Η ΕΚΤ αιφνιδίασε τις αγορές καθώς διατήρησε την πρόθεση ομαλοποίησης της πολιτικής της, μία στάση που ικανοποιεί τα «γεράκια» του Δ.Σ, άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο να τερματιστούν οι αγορές ομολόγων στο τρίτο τρίμηνο, ενώ σε ότι αφορά τις αυξήσεις επιτοκίων αποφάσισε ότι θα ακολουθήσουν «κάποια στιγμή μετά» το τέλος της ποσοτικής χαλάρωσης, που σημαίνει ότι μπορεί να πραγματοποιηθούν αμέσως μετά ή και μήνες μετά, όπως εξήγησε χαρακτηριστικά η κ. Λαγκάρντ, δηλαδή το δεύτερο εξάμηνο του έτους ή και αργότερα, το 2023.

Στη απόφαση νομισματικής πολιτικής, η ΕΚΤ έδειξε ότι ανησυχεί περισσότερο για περαιτέρω απότομη άνοδο του πληθωρισμού παρά για το αρνητικό σοκ στη ζήτηση που θα προκύψει από τον πόλεμο στην Ουκρανία, όπως σχολιάζουν οι αναλυτές, ενώ εντοπίζονται δύο σημαντικές αλλαγές σε σύγκριση με τις αποφάσεις της συνεδρίασης του Φεβρουαρίου.

Η πρώτη είναι ότι η κεντρική τράπεζα επιταχύνει τα σχέδιά της για μείωση των αγορών περιουσιακών στοιχείων. Η ΕΚΤ θα επιταχύνει τη μείωση των αγορών ομολόγων (tapering) καθώς θα πραγματοποιήσει καθαρές αγορές υπό το πρόγραμμα APP ύψους 40 δισ. ευρώ τον Απρίλιο, 30 δισ. ευρώ τον Μάιο και 20 δισ. ευρώ τον Ιούνιο, ενώ το προηγούμενο σχέδιό της ήταν να μειωθεί σταδιακά στα 20 δισ. ευρώ τον Οκτώβριο. Παράλληλα, επιβεβαίωσε τη λήξη του έκτακτου προγράμματος PEPP στα τέλη Μαρτίου. «Εάν τα εισερχόμενα στοιχεία υποστηρίζουν την προσδοκία ότι οι μεσοπρόθεσμες προοπτικές για τον πληθωρισμό δεν θα εξασθενήσουν», η ΕΚΤ θα ολοκληρώσει τις καθαρές αγορές στο πλαίσιο του APP το τρίτο τρίμηνο, όπως τόνισε. Η Λαγκάρντ πάντως απέρριψε τον χαρακτηρισμό «επιτάχυνση της ομαλοποίησης της πολιτικής». «Δεν ήταν αυτή η απόφαση που πάρθηκε. Η απόφαση είναι να προχωρήσουμε βήμα-βήμα, να αναγνωρίσουμε την πρόσθετη αβεβαιότητα που αντιμετωπίζουμε και, συνεπώς, να έχουμε πρόσθετες επιλογές, ώστε να μπορούμε, σε κάθε περίπτωση, να ανταποκρινόμαστε με ευέλικτο τρόπο», όπως τόνισε, συμπληρώνοντας πως «το να προσθέσουμε αβεβαιότητα σε μια ήδη αβέβαιη κατάσταση, δεν είναι καλή ιδέα», αν και κάποια μέλη του Δ.Σ ήταν υπέρ του να τηρηθεί στάση αναμονής.

Η δεύτερη αλλαγή αφορά την κατεύθυνση της πολιτικής (guidance) για τα επιτόκια τα οποία πλέον η ΕΚΤ σχεδιάζει να αυξήσει «κάποιο χρονικό διάστημα» μετά το τέλος των καθαρών αγορών περιουσιακών στοιχείων και όχι «λίγο μετά» όπως είχε διατυπωθεί στην απόφαση του Φεβρουαρίου. Αυτό υποδηλώνει ότι μπορεί να υπάρχει μεγαλύτερο χάσμα μεταξύ του τερματισμού του QE  και της πρώτης αύξησης των επιτοκίων.

Τι σημαίνουν τα παραπάνω στην πράξη; Για τους αναλυτές, η ΕΚΤ ξεκάθαρα θέλει να τερματίσει την ποσοτική χαλάρωση όσο πιο γρήγορα γίνεται, καθώς περισσότερες αγορές ομολόγων σημαίνουν και περισσότερη τόνωση. Επίσης, είναι σχεδόν βέβαιο ότι σύντομα θα ακολουθήσει η πρώτη αύξηση των επιτοκίων.

