Γέμισε ο τόπος πάλι.

Πλάσματα παρατημένα από κάποιο χέρι. Ένα χέρι απ αυτά που σταυροκοπιούνται στις εκκλησίες τις Κυριακές. Ρουσφέτι, για να σωθούν μετά θάνατον. Γιατί όσο ζουν, μόνο από θάνατο γνωρίζουν.

Πλάσματα, μωρά, νεογέννητα, τα ξεριζώνουν απ τη μάνα τους και τα πετάνε όπου βρουν, σε κήπους, σε αυλές, στα σκουπίδια, στα πάρκα, όπου να ναι. Μωρά που δεν έφταιξαν σε τίποτα, παρά μόνο γιατί γεννήθηκαν.  Γιατί τόλμησαν να γεννηθούν σ ένα κόσμο που ανήκει σε άλλους. Σ αυτούς, που νομίζουν ότι όλες οι ζωές είναι ιδιοκτησία τους. Ζωές που είναι εύκολο να πάρουν, μα αδύνατον να δώσουν. 

Αυτοί θέλουν μόνο να φύγει το βάρος από πάνω τους. Αυτό το μικροσκοπικό, ασήκωτο βάρος, που τολμάει να μοιράζεται τη γη τους. Αν ζήσουν ή αν πεθάνουν παγωμένα, φοβισμένα, νηστικά, τρομαγμένα κι απροστάτευτα, αδιάφορο. Δεν είναι δικό τους πρόβλημα. Είναι κάποιου άλλου. Είναι δικό σου. 

Τώρα είναι πρόβλημα μόνο για σένα, το γραφικό φιλόζωο, το «βλαμμένο» ευαίσθητο, που τα μαζεύεις απ το δρόμο και τρέχεις πανικόβλητος μέσα στη νύχτα να προμηθευτείς τα απαραίτητα για να τους προσφέρεις έστω μια πιθανότητα να ζήσουν.  Να βρεις λίγο γάλα, να δανειστείς ένα μπιμπερό, μια κουβέρτα, να τα κρατήσεις ζεστά, να τα σκεπάσεις, να τους μιλήσεις γλυκά, να τα χαϊδέψεις. Να ξυπνάς μέσα στη νύχτα κάθε δυό ώρες για να βεβαιωθείς ότι αναπνέουν και να τρέξεις να τα πάρεις στις χούφτες σου, στην αγκαλιά σου, για να τα ταΐσεις με το παραμικρό κλάμα τους. Με το μπιμπερό. Όπως ακριβώς έκανες και με τα δικά σου παιδιά. Να τους τρίψεις τις κοιλίτσες, να τα ξεσκατίσεις, να τα πλύνεις. 

Να οδηγήσεις γεμάτος αγωνία μέχρι την κλινική, όταν ξαφνικά τα βλέπεις να αργοσβήνουν στα χέρια σου. Δεν έκανες κάτι λάθος. Όχι δεν έκανες. Το ξέρεις. Ακόμα και στο στήθος σου τα κοίμισες για ν ακούν την καρδιά σου, να νιώθουν το σφυγμό σου και να μην αισθάνονται μόνα. Σου φεύγουν όμως, το νιώθεις. Σου γλιστράνε μέσα απ τα χέρια κι αισθάνεσαι απόγνωση, αδυναμία, ενοχές και θυμό, πολύ θυμό, που δεν μπορείς να τα βάλεις για χάρη τους με το θάνατο. Που δεν μπορείς να τιμωρήσεις αυτόν που τα πέταξε, που δεν μπορείς να βάλεις αυτόν στη θέση τους. Και θέλεις τόσο πολύ να τους προσφέρεις τη ζωή που τους στέρησαν και που δικαιούνται να ζήσουν. Τόσο πολύ! 

Τα χαϊδεύεις και μετράς τις ανάσες τους. Τις μετράς μια μια μέχρι το τέλος, για να νιώθουν ότι δεν είναι μόνα. Να νιώθουν ότι κάποιος πρόλαβε και τ αγάπησε. Πολύ. Έστω γι αυτές τις ώρες, τις ημέρες που μοιραστήκατε τον ίδιο αέρα. 

Κ αν πάλι με χίλιες αγωνίες καταφέρεις τελικά να τα κρατήσεις στη ζωή, κι αυτά μπορέσουν ν ανθίσουν και να ομορφύνουν, άλλος αγώνας ξεκινάει για σένα τότε.

Παρακάλια. Παρακάλια να βρεθεί κάποιος εκεί έξω να τ αγαπήσει. Αυτά τα πλάσματα που εσύ τ ανάθρεψες, που τα έκανες κομμάτι της ζωής σου για μήνες, ή και χρόνια, παρακαλάς να βρεθεί κάποιος να τα νιώσει, να τα λατρέψει, τουλάχιστον όσο κι εσύ. Κάποιος που θα απαλύνει τον πόνο του αποχωρισμού, γιατί ξέρεις ότι θα περάσουν καλά κοντά του, ίσως και καλύτερα. Γιατί με τόσα «παιδιά» που έχεις μαζέψει, δε σου αρκούν οι ώρες της ημέρας για να δώσεις όλη την αγάπη και το χρόνο που δικαιούται το καθένα χωριστά. Πάντα το καινούργιο, το πιο αδύναμο, κλέβει το χρόνο των άλλων, των παλιών. Αν σταθεί όμως τυχερό και πάει στο καινούργιο του σπίτι, αδειάζει μια θέση στη ζωή σου κι ανοίγει πάλι λίγος χώρος στην καρδιά σου για να χωθεί το επόμενο. Πάντα χωράει το επόμενο που σπαρταράει στο δρόμο, που πεινάει και το διώχνουν, το επόμενο μωρό που βρίσκεται πεταμένο στα σκουπίδια, στο ποτάμι, σε μια σακούλα, σε μια αυλή και κλαίει. Κλαίει απεγνωσμένα με όση δύναμη έχει στη μωρουδίστικη ψυχή του για να τ ακούσεις και να το πάρεις στα χέρια σου, να το σώσεις.

Κι έτσι αρχίζεις ξανά απ την αρχή. Όσο αντέχεις. Όσο αισθάνεσαι. Για όσο ακόμα σε νοιάζει. Γιατί ξέρεις ότι για σένα, πραγματικά κάθε ζωή μετράει. Και κυρίως η δική τους, που είναι τόσο άδικα μικρή.

Αφιερωμένο σε 3 γατομωράκια που έφυγαν πριν καν ανοίξουν τα μάτια τους στον κόσμο…

 

Facebook Comments