Η 31η Μαρτίου του 2022 θεωρείται ευρέως η D-day για την Ευρωζώνη και είναι μία μέρα που έχει σίγουρα υπογραμμίσει η ΕΚΤ στο ημερολόγιό της. Αυτή είναι η μέρα, σύμφωνα με τα έως τώρα δεδομένα, που η κεντρική τράπεζα θα σφυρίξει τη λήξη του προγράμματος-μαμούθ του 1,85 τρις ευρώ, του ιστορικού PEPP, που ήταν και το μεγάλο whatever it takes της Λαγκάρντ, το οποίο – όπως και πρόσφατα αποκάλυψε – «καταστρώθηκε» στο τραπέζι της κουζίνας του διαμερίσματός της στη Φρανκφούρτη όταν ξέσπασε η πανδημία.

Η λήξη του, αν και σίγουρα επηρεάζει, ωστόσο δεν θορυβεί καμία χώρα τη Ευρωζώνης. Πλην της Ελλάδας. Όλες οι άλλες χώρες θα συνεχίζουν να απολαμβάνουν την ποσοτική χαλάρωση η οποία σύμφωνα με εκτιμήσεις μπορεί να κρατήσει έως και το 2024, άλλα τρία χρόνια δηλαδή, καθώς έχοντας επενδυτική βαθμίδα μπορούν να συμμετέχουν στο κλασσικό QE της ΕΚΤ. Η Ελλάδα, ως γνωστόν δεν μπορεί. Στο PEPP συμμετείχε επειδή η ΕΚΤ της είχε δώσει εξαίρεση, waiver. Για να συμμετέχει συνεπώς στην μετά PEPP εποχή της ποσοτικής χαλάρωσης θα πρέπει να έχει και πάλι waiver, τουλάχιστον μέχρι τις αρχές του 2023 όπου και αναμένεται να επιστρέψει στην επενδυτική βαθμίδα.  

Η συζήτηση στα γραφεία των traders  και των επενδυτικών τραπεζών για το τι θα κάνει η ΕΚΤ με την Ελλάδα μετά το PEPP και το τι πρέπει να κάνει, έχει ήδη αρχίσει. Επίσημα, στο τραπέζι της ΕΚΤ δεν έχει μπει, όπως εμφατικά δηλώνουν οι αξιωματούχοι της. Ωστόσο, σίγουρα στους διαδρόμους του πύργου της Φρανκφούρτης έχει αρχίσει και εκεί να συζητείται. 

Άλλωστε για αυτό πρόσφατα η Λαγκάρντ δήλωσε πως η περίπτωση της Ελλάδας θα αξιολογηθεί και το θέμα θα «απαντηθεί« τον Δεκέμβριο. Η JP Morgan μετέφρασε αυτές τις δηλώσεις ως σήμα για συνέχιση της στήριξης της ΕΚΤ για τα ελληνικά ομόλογα και μετά το τέλος του προγράμματος PEPP τονίζοντας η Λαγκάρντ άφησε ξεκάθαρα την πόρτα ανοιχτή για μια τέτοια εξέλιξη. Από την πλευρά του ο Φίλιπ Λέιν ωστόσο έχει περιοριστεί στο να πει πως η ΕΚΤ θα επανεπενδύει τα ομόλογα που βρίσκονται στο χαρτοφυλάκιο της, στο πλαίσιο του προγράμματος ΡΕΡΡ, τα οποία λήγουν, τουλάχιστον έως το τέλος του 2023, συνεπώς θα υπάρχει αρκετή παρουσία της ΕΚΤ στην ελληνική αγορά ομολόγων, ανεξαρτήτως του τι θα συμβεί με το τακτικό πρόγραμμα αγοράς ομολόγων ΑΡΡ – ένα μήνυμα που δεν μεταφράστηκε και τόσο θετικό από την αγορά καθώς δείχνει πως το μέλος του διοικητικού συμβουλίου σπρώχνει την Ελλάδα εκτός QE.

O διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, πάντως έχει στείλει σαφές μήνυμα προς κάθε κατεύθυνση. Η ισχυρή ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και η επιστροφή της φέτος στα προ πανδημίας επίπεδα, σε συνδυασμό με τις δεσμεύσεις της κυβέρνησης για δομικές μεταρρυθμίσεις, θα στρώσουν το έδαφος ώστε η ΕΚΤ να συνεχίσει να αγοράζει ελληνικά ομόλογα ακόμα και μετά τη λήξη του PEPP, συμπεριλαμβάνοντας τη χώρα στο APP, όπως διαμήνυσε. «Δεν υπάρχει ερώτημα για την ικανότητα της Ελλάδας να εξυπηρετεί το χρέος, αλλά ερώτημα για την ίση μετάδοση της νομισματικής πολιτικής», όπως είπε, συμπληρώνοντας πως «το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ θα εξασφαλίσει ότι δεν θα υπάρξει περισσότερος κατακερματισμός».

