Στον απόηχο της επίσκεψης Τσαβούσογλου στην Ελλάδα αναδύθηκαν ξανά ερωτήματα περί επαναπροσέγγισης και αλλαγής στάσης της τουρκικής πολιτικής απέναντι στην Ελλάδα. Είναι όμως έτσι ή η αλλαγή στάσης και οι κινήσεις καλής θελήσεως για αποκατάσταση των διμερών σχέσεων που δημιουργήθηκε κατά την επίσκεψη του Τούρκου υπουργού Εξωτερικών ρίχνει στάχτη στα μάτια του διεθνούς παράγοντα και αποτελεί προκάλυμμα των σκληρών πάγιων διεκδικήσεων και αιτιάσεων της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής;

Όπως αναμενόταν η συνάντηση Δένδια-Τσαβούσογλου δε συνοδεύτηκε από κινήσεις εντυπωσιασμού από τον δεύτερο σε μία προσπάθεια επανάκτησης του «χαμένου εδάφους» και γοήτρου από την αντίστοιχη επίσκεψη του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών στην Τουρκία. Η παραπάνω κίνηση αιτιολογείται αφού η Τουρκία το τελευταίο διάστημα με μία σειρά ατυχών προκλήσεων, επιλογών εξωτερικής πολιτικής και δηλώσεων κατάφερε να στρέψει εναντίον της το σύνολο της διεθνούς κοινότητας και πολύ περισσότερο των ΗΠΑ. Η πρόσφατη αρνητική έκθεση προόδου της ΕΕ για τις ενταξιακές προοπτικές της Τουρκίας, τα εξοπλιστικά προγράμματα της Τουρκίας, η επιλογή για αποχώρηση από τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, η συνεχής καταπίεση ανθρωπίνων δικαιωμάτων και καταπάτηση πολιτικών ελευθεριών αλλά και η αποστροφή της Τουρκίας απέναντι στο διεθνές δίκαιο, εγκλώβισαν την τουρκική εξωτερική πολιτική.

Σε επίπεδο ΕΕ το κλίμα έχει αλλάξει ενώ υπάρχει έντονος προβληματισμός για το κατά πόσο οι ευρωτουρκικές σχέσεις είναι δόκιμο να προχωρήσουν και υπό ποιους όρους. Αλλαγή στάσης παρατηρείται ακόμα και στις ευρωπαϊκές χώρες-«συμμάχους» της Τουρκίας οι οποίες προβληματίζονται και αναθεωρούν μία μία τη στάση τους για πρώτη φορά εξαιτίας της γενικότερης αποστροφής που υπάρχει με την καταπάτηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων της Ένωσης από πλευράς Τουρκίας αλλά και της επιθετικής ρητορικής που επιστράτευσε ο Ερντογάν εναντίον Ευρωπαίων ηγετών.

Η επιλογή της Τουρκίας να μη δυναμιτίσει το κλίμα έγκειται και στο γεγονός της επικείμενης συνάντησης Ερντογάν-Μπάιντεν στις 14 Ιουνίου, της συνάντησης του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη με τον Τούρκο πρόεδρο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στο περιθώριο της συνόδου του ΝΑΤΟ αλλά και της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ στις 22 Ιουνίου, συναντήσεις κατά τις οποίες η Τουρκία θα προσπαθήσει να βελτιώσει την αρνητική εικόνα των τελευταίων μηνών και να αποκαταστήσει στο βαθμό του εφικτού τις σχέσεις τις με τη Δύση και κυρίως με τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Ωστόσο, η «ιδιωτική επίσκεψη» του κ. Τσαβούσογλου στη Θράκη ανέδειξε ότι οι στόχοι της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής παραμένουν οι ίδιοι καθώς έκανε λόγο για τουρκική μειονότητα, συναντήθηκε με τους ψευδομουφτήδες Αχμέτ Μέτε της Ξάνθης και Ιμπραήμ Σερίφ της Κομοτηνής προσπαθώντας συνολικά να δηλώσει την παρουσία και τη στήριξη της Τουρκίας στον μουσουλμανικό πληθυσμό της Θράκης, εγχείρημα που μάλλον απέτυχε καθώς πολλοί παράγοντες της μειονότητας έδειξαν έντονη αποστροφή. Η απάντηση από την Αθήνα στις παραπάνω δηλώσεις ήταν άμεση θέτοντας το ζήτημα στη σωστή του κατεύθυνση: «η Συνθήκη της Λωζάνης αναφέρεται ξεκάθαρα σε Μουσουλμανική μειονότητα στην Θράκη».

Πέραν τούτου, η εμμονή της Τουρκίας για επίρριψη ευθυνών στην Ελλάδα για το μεταναστευτικό, οι προκλητικές δηλώσεις περί γκρίζων ζωνών, αναθεώρησης της Συνθήκης της Λωζάνης και αποστρατιωτικοποίησης των νησιών του Αιγαίου και ο αποσταθεροποιητικός ρόλος της Τουρκίας στην ευρύτερη περιοχή της Μέσης Ανατολής και ΝΑ Μεσογείου κάθε άλλο παρά την αλλαγή στάσης δεν προσδίδουν ενώ η καλή θέληση που επιδεικνύουν Ελλάδα και Τουρκία για βελτίωση και ομαλοποίηση των σχέσεων βασισμένη σε μέτρα χαμηλής πολιτικής δεν κρίνεται αρκετή για να υποστηρίξουμε ότι η Τουρκία οδεύει σε μία ομαλή πορεία αποκλιμάκωσης των εντάσεων.

Το γεγονός ότι διαπιστώθηκε η αμοιβαία βούληση και από τις δύο πλευρές για προώθηση μιας θετικής ατζέντας είναι από μόνο του ένα θετικό βήμα, εάν αυτό συγκριθεί με την προηγούμενη χρονιά η οποία υπήρξε η δυσκολότερη των τελευταίων ετών. Η ύπαρξη διαύλου επικοινωνίας μεταξύ των δύο γειτονικών κρατών είναι σημαντική και αποτελεί εξάλλου πάγια θέση της ελληνικής διπλωματίας με την προϋπόθεση να πραγματοποιείται στη βάση του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συνθηκών. Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι αυτό το θετικό κλίμα θα συνεχιστεί, εξάλλου η Τουρκία αποδεικνύει συνεχώς ότι αρέσκεται να εξωτερικεύει τις οποιεσδήποτε κρίσεις ξεσπούν στο εσωτερικό της. Μένει να δούμε εάν τα λόγια περί αποκλιμάκωσης, επαναπροσέγγισης και θετικής ατζέντας θα γίνουν πράξη ή τελικά θα αποτελέσουν και αυτά μία προσπάθεια συγκάλυψης των επιδιώξεων της Τουρκίας, μέχρι να εξομαλύνει τις σχέσεις τις με τη Δύση. Η ελληνική πλευρά όπως έχει αποδειχθεί είναι έτοιμη για κάθε ενδεχόμενο με μία σειρά διπλωματικών κινήσεων που προσδίδουν εμπιστοσύνη, κύρος και αναβάθμιση του ρόλου της χώρας μας σε μία δύσκολη περιοχή.

Facebook Comments