Οι πολεμικές αναμετρήσεις διαρκώς εξελίσσονται, οι αντιμαχόμενες παρατάξεις εμπλουτίζουν το οπλοστάσιό τους, και τα αμυντικά δόγματα μεταβάλλονται. Όποιος βρίσκεται στην αιχμή της τεχνολογίας κατέχει και το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα. Κάπως έτσι εισήχθησαν και τα drones σαν βασικό επιχειρησιακό εργαλείο.

Η σημασία χρήσης τους σε ένοπλες συγκρούσεις έγινε διεθνώς αντιληπτή στον πρόσφατο πόλεμο Αζερμπαϊτζάν – Αρμενίας στο Ναγκόρνο Καραμπάχ. Τα οπλισμένα τουρκικά drones, τα γνωστά πλέον Bayraktar TB2 της Baykar Defence, τα οποία εδώ και χρόνια η Άγκυρα παράγει, χρησιμοποιεί και εξάγει, αποτέλεσαν τον βασικό λόγο επικράτησης του Μπακού. Νωρίτερα, τα τουρκικά drones είχαν ήδη χρησιμοποιηθεί στα πολεμικά πεδία της Συρίας και της Λιβύης.

Η Ελλάδα δεν μπορούσε να μείνει απούσα στις τόσο προφανείς αμυντικές εξελίξεις και, μετά τις ανωτέρω επιχειρήσεις, αντιλήφθηκε ότι πρέπει να τρέξει να προλάβει να μπει στο κόλπο της παραγωγής ενός εγχώριου Αυτόνομου Εναέριου Οχήματος Πολλαπλών Χρήσεων.

Έστω και αργά, υπεγράφη τον περασμένο Σεπτέμβριο το μνημόνιο συνεργασίας μεταξύ της Ελληνικής Αεροπορικής Βιομηχανίας (ΕΑΒ), του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας για την έρευνα και ανάπτυξη και, εν συνεχεία, τη βιομηχανική παραγωγή τού πρώτου ελληνικού drone από φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα (έμφαση στο «δημόσιου»).

Το πρόγραμμα ονομάζεται «Αρχύτας» και αναμένεται, σύμφωνα με το χρονοδιάγραμμα, σε περίπου δυόμισι χρόνια το ελληνικό drone να είναι έτοιμο να επιχειρήσει. Υπόψη, ότι το χρονικό διάστημα των 2,5 ετών είναι ιδιαίτερα μικρό για ένα εγχείρημα που ξεκινάει από το μηδέν, σχεδιαστικά και κατασκευαστικά.

Θα τα καταφέρει; Δυστυχώς υπάρχουν πολλοί λόγοι να αμφιβάλλει κανείς επ’ αυτού, και δεν έχουν να κάνουν με την ικανότητα των ανθρώπων ή την δυνατότητα εγχώριας παραγωγής. Έχουν να κάνουν με τη διαχρονική μέγγενη του κράτους στην εντός των συνόρων επιχειρηματική πραγματικότητα και τον αποκλεισμό της ιδιωτικής πρωτοβουλίας από τα αμυντικά προγράμματα. Να είμαστε ειλικρινείς. Την στιγμή που ανακοινώνεται ένα εγχείρημα που δεν εμπεριέχει ούτε ένα κόκκο ιδιωτικής επιχειρηματικότητας είναι αυτονόητο ότι ξεκινάει με μειονέκτημα.

Φανταστείτε το ευτυχές σενάριο ότι σε 2,5 χρόνια, σύμφωνα με το ισχύον χρονοδιάγραμμα, όντως υπάρχει επιτυχημένο πρωτότυπο έτοιμο για την παραγωγή. Φανταστείτε επίσης ότι οι συντελεστές που κατέχουν την τεχνογνωσία ανάπτυξης, παραγωγής και δυνατότητας περαιτέρω βελτίωσης αμείβονται σύμφωνα με το μισθολόγιο του Δημοσίου, χωρίς δυνατότητα προσαρμογής, χωρίς δυνατότητα αμοιβής ανάλογα με την απόδοση και την χρησιμότητα του εργαζομένου ή δυνατότητα συμμετοχής του στα κέρδη με τη μορφή bonus, δηλαδή όλα όσα κάνουν έναν εργαζόμενο να επιθυμεί την ενασχόλησή του με το αντικείμενο και την εταιρία του. Και τώρα φανταστείτε ότι έρχεται μία εταιρία που δραστηριοποιείται ήδη στο χώρο, όπως η Ισραηλινή Elbit Systems, η Βρετανική BAE Taranis ή και η ίδια η Baykar Defence και ρωτάει το πολύτιμο στέλεχος, μηχανικό ή τεχνικό:

  • πόσα παίρνεις;
  • 1500€.
  • Πάρε 6000€ και έλα σε εμάς.

Βλέπετε, ενώ η γειτονική χώρα έχει εταιρίες που ανήκουν στο κράτος, όπως η Turkish Aerospace Industries με τις ένοπλες δυνάμεις να κατέχουν το 54% των μετοχών, εντούτοις πληθώρα άλλων εταιριών που συμμετέχουν στην αμυντική βιομηχανία είναι ιδιωτικές ή λειτουργούν με τέτοια κριτήρια.

Η Baykar Defence που ανέπτυξε τα Bayraktar SUV είναι ιδιωτική, αν και ο ιθύνων νους (όχι τυχαία) είναι γαμπρός του προέδρου Ερντογκάν.