Δεν υπάρχει ούτε μία έκθεση από κάποιον διεθνή οίκο που να μην εκτιμά ότι η Ελλάδα θα συμμετέχει σε όποιο πρόγραμμα εφαρμόσει η ΕΚΤ μετά το PEPP. Εάν δεν γίνει, είναι προφανές πως θα προκαλέσει τεράστια αναταραχή στην ελληνική αγορά, καθώς πολλοί θα γυρίσουν την πλάτη στα ελληνικά ομόλογα, χωρίς να κάτσουν να σκεφτούν πως θα μπουν σε επενδυτική βαθμίδα άρα η επενδυτική ευκαιρία παραμένει. Θα την θεωρήσουν αγορά υψηλού ρίσκου και να στραφούν σε εκείνες τις αγορές ομολόγων οι οποίες θα βρίσκονται κάτω από την ομπρέλα της ποσοτικής χαλάρωσης, η οποία όπως φαίνεται θα συνεχιστεί για πολύ ακόμη. 

Αυτό θα καταστρέψει όλη την καλή πορεία που έχει σημειωθεί σε ότι αφορά τη διαχείριση του ελληνικού χρέους και τη μείωση του κόστους δανεισμού, φέρνοντας την Ελλάδα βήματα πίσω και βάζοντάς της σημαντική τρικλοποδιά. Πρόσφατα ο οίκος Scope Ratings προειδοποίησε πως η απόσυρση της στήριξης της ΕΚΤ στο ελληνικό χρέος θα αποτελούσε παράγοντα που θα οδηγούσε σe υποβάθμιση της Ελλάδας. Όπως έχουν επισημάνει τόσο η Société Générale όσο και η Citigroup, οι όποιες αποφάσεις της ΕΚΤ σχετικά με την επιλεξιμότητα των ελληνικών ομολόγων είναι και αυτές που θα καθορίσουν τη στάση που θα έχουν οι οίκοι αξιολόγησης. Με λίγα λόγια, η αναβάθμιση ή η υποβάθμιση της Ελλάδας από τους οίκους εξαρτώνται από το εάν θα συνεχιστεί, και πώς, η στήριξη της ΕΚΤ. Αλίμονο εάν τώρα που και εν μέσω πανδημίας η Ελλάδα κινήθηκε σταθερά σε τροχιά αναβαθμίσεων, μπει σε κύκλο υποβαθμίσεων ξαφνικά….

Άλλωστε η χώρα κάνει ότι μπορεί για να δείξει στους θεσμούς ότι εφαρμόζει αυτά που χρειάζονται και κάνει σημαντικά  βήματα προόδου, και εν μέσω πανδημίας, που αντιστοιχούν σε μια χώρα που έχει επενδυτική βαθμίδα. Μάλιστα η Moody’s τόνισε πως το χρέος προς ΑΕΠ της Ελλάδας μπαίνει πλέον σε τροχιά μείωσης, βαθμολογώντας την δημοσιονομική ισχύ της χώρας ως πολύ ανθεκτική σε ότι αφορά την αντιμετώπιση ενός πιθανού νέου σοκ χάρη στην πολύ ισχυρή ανάπτυξης που εκτιμάται ότι θα σημειώσει η ελληνική οικονομία καθώς και στα πολύ χαμηλά επίπεδα του κόστους δανεισμού. Πτώση του δείκτη χρέους από φέτος βλέπει και η Fitch.

Είναι επομένως παράλογο να εξαιρεθεί η Ελλάδα από την μετά PEPP εποχή του QE, εφόσον είναι και θέμα 12 μηνών το πολύ (Από τον Μάρτιο του 2022) προτού να μπορεί να ανήκει χωρίς εξαιρέσεις και waiver, με το όπλο του investment grade στην ποσοτική χαλάρωση. Και δεν είναι μόνο παράλογο, είναι και επικίνδυνο, με την ΕΚΤ να έχει στα χέρια της  μία χειροβομβίδα την οποία δεν θα πρέπει να πετάξει στην αγορά…

Facebook Comments