Εντυπωσιακό και ίσως φαινομενικά παράδοξο για ένα πρόγραμμα μόνο 4 πλοίων και μάλιστα με τόσες παραμέτρους, όπως ο εκσυγχρονισμός των φρεγατών ΜΕΚΟ αλλά και την περιβόητη “ενδιάμεση λύση”.

Το παράδοξο εξηγείται, καθώς με 35 έτη μέσο όρο ηλικίας των 13 (με επιθυμητή οροφή 14) κύριων μονάδων επιφανείας του στόλου, ο νικητής σχεδόν σίγουρα θα λάβει επιπλέον παραγγελίες.

Εδώ λοιπόν, κρύβεται η πρώτη παγίδα.

Η διαπραγμάτευση για 4 πλοία αναιρεί τα πλεονεκτήματα μιας διαπραγμάτευσης για 10 πλοία αναλώνοντας τα σε “ενδιαφέρον” αντί ουσιαστικών ανταλλαγμάτων.

Μία συνολική διαπραγμάτευση για 10+4 πλοία σε βάθος εικοσαετίας, θα μείωνε το κόστος ανά φρεγάτα, θα έδινε προοπτικές για μεγαλύτερα αντισταθμιστικά οφέλη και ομοιοτυπία, με ότι αυτό συνεπάγεται σε μείωση του λειτουργικού του κόστους και αύξηση της επιχειρησιακής ευελιξίας του Π.Ν..

Επίσης θα διευκόλυνε την ιδιωτικοποίηση των ναυπηγείων που σκοντάφτει στο μικρό συγκριτικά χρέος των 400εκ των ναυπηγείων Ελευσίνας, θα είχε μεγαλύτερη δυνατότητα διαμόρφωσης του πλοίου στις πραγματικές ανάγκες του Π.Ν., και όσο για το κόστος του, αυτό θα επιμεριζόταν σε βάθος 15ετίας και θα εμπεριείχε επιστροφή μέρους του μέσω μεγάλης εγχώριας προστιθέμενης αξίας.

Η δεύτερη παγίδα βρίσκεται στην ενδιάμεση λύση.

Πέραν της επιβάρυνσης της ήδη δύσκολης εξίσωσης με επιπλέον παράγοντες, κάποιες  προτάσεις εμπεριέχουν την “ταχεία” ναυπήγηση δυο κορβετών.

Αυτό αποτελεί υπονόμευση της εγχώριας ναυπηγικής αμυντικής βιομηχανίας της χώρας μας όπως περίπου η προμήθεια των τεθωρακισμένων μάχης(ΤΟΜΑ) BMP-1 αποτέλεσε την ταφόπλακα του εθνικού ΤΟΜΑ “Κένταυρος”.

Το Π.Ν. έχει εκπεφρασμένη απαίτηση για 6-8 κορβέτες για την κάλυψη του κενού μεταξύ των πυραυλακάτων και των φρεγατών. Η κατασκευή των κορβετών αποτελεί πλέον τη μοναδική σανίδα σωτηρίας του Εθνικού πλοίου και κατ’ επέκταση της Ελληνικής ναυπηγικής αμυντικής βιομηχανίας της χώρας μας.

Αποκτήσαμε πυραυλάκατους Βρετανικής σχεδίασης με μεγάλο κόστος, και η χρόνια κατάσταση των ναυπηγείων δεν έχει επιτρέψει την προώθηση και υλοποίηση μίας αμιγώς Ελληνικής σχεδίασης όπως της ALS NSD, η οποία προτείνει κορβέτες και φρεγάτες σχεδιασμένες για να καλύπτουν πλήρως τις επιχειρησιακές ανάγκες του Π.Ν.

Η συστηματική υπονόμευση των εγχώριων προοπτικών έχει γίνει αντιληπτή αλλά και αντικείμενο εμπαιγμού από την απέναντι πλευρά όπως στη δήλωση που παραθέτω από ομιλία του Τούρκου αντιναυάρχου Cem Gürdeniz στα τουρκικά ΜΜΕ για τη ναυτική ισορροπία στο Αιγαίο και την Ελλάδα:

“Μπορούν βέβαια να παίρνουν ότι πλοία θέλουν, απλά θα γεμίζουν το “τσουβάλι” του Αμερικανού, του Γάλλου ή του Γερμανού. Το ελληνικό Ναυτικό δεν μπορεί να συγκριθεί με το τουρκικό και το πρόγραμμα ναυπηγήσεων που έχουμε. Επιτρέψτε μου να το πω ξεκάθαρα μία φορά. Το ελληνικό Ναυτικό δεν είναι εθνικό. Η ανεξαρτησία και τα εθνικά συμφέροντα δεν μπορούν να προστατευθούν με πλοία και όπλα που αγοράζονται από το εξωτερικό.”

