχει αποκτήσει πολλούς δυσαρεστημένους, που δεν θα αντιδρούσαν σε πιθανή διάλυσή του.

Παράλληλα ο PNF, δεν κατάφερε να ξεφύγει από κάποιες εσωτερικές ίντριγκες και κάποια παραπατήματα, όπως το γεγονός ότι κράτησε μυστική για έξι χρόνια μία επιπλέον έρευνα εντός της αρχικής έρευνας «Μπισμούθ» μπερδεύοντας την έρευνα για την υπόθεση «Μπετανκούρ» με εξέταση, αμφιβόλου νομιμότητας,  των τηλεφωνικών λογαριασμών 10 δικηγόρων. Ανάμεσα σε αυτούς τους δικηγόρους είναι και ο νυν υπουργός δικαιοσύνης και πρώην δικηγόρος Ερίκ Ντυπόν-Μορετί.

Για τον Σαρκοζί, το «μπρα ντε φερ» με το PNF μόλις ξεκίνησε αφού εκκρεμούν εις βάρος του κοντά 6 υποθέσεις, με σημαντικότερες την υπόθεση «Bygmalion » για την υπέρβαση των εξόδων της εκλογικής του εκστρατείας το 2012, (η δίκη ξεκινάει στις 17 Μαρτίου),  την «υπόθεση Καντάφι» για τον χρηματισμό της εκστρατείας του το 2007 από τη Λιβύη και ακόμα, την πολύ σημαντική υπόθεση « Karachi » για την εκστρατεία του Εντουάρ Μπαλαντύρ (1995) όταν ο Σαρκοζί ήταν υπουργός προϋπολογισμού.

Facebook Comments