Σε σημαντική αναβάθμιση των εκτιμήσεων της για την πορεία της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας φέτος προχώρησε η HSBC, υπερδιπλασιάζοντάς μάλιστα την πρόβλεψη που είχε για την αύξηση του ΑΕΠ, την οποία τοποθετεί πλέον στο 4,5% από 2,2%  πριν.

Οι λόγοι είναι, όπως επισημαίνει, ότι οι προοπτικές ανάπτυξης στην Ελλάδα καθώς και στο σύνολο της ευρωζώνης έχουν βελτιωθεί σημαντικά τους τελευταίους τρεις μήνες καθώς τα κρούσματα έχουν μειωθεί και οι ρυθμοί των εμβολιασμών έχουν επιταχυνθεί, με το επιχειρηματικό και καταναλωτικό κλίμα να έχει βελτιωθεί, ενώ η εφαρμογή των σχεδίων ανάκαμψης στα πλαίσια του Ταμείου Ανάκαμψης της Ε.Ε, αναμένεται να δώσουν σημαντική ώθηση στο ΑΕΠ μέσω των επενδύσεων.

Ελαφρώς χαμηλότερα, αλλά σταθερά στα υψηλότερα επίπεδα στην ευρωζώνη καθώς και στην υπόλοιπη Ευρώπη, τοποθετεί την πρόβλεψή της για την ανάπτυξη της Ελλάδας το 2022, στο 5,5% από 6% πριν. Συγκριτικά, εκτιμά πως η ανάπτυξη στην ευρωζώνη φέτος θα κινηθεί στο 4,4% από 3,6% που προέβλεπε πριν, και το 2022 στο 4%.

Όπως επισημαίνει η HSBC, η ταχύτερη ανάπτυξη της οικονομικής δραστηριότητας το 2021 οδηγεί επίσης σε άνοδο των θέσεων εργασίας σε σχέση με ό,τι αναμενόταν προηγουμένως. Η βρετανική τράπεζα πλέον εκτιμά ότι το ποσοστό ανεργίας της ευρωζώνης θα ανέλθει στο 8,4% το πρώτο τρίμηνο του 2022, 0,3% χαμηλότερα από την πρόβλεψη προ τριών μηνών. Αυτό προϋποθέτει σταδιακή αύξηση στη συμμετοχή στην εργασία και στην αύξηση της παραγωγικότητας. Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η HSBC εκτιμά πως η ανεργία φέτος θα ανέλθει στο 16,7% από 17% που προέβλεπε πριν, και το 2022 στο 16,3% από 16,5% πριν.

Σύμφωνα με τις νέες ανοδικά αναθεωρημένες προβλέψεις ανάπτυξης για την περιοχή της ευρωζώνης, το επίπεδο του ΑΕΠ εκτιμάται πως θα επιστρέψει τώρα στα επίπεδα του 2019 στο α’ τρίμηνο του 2022 (έναντι του β’ τριμήνου του 2022 που εκτιμούσε πριν από τρεις μήνες). Το ποσό της χαμένης παραγωγής (ή η μόνιμη οικονομική πληγή) είναι μικρότερο. Μέχρι το τέλος της περιόδου πρόβλεψης (δ’ τρίμηνο του 2022) αναμένεται ότι το ΑΕΠ της ευρωζώνης θα είναι μόλις 0,4% χαμηλότερο από την τάση του προ πανδημίας (+1%), με την ταχύτητα της ανάκαμψης να ποικίλλει πολύ μεταξύ των οικονομιών.

Σε ό,τι αφορά την Ελλάδα, η HSBC εκτιμά πως το ΑΕΠ θα επιστρέψει στα επίπεδα της κανονικότητας προ πανδημίας στο β’ τρίμηνο του 2022. Το ποσό της χαμένης παραγωγής της ελληνικής οικονομίας εκτιμάται στο δ’ τρίμηνο του 2022 να είναι επίσης χαμηλότερο σε σχέση με πριν και τοποθετείται στο 2,8% από 4%. Η ανάπτυξη της Ελλάδας στο δ ’τρίμηνο του 2022 τοποθετείται στο 3,7% από 3% που προβλεπόταν πριν.

Σε ό,τι αφορά τα δημοσιονομικά μεγέθη, ο προϋπολογισμός εκτιμάται ότι θα παραμείνει ελλειμματικός την επόμενη διετία, και από έλλειμα 9,7% το 2020 φέτος θα αυξηθεί σε έλλειμα 10,5% και το 2022 θα μειωθεί σε έλλειμα 5,3%. Το ελληνικό χρέος θα αυξηθεί πάντως φέτος, όπως εκτιμά η HSBC και θα παραμένει άνω του 200% του ΑΕΠ έως το 2022. Πιο αναλυτικά, από 205,6% το 2020 θα βρεθεί στο 208,8% φέτος και στο 202,3% το 2022.

Σε ότι αφορά τη νομισματική πολιτική, η HSBC εκτιμά πως η ΕΚΤ θα την διατηρήσει πολύ  χαλαρή. Αναμένεται πως το tapering, δηλαδή η μείωση του ρυθμού αγορών του PEPP, θα ξεκινήσει τον Σεπτέμβριο, ενώ αργότερα φέτος θα επιβεβαιωθεί και το τέλος του PEPP τον Μάρτιο-2022. Η ΕΚΤ έτσι θα ανακοινώσει αύξηση των αγορών περιουσιακών στοιχείων στο πλαίσιο του “κανονικού” προγράμματος QE από τον Απρίλιο του επόμενου έτους, με πιθανό τον διπλασιασμό των αγορών στα 40 δισ. ευρώ μηνιαίως.

Ωστόσο, όπως επισημαίνει η HSBC, η νομισματική πολιτική από μόνη της δεν μπορεί να επιτρέψει στην Ευρώπη να αναδυθεί ισχυρότερη. Η Ευρώπη μπορεί να “ανοικοδομηθεί καλύτερα” μόνο εάν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής μπορούν να δημιουργήσουν ταχύτερη “προσφορά” ανάπτυξης.

Η εφαρμογή του Ταμείου Ανάκαμψης θα αποτελέσει βασικό παράγοντα ανάπτυξης για τις χώρες της ευρωζώνης, δεδομένου ότι μεγάλο μέρος του θα χρησιμοποιηθεί για δημόσιες επενδύσεις (ή για την παροχή κινήτρων σε ιδιωτικές επενδύσεις). Εάν οι χώρες καταφέρουν και υλοποιήσουν τα σχέδια ανάκαμψης, τα οποία περιλαμβάνουν σχέδια διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων – συμπεριλαμβανομένων των αγορών εργασίας, των φορολογικών συστημάτων και της δημόσιας διοίκησης, τότε η συνολική παραγωγικότητα – η αποτελεσματικότητα με την οποία συνδυάζονται κεφάλαιο και εργασία στην παραγωγή – θα μπορούσε επίσης να αυξηθεί μακροπρόθεσμα.

Κούρταλη Ελευθερία

Facebook Comments