Η έναρξη συστηματικών βομβαρδισμών από ρωσικές αεροπορικές δυνάμεις την 30η Σεπτεμβρίου αποτελεί για πολλούς λόγους ορόσημο όχι μόνο για την εξέλιξη και τη διεθνοποίηση του Συριακού Εμφυλίου. Η εισαγωγή ρωσικών στρατιωτικών δυνάμεων στη Μέση Ανατολή δεν αποτελεί κάτι το καινοφανές.

Ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 οι σοβιετικές δυνάμεις ήταν παρούσες υπό τη μορφή “εκπαιδευτικών και τεχνικών” αποστολών στη νασσερική Αίγυπτο όπου και παρέμειναν φτάνοντας τις 25.000 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Ο Ανουάρ Σαντάτ στην πρώτη προφανή ένδειξη της προσπάθειας του να προσεγγίσει τις ΗΠΑ υποχρέωσε τη Μόσχα να αποσύρει όλες τις δυνάμεις της το 1972 αλλά οι δυνάμεις αυτές παρά την παραμονή τους στην Αίγυπτο για σχεδόν 15 χρόνια ουδέποτε διανοήθηκαν να εμπλακούν σε οποιαδήποτε στρατιωτική επιχείρηση του Αιγυπτιακού καθεστώτος. Η Σοβιετική Ένωση υπήρχε παράλληλα για δεκαετίες ο βασικός τροφοδότης οπλισμού, πολεμοφοδίων και τεχνικής υποστήριξης των καθεστώτων της Συρίας και του Ιράκ -ιδιαίτερα κατά τη φάση των πολέμων του 1967 και 1973-74 με το Ισραήλ- ενώ διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στους Υεμένικους Εμφύλιους της περίδου 1972-1990 όταν στήριξε και εξόπλισε το φιλοσοβιετικό κράτος της Νότιας Υεμένης που ανεξαρτιτοποιήθηκε από τη Βρετανία το 1967.

Σε καμία ωστόσο περίπτωση ούτε κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου ούτε και κατά την πρώτη μεταψυχροπολεμική 25ετία (1990-2015) η Μόσχα δεν διανοήθηκε να εμπλακεί η ίδια στρατιωτικά στη Μέση Ανατολή. Τα κίνητρα αυτής της προωτοφανούς ρωσικής στρατιωτικής παρέμβασης ποικίλουν και ταυτόχρονα ξεπερνούν την ανάγκη να προφυλαχθεί η μοναδική ρωσική ναυτική βάση της Μεσογείου στην Ταρτούς την οποία η Μόσχα είχε διασφαλίσει από το 1971. Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ και η διάλυση του σοβιετικού στόλου της Μεσογείου το 1991 ουσιαστικά νέκρωσε τη ρωσική στρατιωτική παρουσία στην περιοχή έως το 2006. Το έτος αυτό η Ρωσία αποφάσισε να επανενεργοποιήσει και να διευρύνει τη ναυτική βάση της Ταρτούς διαγράφοντας τα 3/4 του χρέους που όφειλε η Δαμασκός στη Σοβιετική Ένωση συνολικού ύψους $13,4 δις. Το τι ακριβώς αγόρασαν αυτά τα $9,6 δις στη Ρωσία άρχισε να διαφαίνεται κατά το Ρωσο-Γεωργιανό πόλεμο του Αυγούστου 2008.

Όταν μεγάλες μονάδες επιφανείας του αμερικανικού ναυτικού εμφανίστηκαν στη Μαύρη Θάλασσα σε μια προσπάθεια να στηρίξουν τις καταρρέουσες γεωργιανές δυνάμεις η Μόσχα συνειδητοποίησε ότι η βάση της Ταρτούς θα μπορούσε να αποτελέσει μια πολύ χρήσιμη εφεδρεία στρατηγικού αντιπερισπασμού την επόμενη φορά που οι Ρωσο-Αμερικανικές σχέσεις θα δοκιμάζονταν σε ένα από τα πολλαπλά μεταψυχροπολεμικά θέατρα συγκρούσεων της νότιας μετα-σοβιετικής περιφέρειας με επίκεντρο τη Γεωργία και την Ουκρανία. Τον Σεπτέμβριο του 2008 μερικές μόλιες εβδομάδες μετά την κατάπαυση του πυρός στη Γεωργία ο Πρόεδρος Άσαντ αποφάσισε να ικανοποιήσει το ρωσικό αίτημα για τη μετατροπή της Ταρτούς σε μόνιμη βάση του ρωσικού στόλου της Κριμαίας και τη διεύρυνσή της έτσι ώστε να μπορεί να δέχεται ρωσικά αεροπλανοφόρα, πυρηνοκίνητα θωρηκτά και πυρηνικά υποβρύχια. Ο Άσαντ δεν θα μπορούσε να γνωρίζει ότι μετά από τέσσερα χρόνια η υποχρησιμοποιούμενη έως το 2012 ναυτική βάση της Λατάκειας θα αποτελούσε ίσως τη βασικότερη αρτηρία ανεδοφιασμού των στρατιωτικών του δυνάμεων.

