Αν οι δημοσκοπήσεις είναι η «φωτογραφία» της στιγμής, τότε η κυβέρνηση έχει ένα μάλλον ωραίο άλμπουμ από την μέχρι σήμερα θητεία της. Παρά του ότι κλήθηκε να διαχειριστεί τρία κύματα κορωνοϊού SARS-COV2, μία πανδημία που βρήκε τη χώρα μας στην ευαίσθητη φάση της εξόδου της από τα μνημόνια, η πλειοψηφία της κοινής γνώμης εξακολουθεί να τη στηρίζει.

Φαίνεται ότι τα γρήγορα αντανακλαστικά του περασμένου Μαρτίου δεν αποσόβησαν μόνο την επέλαση του ιού, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να μη ζήσει δραματικές στιγμές όπως η Ιταλία, το Βέλγιο ή οι ΗΠΑ, αλλά μείωσαν και τις κοινωνικές επιπτώσεις. Έναν χρόνο μετά, η τότε αψεγάδιαστη εικόνα μπορεί να έχει θολώσει κάπως, ιδιαίτερα μετά τη σφοδρότητα με την οποία επανήλθε ο ιός στο δεύτερο και τρίτο κύμα, αλλά και πάλι τα ποσοστά των πολιτών που κρίνουν θετικά τους χειρισμούς της κυβέρνησης στην υγειονομική κρίση είναι σχετικά υψηλά. Γεγονός που αποκτά ιδιαίτερη σημασία αν συνυπολογιστεί ότι την ίδια περίοδο ο κρατικός μηχανισμός ήρθε αντιμέτωπος με μία σημαντική σειρά φυσικών καταστροφών, πλημμυρικών φαινομένων και σεισμών, (Εύβοια, Καρδίτσα, Σάμος κα) και σοβαρή ύφεση στην οικονομία.

Το σημαντικό για το Μέγαρο Μαξίμου δεν είναι μόνο ότι το κόμμα της ΝΔ εξακολουθεί να συγκεντρώνει υψηλά ποσοστά στην πρόθεση ψήφου, κοντά στο όριο της αυτοδυναμίας με τον νέο εκλογικό νόμο (σ.σ. περίπου στο 38%), με τον οποίο θα γίνει η τελική αναμέτρηση μετά την παρένθεση της απλής αναλογικής. Εξίσου σημαντικά είναι δύο ακόμη στοιχεία: η απόλυτη επικράτηση του Κυριάκου Μητσοτάκη έναντι του Αλέξη Τσίπρα στο ερώτημα ποιος είναι καταλληλότερος για πρωθυπουργός και οι διψήφιες διαφορές που καταγράφουν όλες σχεδόν οι έρευνες της κοινής γνώμης. Με τον ΣΥΡΙΖΑ κολλημένο στη ζώνη του 20%, στο Μέγαρο Μαξίμου νιώθουν πως οι πολίτες τους δίνουν χρόνο και την ευκαιρία διορθωτικών κινήσεων όπου χρειαστεί. Μοναδικό «ψεγάδι», ή καμπανάκι, στη δημοσκοπική εικόνα του κυβερνώντος κόμματος είναι η περιορισμένη αποδοχή του στους νέους. Η πάγια τάση αμφισβήτησης της νέας γενιάς έχει ενισχυθεί τα τελευταία χρόνια λόγω της οικονομικής ύφεσης και πρόσφατα εξαιτίας της πανδημίας, που κρατά μαθητές, φοιτητές και νέους εργαζόμενους στα σπίτια τους. 

Όπως είναι προφανές ό,τι είναι θετικό για την κυβέρνηση, είναι αρνητικό για την αξιωματική αντιπολίτευση. Και αν η διαφορά είναι σχετική ή η κυριαρχία του πρωθυπουργού αναμενόμενη (στη συγκεκριμένη πολιτική περίοδο), η καθήλωση της Κουμουνδούρου σε ποσοστά λίγο πάνω από την κόκκινη γραμμή του 20% είναι αυτή που προβληματίζει. Ειδικά μετά τις τελευταίες έρευνες, που έδειξαν την κυβέρνηση να καταγράφει μια φυσιολογική φθορά από την παράταση του lockdown, αλλά τον ΣΥΡΙΖΑ να αδυνατεί να φθάσει στο ταμείο. Οι κύριες εξηγήσεις είναι η ταύτιση του κόμματος με θέματα μειοψηφικά στην ελληνική κοινωνία, όπως η περίπτωση του Δημήτρη Κουφοντίνα. Η στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ στα αιτήματα του καταδικασμένου τρομοκράτη δεν έφεραν απλά την αξιωματική αντιπολίτευση απέναντι στην πλειοψηφία της κοινής γνώμης, αλλά έβαλαν το κόμμα και στη θέση του υπεύθυνου για τη διασπορά του κορωνοϊού, έστω και για μία συγκεκριμένη μερίδα της κοινωνίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν διαδήλωσε για τα κλειστά σχολεία, τα κλειστά πανεπιστήμια, τα κλειστά μαγαζιά, αλλά στελέχη του συμμετείχαν, αν δεν διοργάνωσαν, σε εκατοντάδες… δράσεις σε όλη τη χώρα για τον Κουφοντίνα. 

Αιτία προβληματισμού και εσωστρέφειας αποτελούν οι δημοσκοπήσεις και για το Κίνημα Αλλαγής. Με την κυβέρνηση να χειρίζεται πανδημία και ύφεση, με τον ΣΥΡΙΖΑ κολλημένο με τον Κουφοντίνα, η Χαριλάου Τρικούπη αδυνατεί να δει αέρα στα πανιά της. Με το σκεπτικό αυτό ο Ανδρέας Λοβέρδος έκανε πρώτος το βήμα, θέτοντας εαυτόν στην διάθεση των οπαδών του Κινήματος, στις εσωκομματικές εκλογές του Φθινοπώρου. Για την ώρα στο περιβάλλον της Φώφης Γεννηματά αποδίδουν τις χαμηλές δημοσκοπικές επιδόσεις στην επικοινωνιακή κυριαρχία κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης. «Είμαστε σε ελάχιστες εκπομπές», επισημαίνουν συνεργάτες της προέδρου του Κινήματος Αλλαγής, δείχνοντας δυσφορία και για τις επιλογές και τη στάση των ΜΜΕ. Αλλά, όσοι είναι απέναντί του; μιλούν για πρόβλημα «και στη γραμμή και στο πρόσωπο του αρχηγού»!

Στα υπόλοιπα κόμματα, με την εξαίρεση του ΚΚΕ, το οποίο δεν δείχνει φανερό ενδιαφέρον για τον κόσμο των δημοσκοπήσεων, οι έρευνες της κοινής γνώμης αγχώνουν κυρίως τον Γιάνη Βαρουφάκη, καθώς το κόμμα του είναι σταθερά στη ζώνη του3%. Λίγο πιο ψηλά, αγγίζοντας και ξεπερνώντας σε κάποιες περιπτώσεις το 4% είναι το κόμμα του Κυριάκου Βελόπουλου, χωρίς βέβαια να μπορεί και αυτός να ισχυριστεί πως αισθάνεται ασφαλής σε ό,τι αφορά στην μελλοντική κοινοβουλευτική ύπαρξη του κόμματός του. Έχει, όμως, την πολυτέλεια να παρακολουθεί από τα κοινοβουλευτικά έδρανα νέες πρωτοβουλίες στα δεξιά έως άκρα δεξιά του πολιτικού φάσματος. 

Facebook Comments