Η BMC παραγωγός του Kirpi MRAP θωρακισμένου οχήματος μεταφοράς προσωπικού καθώς και του πανάκριβου (13,75 εκ. δολάρια)  άρματος μάχης Altay, που βασίζεται σε νοτιοκορεατικό πρωτότυπο, ανήκει κατά 51% στην ιδιωτική Ethem Sancak & Talip Öztürk και 49% σε συμφέροντα των ενόπλων δυνάμεων του Κατάρ. O επιχειρηματίας Talip Öztürk είναι μακροσυγγενής του Τούρκου Προέδρου και η εταιρία διευκολύνθηκε με παραχώρηση γης και μεσολάβηση από την κυβέρνηση για την είσοδο των Καταριανών στο σχήμα.

Η FNSS Savunma Sistemleri A.S. που παράγει το FNSS Pars 4×4 Anti-Tank θωρακισμένο όχημα είναι ιδιωτική που ανήκει κατά 51% στην Nurol Holdings και 49% στην BAE Systems.

Κάπως έτσι η τουρκική αμυντική βιομηχανία έφτασε να είναι πλέον ο 14ος μεγαλύτερος εξαγωγέας οπλικών συστημάτων παγκοσμίως, με κύκλο εργασιών 11 δισεκατομμύρια δολάρια, αναπτύσσοντας σημαντική αυτονομία. Μεταξύ 2015 και 2019 η Τουρκία εισήγαγε 48% λιγότερες πρώτες ύλες για την αμυντική της βιομηχανία σε σύγκριση με την πενταετία 2011-2015.

Δεν παραγνωρίζουμε το γεγονός ότι η τουρκικές κυβερνήσεις διαχρονικά έχουν την ίδια τάση με τις ελληνικές να χειραγωγούν τα εξοπλιστικά. Οι γείτονες παρόλα αυτά, έξυπνα σκεπτόμενοι, δημιουργούν συνθήκες ιδιωτικής πρωτοβουλίας για την παραγωγή, έστω και αν η τελευταία ανήκει σε φίλους και γνωστούς του καθεστώτος. Τουλάχιστον έτσι αποφεύγουν τον σκόπελο των περιορισμών του δύσκαμπτου δημοσίου.

Υπάρχουν όμως ελληνικές εταιρίες που θα μπορούσαν να συμμετάσχουν σε συμπαραγωγές οπλικών συστημάτων; Φαίνεται ότι μια χαρά υπάρχουν.

Στην έκθεση αμυντικών συστημάτων DEFEA τον Ιούλιο του 2021 οι ελληνικές εταιρίες όχι μόνο επέδειξαν τα συστήματα που ανέπτυξαν αλλά υπέγραψαν και ένα σωρό συμβάσεις.

Το οικοσύστημα των 80 ελληνικών εταιριών που ασχολούνται με αμυντικά προγράμματα, η πλειοψηφία των οποίων είναι ιδιωτικές, εξασφάλισε σχεδόν το 1/3 των επερχόμενων προγραμμάτων υπό την αιγίδα της PESCO (Permanent Structured Cooperation) η οποία προωθεί την αμυντική συνεργασία μεταξύ των κρατών μελών της ΕΕ.

Οι ελληνικές εταιρίες θα συμμετάσχουν, μαζί με 180 άλλους συμμετέχοντες από ευρωπαϊκές χώρες, σε 5 από τα 16 προγράμματα του European Defense Industrial Development Program (EDIDP). Ανάμεσα στα αναπτυσσόμενα προγράμματα ελέγχου, επιτήρησης και κυβερνοάμυνας που συμμετέχουν υπάρχει και το LOTUS, ένα low visibility drone!

Αναρωτιέται κανείς, δεν υπήρχε προστιθέμενη αξία συμμετοχής και ιδιωτικών ελληνικών εταιριών στο πρόγραμμα «Αρχύτας»;  Οι ελληνικές εταιρίες απασχολούν πάνω από 6.000 προσωπικό και έχουν κύκλο εργασιών λίγο πάνω από 300 εκατομμύρια ευρώ. Η συμμετοχή τους σε αυτό, αλλά και σε άλλα προγράμματα, θα έδινε στην ανάπτυξη και παραγωγή την ευελιξία που απαιτείται για να αποφευχθούν βαρίδια από τους κανονισμούς του Δημοσίου και στις ίδιες την ευκαιρία να επεκταθούν στην αγορά, ένα σενάριο με αμοιβαία ωφελούμενους.

Ακόμη και τα πανεπιστήμια θα είχαν ωφέλεια να συνεργάζονται με την ιδιωτική οικονομία και την εφαρμοσμένη έρευνα στον τομέα της άμυνας και οι συμμετέχοντες φοιτητές να αποκτήσουν επαγγελματική προοπτική (άλλο ταμπού αυτό στην σοσιαλιστική μας πολιτική ζωή).

Είδαμε την επιλογή του Τουρκικού μοντέλου και πως τους έφτασε στην 14η θέση παγκοσμίως σε εξαγωγές οπλικών συστημάτων.

Είδαμε και την επιλογή του ελληνικού μοντέλου και που μας έφτασε. Με μια ΕΑΒ ως ΑΕ μόνο στα χαρτιά, που όσο λειτουργεί κάτω από τον σκληρό κρατικό πυρήνα και με κριτήρια ΔΕΚΟ δεν πάει πουθενά, με πιο πρόσφατο παράδειγμα την παύση της από την Lockheed Martin ως μοναδικός προμηθευτής για την παραγωγή απαρτίων του F-16.

Προφανώς η ελληνική κυβέρνηση επιλέγει να μην βλέπει αυτό που όλοι βλέπουν χρόνια τώρα. Εφόσον όμως προκρίνει και για το πρόγραμμα «Αρχύτας» αποκλειστικά το κρατικό μοντέλο, χωρίς καμία συμμετοχή ιδιωτικών εταιριών, έχουμε κάθε λόγο να φοβόμαστε ότι το ελληνικό drone προετοιμάζεται για χαμηλή πτήση, πολύ χαμηλή.

Facebook Comments