Η παράταση των περιοριστικών μέτρων και των μέτρων στήριξης της οικονομίας, και η αύξηση των ελλειμμάτων ως αποτέλεσμα αυτών, οδηγούν με… μαθηματική ακρίβεια σε  περισσότερος δανεισμό των χωρών της ευρωζώνης από τις αγορές, από ότι είχε αρχικά προγραμματιστεί, εκτοξεύοντας τις εκδόσεις χρέους σε επίπεδα ρεκόρ.

Οι Γερμανία, Ιταλία, Ισπανία και Γαλλία είναι μεταξύ των χωρών που έχουν ήδη ανακοινώσει ή πρόκειται να ανακοινώσουν αύξηση των προγραμμάτων δανεισμού τους για φέτος, ενώ και άλλες χώρες θα ακολουθήσουν. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι οι αποδόσεις των ομολόγων της ευρωζώνης δεν έχουν ανακάμψει από την πρόσφατη εκτόξευσή τους, παρά τις προσπάθειες της ΕΚΤ να πείσει αγορές και επενδυτές ότι θα «χαλιναγωγήσει» το sell-off, κάτι που έχει ήδη οδηγήσει σε αύξηση του κόστους δανεισμού των χωρών και των επιχειρήσεων, αποτελεί έναν νέο πονοκέφαλο για τις κυβερνήσεις.

Σύμφωνα με εκτιμήσεις διεθνών οίκων, όπως η Société Générale και η Citigroup, η εκδοτική δραστηριότητα φέτος στις χώρες του ευρώ αναμένεται τελικά να ξεπεράσει αυτήν του 2020. Από το σύνολο του 1,25 τρις ευρώ που αντλήθηκαν το 2020 από τις κυβερνήσεις της ευρωζώνης το περασμένο έτος, φέτος το τοποθετούν στο ρεκόρ του 1,28-1,35 τρις ευρώ,  γεγονός που σημαίνει ότι η ΕΚΤ σίγουρα θα εξαντλήσει τον φάκελο του προγράμματος PEPP των 1,85 τρις ευρώ (με 1 τρις ευρώ να απομένει ακόμα διαθέσιμο).

Όπως σημειώνει η Société Générale, υπάρχουν ήδη ενδείξεις πως οι μεγάλες οικονομίες της ευρωζώνης προχωρούν σε αυξήσεις των στόχων του δανεισμού τους για φέτος, λόγω της παράτασης των lockdowns που επιβάλλουν οι ακόμη γκρίζες οικονομικές προοπτικές, προσθέτοντας στο ήδη υψηλό βουνό χρέους που έχει δημιουργήσει η πανδημία. Όπως εκτιμά η γερμανική κυβέρνηση φέτος αναμένεται να αντλήσει 300 δισ. ευρώ από τις αγορές συνολικά, έναντι τα 226 δισ. ευρώ πέρσι, η Ιταλία 369 δισ. ευρώ έναντι 354 δισ. ευρώ πέρσι και στο 25% του ΑΕΠ της, η Ισπανία 184 δισ. ευρώ φέτος από 174 δισ. ευρώ πέρσι, ενώ η Γαλλία θα αυξήσει κατά τουλάχιστον 10 δισ. ευρώ περαιτέρω τον δανεισμό της φέτος, και στα 270 δισ. ευρώ.

Όπως προειδοποίησε ο διοικητής της Bundesbank, Γενς Βάιντμαν, η αύξηση των αποδόσεων στα ομόλογα της ευρωζώνης, όπως τα γερμανικά, αν και μπορεί να αντικατοπτρίζει τις καλύτερες οικονομικές των ΗΠΑ ωστόσο κινδυνεύει να οδηγήσει σε υψηλότερα κόστη χρηματοδότησης για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις στην ευρωζώνη.

Η Κριστίν Λαγκάρντ από την πλευρά της προσπάθησε να στείλει την περασμένη εβδομάδα ένα ισχυρό μήνυμα προς τις αγορές, «προκαλώντας» τους επενδυτές να δοκιμάσουν τις αντοχές της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, κάτι που οδήγησε σε μερική αποκλιμάκωση των αποδόσεων των ομολόγων της ευρωζώνη, αλλά όχι αρκετή για να καλύψει τις ζημιές του τελευταίου διαστήματος.

Η επικεφαλής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας αψήφησε και ουσιαστικά προκάλεσε τους επενδυτές που το τελευταίο διάστημα πιέζουν τα ομόλογα της περιοχής και ανεβάζουν το κόστος δανεισμού των χωρών για να δοκιμάσουν την αποφασιστικότητα της ΕΚΤ, επισημαίνοντας ότι η κεντρική τράπεζα έχει ισχυρά «όπλα» για να «απαντήσει». «Μπορούν να μας δοκιμάσουν όσο θέλουν», δήλωσε η Λαγκάρντ σε τηλεοπτική συνέντευξη στο Bloomberg. «Έχουμε έκτακτα εργαλεία στη διάθεσή μας αυτήν τη στιγμή και θα τα χρησιμοποιήσουμε όπως απαιτείται», τόνισε χαρακτηριστικά.