Η γεωστρατηγική χρησιμότητα ωστόσο της ναυτικής βάσης της Λατάκειας για τη Ρωσία σε ότι αφορά τη μετατροπή της σε κέντρο προβολής της ισχύος της στη Ν.Α. Μεσόγειο και όλη τη Μέση Ανατολή, θα αναδειχθεί μετά την έναρξη του Συριακού Εμφυλίου το Μάρτιο του 2011 και κυρίως μετά την απόφαση του Πούτιν να μην επέμβει στο Λιβυκό Εμφύλιο πόλεμο διευκολύνοντας την κατάρρευση του καθεστώτος Καντάφι. Ο Πούτιν εκ των υστέρων μετάνιωσε για το λάθος του μολονότι ήταν μάλλον δύσκολο να αποσαφηνισθεί ο τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να στηριχθεί μαζικά ο λίβυος δικτάτορας από τη Μόσχα εν τη απουσία της οποιαδήποτε ουσιαστική στρατιωτικής σχέσης συνεργασίας μεταξύ των δύο κρατών κατά τη μεταψυχροπολεμική περίοδο. Το λάθος στους γεωπολιτικούς υπολογισμούς του κ.Πούτιν ήταν ότι οι δυτικοί θεώρησαν ότι η Ρωσία δεν θα αντιδρούσε την προσπάθεια ανατροπής του κ.Άσαντ επειδή δεν αντέδρασε, ούτε κάν σε επίπεδο Συμβουλίου Ασφαλείας του Ο.Η.Ε., στην εκστρατεία ανατροπής του Καντάφι. Οταν το 2012 η Ρωσία άρχισε να στηρίζει μαζικά τον ανεφοδιασμό των δυνάμεων του Άσαντ πολλοί δυτικοί αναλυτές ξαφνιάστηκαν με την επιμονή του κ.Πούτιν όπως ξαφνιάστηκαν και πάλι όταν στα τέλη Αυγούστου του 2015 άρχισαν να εμφανίζονται αναφορές ότι η Ρωσία κατασκευάζει μια νέα αεροπορική αυτή τη φορά βάση στην περιοχή της Λατάκειας, το επίκεντρο της ισχύος του καθεστώτος Άσαντ και την περιοχή που κατοικείται σχεδόν αποκλειστικά από τη θρησκευτική μειονότητα των Αλαουϊτών.

Οι Αλαουΐτες από την οποία προέρχεται όλη η οικογένεια Άσαντ και η άρχουσα συριακή τάξη κυβερνούσαν τη Συρία ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 60. Η επαρχία της Λατάκειας αποτελεί το έσχατο καταφύγιο τους σε περίπτωση που το καθεστώς Άσαντ χάσει τον έλεγχο της Δαμασκού και της στρατηγικής λωρίδας γής που ενώνει τη Δαμασκό με τη Λατάκεια μέσω της Χάμα και της Χόμς. Σε περίπτωση μόνιμης απώλειας του ελέγχου σε οποιοδήποτε τμήμα αυτής γεωγραφικής περιφέρειας η οποία δεν ελέγχεται εξ όλοκλήρου από το καθεστώς Άσαντ, η θέση του Άσαντ στη Δαμασκό θα καταστεί εξαιρετικά αμφίβολη δεδομένου ότι ήδη όλο το νότιο και το μεγαλύτερο μέρος του ανατολικού τμήματος της ευρύτερης Δαμασκού ελέγχεται από ένα αμάλγαμα αντικαθεστωτικών δυνάμεων (ISIS, Al-Qaeda in Syria, Free Syrian Army) που πολεμάει τον Άσαντ όσο περίπου πολεμάει και τον εαυτό του.