Μας δείχνουν κυριολεκτικά το δρόμο αλλά εμείς, ως συνήθως, επειγόμαστε, που μας φέρνει στην τρίτη παγίδα.

Αυτή, είναι κοινός παρονομαστής των προηγούμενων, αλλά και μάστιγα όλων των εξοπλισμών των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας. Είναι η παγίδα του “επείγοντος”, που ωθεί σε σπασμωδικές επιλογές, χωρίς προγραμματισμό, χωρίς συντονισμό με αποτέλεσμα να μη μεγιστοποιείται η επένδυση του χρήματος του Έλληνα φορολογούμενου.

Είναι προφανές ότι το Π.Ν. χρειάζεται πρωτίστως χρόνο. Η κυβέρνηση φαίνεται να είναι η πρώτη που λαμβάνει στα σοβαρά την Άμυνα, και έχει εκφράσει την πρόθεσή της να αναβιώσει την αμυντική βιομηχανία και να εξυγιάνει τα ναυπηγεία αλλά η πίεση του χρόνου φαίνεται να την ωθεί σε αναχρονιστικές πρακτικές.

Μία ενδιάμεση λύση, αποσυνδεδεμένη από την όποια επιλογή νέου πλοίου, που θα πρόσφερε ακριβώς αυτό, χρόνο, αντικαθιστώντας τις 4 μη εκσυγχρονισμένες φρεγάτες κλάσης S, οικονομικά, με ικανή ισχύ ώστε να διατηρήσει ή ιδανικότερα αυξήσει το Π.Ν. την αποτρεπτική του ικανότητα, διαθέσιμη άμεσα και σε ικανούς αριθμούς και με δυνατότητα άμεσης και εύκολης λόγω κοινών συστημάτων ένταξης στο στόλο, δεν υπάρχει. Τουλάχιστον όχι μία που να ικανοποιεί όλες τις απαιτήσεις. Υπάρχει όμως μία, η οποία καλύπτει τις περισσότερες και αποτελεί και την πρόταση.

Η πρόταση λοιπόν,  είναι μια ενδιάμεση λύση χωρίς άμεση αγορά πλοίου με στόχο τον παράγοντα χρόνο.

Με αδιαμφισβήτητη έκπτωση στην απαίτηση χαμηλού κόστος κύκλου ζωής, τα καταδρομικά Ticonteroga αποτελούν κατά τα άλλα μία καλή λύση αφού πληρούν και υπερκαλύπτουν όλες τις άλλες προϋποθέσεις. Με προσεκτικό συνολικά προγραμματισμό δύνανται να βγάλουν το Π.Ν. από το αδιέξοδο δίνοντάς του το χρόνο να οργανώσει τη νέα του δομή συντεταγμένα αποφεύγοντας και τις τρείς παγίδες.

Η παραχώρησή τους έχει ήδη τεθεί ως θέμα από τον υπουργό Αμύνης Ν. Παναγιωτόπουλο, και ως αντάλλαγμα για τη χρήση του Ναυστάθμου της Σούδας όπως και στο ευρύτερο πλαίσιο συνεργασίας και καλών σχέσεων που απολαμβάνουμε είναι αρκετά πιθανή.

Η πρωτόγνωρη ισχύς τους και οι δυσανάλογα μεγάλες δυνατότητες από πλευράς συνολικής σχέσης κόστους/απόδοσης που διαθέτουν δύνανται να αποκαταστήσουν την ισορροπία δυνάμεων και να περιορίσουν τις Τουρκικές προκλήσεις.  

Σε πρόσφατη συνέντευξή του, ο ναύαρχος Χρηστίδης έδωσε ένα ενδεικτικό νούμερο του ετήσιου κόστους χρήσης ενός τέτοιου πλοίου γύρω στα 30εκ δολάρια ή 2δις συνολικό κόστος 15ετούς υπηρεσίας 4 μονάδων στο Π.Ν..