Όπως σημειώνουν οι αναλυτές όμως, οι ρυθμοί αγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ δεν αρκούν για να ασκήσουν πτωτική πίεσης στις αποδόσεις των ομολόγων της ευρωζώνης. Την προηγούμενη εβδομάδα οι αγορές υπό το PEPP διαμορφώθηκαν στα 19 δισ. ευρώ, έναντι 21 δισ. ευρώ μία εβδομάδα νωρίτερα, τη στιγμή που ο μέσο όρος των εβδομαδιαίων αγορών της ΕΚΤ πριν προχωρήσει στην αύξηση του ρυθμού τους, κινούνταν στα 14 δισ. ευρώ. Όπως εκτιμούν,  θα πρέπει να διατηρήσει ή και να ενισχύσει αυτήν της τη δέσμευση πέραν του β’ τριμήνου, κάτι που θα οδηγήσει σε… μηδενισμό του φακέλου του PEPP αρκετά νωρίτερα από τον Μάρτιο του 2022.

Συγκεκριμένα, όπως διαπιστώνει η Barclays, οι συνθήκες χρηματοδότησης στην ευρωζώνης παραμένουν σε γενικές γραμμές ευνοϊκές, ωστόσο, από την αρχή του έτους έχουν επιδεινωθεί σε σχέση με τα επίπεδα του Δεκεμβρίου του 2020 (πχ. οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων, τα επιτόκια της διατραπεζικής αγοράς OIS και η καταναλωτική πίστη). Αυτό, επισημαίνει, δείχνει ότι αρχίζουν και δημιουργούνται κίνδυνοι για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό. Εκτιμά ότι ένα αρνητικό σοκ παρόμοιου μεγέθους με αυτό του Μαρτίου 2020 θα μπορούσε να επηρεάσει την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό σε ορίζοντα 12μηνου έως και κατά 2,4% και 0,5% αντίστοιχα, προκαλώντας «πονοκέφαλο» στην Λαγκάρντ. Για να αποτραπούν αυτοί οι κίνδυνοι η βρετανική τράπεζα εκτιμά ότι η ΕΚΤ θα διατηρήσει τον αυξημένο ρυθμό αγορών περιουσιακών στοιχείων υπό το πρόγραμμα PEPP, που ανακοινώθηκε πρόσφατα, πέραν του δευτέρου τριμήνου του έτους. Αυτό θα εξαντλήσει πλήρως το φάκελο του PEPP πριν από τον Μάρτιο του 2022 και, κατά την άποψη της Barclays, θα οδηγήσει σε βέβαιη επέκταση των προγραμμάτων QE της ΕΚΤ (του «κλασσικού» QE και του PEPP) το αργότερο στη συνεδρίαση της πολιτικής της ΕΚΤ του Δεκεμβρίου 2021.

Η επικεφαλής της ΕΚΤ διαβεβαίωσε πάντως ότι η κεντρική τράπεζα στοχεύει να προσαρμόζει το πρόγραμμα PEPP όπως κρίνεται αναγκαίο, ανάλογα με τις χρηματοδοτικές συνθήκες, ενώ θα το αξιολογεί σε τακτά χρονικά διαστήματα. «Δεδομένης της έκτακτης κατάστασης που αντιμετωπίζουμε, χρησιμοποιούμε τη μέγιστη ευελιξία» με το πρόγραμμα ύψους 1,85 τρισεκατομμυρίων ευρώ, δήλωσε, προσθέτοντας ότι «μπορεί να το χρησιμοποιήσουμε όλο ή και όχι, ή ενδέχεται να το επεκτείνουμε, ανάλογα με τις συνθήκες». Προς καθησυχασμό των αγορών η Λαγκάρντ υπογράμμισε πάντως πως δεν θα μειώσει ξαφνικά την στήριξή της υπό το PEPP αλλά θα προειδοποιήσει τους επενδυτές «εγκαίρως» προτού προχωρήσει σε μία τέτοια κίνηση.

Σε ότι αφορά τα του… οίκου μας, ο ΟΔΔΗΧ προς το παρόν εμμένει στον αρχικό του στόχο για άντληση 12 δισ. ευρώ το 2021, δεδομένου ότι τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα κάνουν τα πράγματα πιο διαχειρίσιμα για την Ελλάδα, αν και δεν αποκλείεται αργότερα μέσα στο έτος να δανειστεί περισσότερα εάν το «επιβάλλει» η πορεία της οικονομίας και της πανδημίας. Επίσης, ακόμα δεν φαίνεται να ανησυχεί για την άνοδο των ελληνικών αποδόσεων. Άλλωστε παρά τις πιέσεις που έχει δεχτεί το 10ετές, πριν την πανδημία κινούνταν με απόδοση 1,18%. Παράλληλα, στόχος όλων των εξόδων στις αγορές είναι να γίνονται κάτω του μέσου μακροπρόθεσμου κόστους δανεισμού (με βάση την ανάλυση βιωσιμότητας του ESM) το οποίο διαμορφώνεται κοντά στο 3,3%. Παράλληλα υπάρχει ήδη από το 2018 ένα χαρτοφυλάκιο συμφωνιών ανταλλαγής επιτοκίων ύψους 53 δισ. ευρώ, που σημαίνει πως εάν οι αποδόσεις στα ελληνικά ομόλογα αυξηθούν και κατά 1%, για παράδειγμα, αυτό θα σημαίνει κέρδος για την Ελλάδα. Επίσης η Ελλάδα έχει πολύ χαμηλές ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες – στο 10% του ΑΕΠ, ενώ των περισσότερων χωρών στην ευρωζώνη είναι περίπου 20%.

Facebook Comments