Η σημαντική βελτίωση της αναπτυξιακής προοπτικής της Ελλάδας στο μεταπανδημικό τοπίο, επηρεάζει ευνοϊκά την κατάσταση των δημοσίων οικονομικών της χώρας, αυξάνοντας τους βαθμούς ελευθερίας στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής τα επόμενα έτη, επισημαίνει στο εβδομαδιαίοι δελτίο της για την οικονομία η Alpha Bank.

Όπως αναφέρει, οι πρόσφατες προβλέψεις για την πορεία της ελληνικής οικονομίας τόσο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, όσο και από το Υπουργείο Οικονομικών στο πλαίσιο του Προϋπολογισμού, επιβεβαιώνουν τις προσδοκίες για μία διαταραχή σχήματος οιονεί-V, με την ύφεση να διαρκεί για ένα μόνο έτος, το 2020 (-9%) και από το 2021 να παρατηρείται ισχυρή ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας.

Το χαρακτηριστικό αυτό, σύμφωνα με την Alpha Bank, διαφοροποιεί την πανδημική κρίση από την κρίση χρέους της ελληνικής οικονομίας, κατά τη διάρκεια της οποίας οι ρυθμοί μεταβολής του ΑΕΠ, παρέμειναν αρχικά σε αρνητικό έδαφος για πέντε έτη -αν και ήταν σχετικά μικρότερης έντασης σε σύγκριση με το 2020-, ενώ στη συνέχεια ακολούθησε μία περίοδος στασιμότητας.

Τα βασικά χαρακτηριστικά του σχεδιασμού της δημοσιονομικής πολιτικής έχουν ως ακολούθως:

1. Σταδιακή επιστροφή σε καθεστώς δημοσιονομικής πειθαρχίας, με συρρίκνωση του πρωτογενούς ελλείμματος το 2021 και το 2022 και επιστροφή σε πλεόνασμα το 2023.

2. Θεαματική άνοδος του ΑΕΠ σε σταθερές τιμές, σε συνδυασμό με την ενίσχυση του πληθωρισμού, που οδηγούν σε ταχύτερη άνοδο του ΑΕΠ σε τρέχουσες τιμές σε σχέση με το δημόσιο χρέος, καθώς τα ονομαστικά επιτόκια διατηρούνται σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, με αποτέλεσμα τη μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ.

3. Σημαντική αύξηση των δημοσίων επενδύσεων σε σχέση με το παρελθόν που υποστηρίζονται από τα διαθέσιμα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας.

4. Επαναπροσδιορισμός των δημοσιονομικών κανόνων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ο οποίος ενδέχεται να οδηγήσει σε αξιοσημείωτο εξορθολογισμό της έντασης της δημοσιονομικής πειθαρχίας -όπως προσδιορίζεται από το ύψος των πρωτογενών πλεονασμάτων- προκειμένου να διασφαλίζεται η μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα, να δημιουργείται δημοσιονομικός χώρος άσκησης αντικυκλικής πολιτικής και να υποστηρίζονται οι επενδύσεις.

Η Alpha Bank αναφέρει ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή (European Economic Forecast, Autumn 2021) αναθεώρησε επί τα βελτίω την εκτίμησή της για τον ρυθμό μεγέθυνσης για το 2021, σε 7,1%, από 4,3% το καλοκαίρι, λόγω της αναμενόμενης ισχυρής ανάκαμψης τόσο της ιδιωτικής κατανάλωσης και των εξαγωγών, όσο και των επενδύσεων. Η εκτίμηση για ισχυρή ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας από το τρέχον έτος και μετά, αποτυπώνεται και στο τελικό κείμενο του Προϋπολογισμού του 2022 που υποβλήθηκε στο Κοινοβούλιο, με αποτέλεσμα να ενσωματώνει πλέον την αναθεωρημένη επί τα βελτίω πρόβλεψη για ανάπτυξη 6,9% το 2021, από 6,1% στο Προσχέδιο του Προϋπολογισμού (Οκτώβριος 2021) και 3,6% στο Πρόγραμμα Σταθερότητας (Απρίλιος 2021).

Το 2022 αναμένεται να αποτελέσει έτος επιστροφής σε επίπεδο οικονομικής δραστηριότητας υψηλότερο του 2019, καθώς ο Προϋπολογισμός προβλέπει περαιτέρω μεγέθυνση της τάξης του 4,5%. Το μίγμα της οικονομικής μεγέθυνσης του 2022 θα είναι σημαντικά διαφοροποιημένο σε σχέση με αυτό της τρέχουσας χρονιάς, καθώς αναμένεται να στηριχτεί σε μεγαλύτερο βαθμό στην επενδυτική δαπάνη, μέσω της υλοποίησης των έργων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας και της προσέλκυσης ξένων επενδύσεων, λόγω της βελτιούμενης βιωσιμότητας του δημοσίου χρέους και της μείωσης του κινδύνου χώρας, καθώς η πιστοληπτική επιφάνεια της Ελλάδας προσεγγίζει την επενδυτική βαθμίδα.

Σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό, η υλοποίηση των έργων που θα χρηματοδοτηθούν από το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας αναμένεται να συμβάλει στον ρυθμό μεγέθυνσης του 2022 κατά 2,9 ποσοστιαίες μονάδες, με το 88% της συνολικής κατανομής επιχορηγήσεων και δανείων για το έτος να κατευθύνεται σε επενδύσεις και το 41,6% εξ αυτού σε δημόσιες επενδύσεις με υψηλό αναπτυξιακό αποτύπωμα. Η συμβολή του Ταμείου Ανάκαμψης στις δημόσιες αποτυπώνεται την εξέλιξη του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ), σε δισ. ευρώ, από το 2012 μέχρι και το 2022. Το ΠΔΕ παρέμενε σχετικά σταθερό, την περίοδο 2012-2019, ωστόσο, το 2020, παρουσίασε ραγδαία αύξηση σε 10,6 δισ. ευρώ από 5,6 δισ. ευρώ το προηγούμενο έτος -από τα οποία τα 8,6 δισ. ευρώ ήταν συγχρηματοδοτούμενα έργα και τα υπόλοιπα 2 δισ. ευρώ από αμιγώς εθνικούς πόρους απόρροια της χρηματοδότησης παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση των δυσμενών επιπτώσεων της πανδημίας.


Το 2021 το ΠΔΕ αναμένεται να μειωθεί σε 8,35 δισ. ευρώ, ωστόσο θα παραμείνει αυξημένο σε σχέση με τα έτη 2012-2019, καθώς παραμένουν σε ισχύ σημαντικές δράσεις για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας. Η συμβολή του Ταμείου Ανάκαμψης στο ΠΔΕ γίνεται ορατή το 2022, όπου οι πόροι από το Ταμείο Ανάκαμψης αναμένεται να αυξήσουν κατά 3,2 δισ. ευρώ το ΠΔΕ, από 7,8 δισ. ευρώ σε 11 δισ. ευρώ, πετυχαίνοντας την υψηλότερη εισροή επενδυτικών πόρων από το εν λόγω πρόγραμμα την τελευταία δεκαετία, συμβάλλοντας στην επιτάχυνση της ανόδου των επενδύσεων και -σε συνδυασμό και με τον πυλώνα των δανείων προς ιδιωτικά επενδυτικά σχέδια- στην έναρξη της διαδικασίας κάλυψης του επενδυτικού κενού που σωρεύτηκε την προηγούμενη δεκαετία και στην επίτευξη υψηλών ρυθμών μεγέθυνσης.

Επιπροσθέτως, στην Έκθεση του Προϋπολογισμού του 2022 περιλαμβάνονται εκτιμήσεις για τα δημοσιονομικά ελλείμματα της διετίας 2021-2022, τα οποία έχουν αναθεωρηθεί σε σχέση με τα εκτιμώμενα ελλείμματα στο Προσχέδιο του Προϋπολογισμού (Οκτώβριος 2022). Η αναθεώρηση του εκτιμώμενου ρυθμού μεγέθυνσης για το 2021, από 3,6% τον Απρίλιο, σε 6,1% τον Οκτώβριο, λόγω της υψηλότερης του αναμενομένου επίδοσης της ελληνικής οικονομίας το δεύτερο τρίμηνο του έτους (με το ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 16,2% σε ετήσια βάση), της μικρότερης επίπτωσης των περιοριστικών μέτρων στην οικονομική δραστηριότητα στο πρώτο τρίμηνο του έτους, καθώς και της καλύτερης του αναμενομένου επίδοσης του κλάδου του τουρισμού κατά τη θερινή περίοδο, δημιούργησε επιπλέον δημοσιονομικό χώρο για την άσκηση επεκτατικής δημοσιονομικής πολιτικής και την περαιτέρω στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων, με αποτέλεσμα το πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα, σε όρους ενισχυμένης εποπτείας, να εκτιμάται σε -7,7% του ΑΕΠ.

Οι αυξημένες καταναλωτικές δυνατότητες, λόγω της συσσώρευσης αποταμιεύσεων στη διάρκεια της πανδημίας, η περαιτέρω άνοδος των επενδύσεων και η ταχύτερη του αναμενομένου ανάκαμψη του τουρισμού, οδήγησαν το Υπουργείο Οικονομικών, όπως προαναφέρθηκε, να αναθεωρήσει περαιτέρω την πρόβλεψή του για ρυθμό μεγέθυνσης σε 6,9% το 2021. Το γεγονός αυτό συνέβαλε στη μείωση της εκτίμησης για το πρωτογενές έλλειμμα του 2021, σε -7,3% του ΑΕΠ.