Η απόφαση της ΕΚΤ να συνεχίσει τα σχέδια που είχε πριν από τον πόλεμο στην Ουκρανία ήταν πιο επιθετική από ό,τι αναμενόταν, όπως σημειώνει η Capital Economics η οποία πλέον αναμένει ότι το QE θα τελειώσει τον Ιούλιο ή τον Αύγουστο, και εξακολουθεί να βλέπει ότι το επιτόκιο καταθέσεων θα αυξηθεί κατά 25 μονάδες βάσης φέτος και κατά 50 μονάδες βάσης περαιτέρω το 2023. Όμως οι πιθανότητες για δύο αυξήσεις φέτος είναι πολύ υψηλές, όπως επισημαίνει. Ενώ η Λαγκάρντ υποστήριξε ότι η απόφαση δεν ισοδυναμούσε με αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής νωρίτερα, η πλειοψηφία των επενδυτών αλλά και η ίδια η Capital Economics δεν το βλέπει έτσι. Οι αποδόσεις των ομολόγων αυξήθηκαν απότομα όταν δημοσιοποιήθηκε η δήλωση και διατήρησαν αυτές τις αυξήσεις. Η απόδοση του 10ετούς ιταλικού ομολόγου εκτινάχθηκε κατά 20 μονάδες βάσης, στο 1,90% και παρέμεινε σε αυτό το επίπεδο.

Η ΕΚΤ προχωρά σε μια πολύ σταδιακή ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής, διατηρώντας τη μέγιστη ευελιξία προς όλες τις κατευθύνσεις, όπως σημειώνει η ING. Αυτό είναι σίγουρα το καλύτερο που μπορεί να κάνει η ΕΚΤ με τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Ουκρανία και την εξαιρετικά υψηλή αβεβαιότητα. Κοιτάζοντας το μέλλον, οι αποφάσεις της κρατούν ορθάνοιχτη την πόρτα για μια πρώτη αύξηση των επιτοκίων πριν από το τέλος του έτους. Η ΕΚΤ μπορεί να κάνει πολύ λίγα έως τίποτα για να σταματήσει τον υψηλό και, ενδεχομένως, ακόμη και επιταχυνόμενο πληθωρισμό στην τρέχουσα συγκυρία, και η προοπτική του στασιμοπληθωρισμού θα περιπλέξει περαιτέρω τη ζωή της ΕΚΤ και τυχόν αυστηρή αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής.

Η Goldman Sachs αναμένει περαιτέρω αναθεωρήσεις προς τα κάτω των προοπτικών ανάπτυξης της ΕΚΤ και ως εκ τούτου εκτιμά ότι το χρονοδιάγραμμα «εξόδου» θα καθυστερήσει κατά ένα τρίμηνο. Τώρα αναμένει ότι οι αγορές υπό το APP θα ανέλθουν στα 20 δισ. ευρώ μέχρι τον Σεπτέμβριο, πριν από την πρώτη αύξηση των επιτοκίων τον Δεκέμβριο. Η επόμενη αύξηση θα έλθει τον Μάρτιο του 2023—επιστρέφοντας το επιτόκιο καταθέσεων στο μηδέν—ακολουθούμενη από αυξήσεις κάθε έξι μήνες έως ότου φτάσει το τελικό επιτόκιο 1,25%.

Ωστόσο, η αβεβαιότητα γύρω από τις οικονομικές προοπτικές συνεπάγεται σημαντική αβεβαιότητα σχετικά με το χρονοδιάγραμμα εξόδου. Στο ανοδικό σενάριο της Goldman, με μικρότερο χτύπημα στην ανάπτυξης, το APP θα λήξει στις αρχές του τρίτου τριμήνου, ακολουθούμενο από αυξήσεις επιτοκίων τον Σεπτέμβριο και τον Δεκέμβριο. Στο αρνητικό σενάριο – το οποίο συνεπάγεται σημαντικά μεγαλύτερο χτύπημα στην ανάπτυξη – θα υπάρξει μια σημαντική καθυστέρηση στην έξοδο με το QE να τρέχει μέχρι το πρώτο τρίμηνο του 2023 και την πρώτη αύξηση επιτοκίων να έρχεται το γ’ τρίμηνο του επόμενου έτους.

Facebook Comments