Αν αυτά τα πλοία δεν παραχωρηθούν με πυραύλους από τα Αμερικανικά αποθέματα (κάτι που είναι πιθανό), θα απαιτηθεί περί το 1.5 δις επιπλέον για τα βλήματα τους και την ένταξή τους σε υπηρεσία τα οποία μπορούν να αξιοποιηθούν στα νέα πλοία μετατρέποντας το κόστος τους σε εμπροσθοβαρή επένδυση. Επιπροσθέτως, είναι αρκετά πιθανό να αποδεσμευτούν περισσότερα σκάφη για χρήση ως πηγή ανταλλακτικών όπως και νεότερα εκσυγχρονισμένα  πλοία τα οποία σταδιακά θα αποσύρονται από το USN επιτρέποντας διατήρηση της κλάσης σε υπηρεσία για περισσότερα χρόνια και με χαμηλότερο κόστος.  

Έχουν όμως ακόμα έναν άσσο στο μανίκι τους αφού δύνανται κατά τα πρότυπα του ναυτικού της Βρετανίας και της Δανίας, να δωρίσουν τα όπλα τους  στα νέα πλοία του Π.Ν.. Αποδεδειγμένα, αυτά μπορούν να εκσυγχρονιστούν με χαμηλό κόστος και να φτάσουν το επίπεδο καινούργιων. Συγκεκριμένα, κάθε Τiconderoga μπορεί να οπλίσει 2 νέα πλοία επιπέδου φρεγάτας και ο μεγάλος διαθέσιμος αριθμός τους αυξάνει την απόκτηση ικανού για αυτό το σκοπό αριθμού.

Αυτή η προοπτική, η οποία προϋποθέτει εξαρχής πρόβλεψη στις προδιαγραφές του νέου πλοίου, μπορεί να αποφέρει μείωση του κόστους του ακόμα και κατά 100εκ ανά σκάφος χώρια ασφαλώς την περαιτέρω αξιοποίηση της αρχικής επένδυσης στα βλήματα που και αυτά θα αξιοποιηθούν στα νέα πλοία. Η συνολική επένδυση σε αυτά μπορεί λοιπόν να επιστραφεί σε μεγάλο βαθμό. 

Η πρόταση αξιοποίησης μέρους των διαθέσιμων κονδυλίων σε μία πλατφόρμα 30ετίας εύκολα εκ πρώτης όψεως, μπορεί να θεωρηθεί επικίνδυνη για το νέο πρόγραμμα ή μη ορθολογική. Όμως το ιστορικό των ελληνικών εξοπλιστικών και η σημερινή κατάσταση της εγχώριας αμυντικής βιομηχανίας δείχνουν ότι ο ορθολογισμός χωλαίνει στον προγραμματισμό.  

Η μακροχρόνια, καλά σχεδιασμένη και ευρείας κλίμακας επένδυση  σε φρεγάτες μπορεί να λύσει προβλήματα πέραν αυτών του Π.Ν. και μέρος αυτής να επιστραφεί στην οικονομία αποτελώντας βατήρα ανάπτυξης.

Οι γεωπολιτικές προεκτάσεις αυτής της επένδυσης δεν πρέπει να αγνοήσουν τα εγχώρια στρατηγικά οφέλη όπως οι ιδιωτικοποιήσεις και η εξυγίανση των ναυπηγείων, η προώθηση ελληνικών σχεδιάσεων, η συμμετοχή ελληνικών εταιρειών στα υποσυστήματα, και οι εξαγωγικές προοπτικές που μπορούν να προκύψουν.    

Η χώρα έχει τη δυνατότητα να σχεδιάσει και να παράγει και η αδράνεια του παρελθόντος την έχει φέρει μπροστά σε μία πρωτοφανή ευκαιρία για αλλαγή πορείας προς ένα μέλλον όπου η Άμυνα αποτελεί επένδυση με πολλαπλά και πολύπλευρα οφέλη αντί επάρατο έξοδο. Το μόνο που χρειάζεται είναι χρόνος. Τα υπόλοιπα απαιτούμενα, για πρώτη φορά μετά από πολλές δεκαετίες, φαίνεται ότι υπάρχουν.

Facebook Comments