Αντιστοίχως, η μείωση της πρόβλεψης για τον ρυθμό μεγέθυνσης του 2022 από 6,2%, τον Απρίλιο, σε 4,5% οδήγησε σε αναπροσαρμογή των εκτιμήσεων για πρωτογενές έλλειμμα, το 2022, από -0,3% σε -0,9% και τελικά σε -1,2% του ΑΕΠ. Ο περιορισμός του ελλείμματος, το 2022, αναμένεται να προέλθει από την εκτίμηση για την ταχεία ανάκαμψη της οικονομικής δραστηριότητας. Επομένως, ο κρατικός προϋπολογισμός προβλέπει για το 2022 αυξημένα έσοδα λόγω της ανόδου της οικονομικής δραστηριότητας και μειωμένες κρατικές δαπάνες για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων από την εξάπλωση της πανδημίας.

Επιπλέον, ο Προϋπολογισμός για το 2022 προβλέπει μία περαιτέρω συρρίκνωση του λόγου του δημοσίου χρέους προς το ΑΕΠ, η οποία αναμένεται να προέλθει πρωτίστως από την επίτευξη υψηλών ονομαστικών ρυθμών μεγέθυνσης (οι οποίοι την παρούσα περίοδο εκτιμάται ότι θα είναι ακόμα μεγαλύτεροι λόγω των πληθωριστικών πιέσεων που ασκούνται παγκοσμίως) και δευτερευόντως από τη σταδιακή επιστροφή σε καθεστώς δημοσιονομικής πειθαρχίας, με την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων από το 2023 και μετά.

Ειδικότερα, σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό, ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ εκτιμάται ότι θα μειωθεί κάτω από το 200% το 2021 (197,1%) και περαιτέρω το 2022, σε 189,6%. Η καθοδική πορεία του χρέους, σε συνδυασμό με τα ευνοϊκά χαρακτηριστικά του (μακρά μέση σταθμισμένη ληκτότητα, χαμηλό κόστος εξυπηρέτησης του χρέους, το μεγαλύτερο ποσοστό του ελληνικού χρέους διακρατείται από πιστωτές του “επίσημου” τομέα), αναμένεται να συμβάλουν στην ταχύτερη επίτευξη επενδυτικής βαθμίδας για το αξιόχρεο της ελληνικής οικονομίας, γεγονός που με τη σειρά του αναμένεται να συνεισφέρει στη βελτίωση του επενδυτικού κλίματος και στην προσέλκυση ξένων κεφαλαίων, καθιστώντας τη χώρα έναν ελκυστικό επενδυτικό προορισμό.

Στην κατεύθυνση αυτή αναμένεται να συμβάλει και η τυχόν αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων που ισχύουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η πανδημική κρίση αποτέλεσε το εφαλτήριο για τη χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων σχετικά με το ύψος του δημοσίου χρέους και των ελλειμμάτων, προκειμένου οι οικονομίες των κρατών-μελών να αντιμετωπίσουν με αποτελεσματικότητα τις αρνητικές συνέπειες της υγειονομικής κρίσης και της αναστολής της οικονομικής δραστηριότητας.

Η Ελλάδα ωφελήθηκε από την πρωτοβουλία αυτή, τα αποτελέσματα της οποίας είναι εμφανή κατά το τρέχον έτος, δεδομένου ότι η χώρα επιτυγχάνει ισχυρή ανάκαμψη ένα χρόνο μετά τη βαθιά υφεσιακή διαταραχή, έχοντας ταυτόχρονα στηρίξει με σημαντικές παρεμβάσεις τα εισοδήματα των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων, μειώνοντας σημαντικά το επίπεδο της ανεργίας στη χώρα (σε 13% τον Σεπτέμβριο του 2021, από 16,5% ένα χρόνο πριν), χωρίς να τεθεί σε κίνδυνο η βιωσιμότητα του δημοσίου χρέους.

Η ενδεχόμενη υιοθέτηση περισσότερο ευέλικτων δημοσιονομικών κανόνων αναμένεται αφενός να προσφέρει τον απαιτούμενο χώρο για την αντιμετώπιση μελλοντικών κρίσεων και αφετέρου να συμβάλει στην περαιτέρω ενίσχυση των επενδύσεων, μέσω της αξιοποίησης του δημιουργούμενου δημοσιονομικού χώρου για τη θέσπιση χαμηλότερων φορολογικών συντελεστών και την προώθηση παραγωγικών δημοσίων επενδύσεων.

Facebook Comments