Την περίοδο Ιουλίου και Αυγούστου 2015 οι δυνάμεις της ετερογενούς “αντιπολίτευσης” σημείωσαν σημαντικές επιτυχίες καταλαμβάνοντας εδάφη στα νότια-νοτιοανατολικά της Δαμασκού, ενώ κατέστρεψαν την τελευταία στρατιωτική βάση του καθεστώτος στη βορειοδυτική επαρχία Idlib από την οποία υποστηρίζονταν οι θέσεις των κυβερνητικών δυνάμεων στο Χαλέπι, τη μεγαλύτερη πόλη της Συρίας. Εάν οι αντικυβερνητικές δυνάμεις παγίωναν τον έλεγχό τους στην Idlib θα μπορούσαν και να εκδιώξουν σε συνεργασία με το ISIS τον Άσαντ από το Χαλέπι και να στραφούν εναντίον του έσχατου καταφυγίου της Αλαουϊτικής μεινότητας στην Λατάκεια. Οι ρωσικοί βομβαρδισμοί, μονολόντι πλήττουν και στόχους του ISIS (π.χ. Παλμύρα, Αλ-Ράκκα), έχουν επικεντρωθεί στην προσπάθεια (α) να αντιμετωπισθεί από το καθεστώς η πίεση των μη-τζιχαντιστικών δυνάμεων της αντιπολίτευσης προς την πόλη Χόμς έτσι ώστε να μην απειληθεί η επικοινωνία της με τη Λατάκεια και τη Δαμασκό και (β) να ανατραπούν τα εδαφικά κέρδη της εν Συρία Al-Qaida (Jabat al-Nusra Front-JNF) και των δυνάμεων της Μουσουλμανικής Αδελφότητας του ΣΑΣ-Συριακού Απελευθερωτικού Στρατού στην νότια επαρχία Idlib.Ήδη βρίσκεται σε εξέλιξη μια μεγάλη χερσαία επιχείρηση των δυνάμεων του Άσαντ και των ιρανών και λιβανέζων συμμάχων που επιδιώκουν να κεφαλοποιήσουν την τακτική επιτυχία των ρωσικών βομβαρδισμών στις δύο προαναφερθείσες γεωγραφικές ζώνες.

Η τακτική δράση των ρωσικών αεροπορικών δυνάμεων που υποστηρίχθηκε στις 7 Οκτωβρίου 2015 από πυραυλικές επιθέσεις του ρωσικού στόλου της Κασπίας καταδεικνύει ότι η ρωσική στρατηγική δράση στη Συρία είναι επιθετικής όχι αμυντικής κατεύθυνσης. Βασικός στόχος είναι να στηρίξει την ισχύ του καθεστώτος λειτουργώντας ως η πολεμική αεροπορία του Άσαντ προκειμένου:

(α) να εξαλειφθεί ο κίνδυνος διακοπής στη λειτουργία του διαδρόμου Δαμασκός-Χαμά-Χόμς-Λατάκεια,

(β) να παγιωθεί ο έλεγχος του Άσαντ επί της Δαμασκού συντρίβοντας την παρουσία των ISIS-JNF-ΣΑΣ στα νότια-νοτιοανατολικά της πρωτεύουσας

(γ) να μην επιτραπεί στους αμερικανο-τουρκικούς βομβαρδισμούς να αλλάξουν τα δεδομένα υπέρ του ΣΑΣ στην επαρχία Iblid και

(δ) να δυναμώσει αρκετά το καθεστώς Άσαντ έτσι ώστε να δημιουργηθούν οι κατάλληλες πολιτικές συνθήκες μιας κοινής επιχειρησιακής συμμαχίας ανάμεσα στον Άσαντ και το ΣΑΣ που θα επιτρέψει την ήττα της ISIS και του JNF. Από την ήττα αυτή ενδέχεται να προκύψει και εκείνο το ελάχιστοτατο πλαίσιο συννενόησης που θα μπορούσε να τερματίσει τον Συριακό Εμφύλιο ανακόπτωντας τις προσφυγικές ροές που δοκιμάζουν τις αντοχές της ευρωπαϊκής ικανότητας και αξιοπρέπειας.

Εκτός από τη χρήση των βάσεων της Λατάκειας ως στρατηγικός αντιπερισπασμός για τη δυτική αντίδραση στην Κριμαϊκή και της Γεωργία, ή ως βάση προβολής της γεωστρατηγικής επιρροής της Ρωσίας στη Μέση Ανατολή μέσω της έμπρακτης στήριξης του σιιτικού άξονα Ιράν-Σιιτικού-Ιράκ-Άσαντ και Χέζμπολα, η Ρωσία επιδιώκει να επιτύχει και έναν λιγότερο εμφανή επιχειρησιακό στόχο. Ο στόχος αυτός σχετίζεται με την εξουδετέρωση των χιλιάδων τσετσένων και άλλων σουνιτών τζιχαντιστών του Βορείου Καυκάσου που έχουν πυκνώσει τις τάξεις τόσο του ISIS όσο και του JNF μετά το 2013.

Διάφοροι υπολογισμοί κάνουν λόγο για την ύπαρξη 2.500-3.000 τζιχαντιστών ρωσικής καταγωγής όπως και άλλων 7.000 τζιχαντιστών από διάφορες μετασοβιετικές δημοκρατίας της Κεντρικής Ασίας, πρωτίστως από το Ουζμπεκιστάν, που πολεμούν κυρίως μαζί με το ISIS. Στη Συρία επίσης λειτουργούν και τζιχαντιστικές οργανώσεις αραβικής ως επι το πλείστον σύνθεσης που είχαν πολεμήσει μαζι με τους Τσετσένους αυτονομιστές κατά τον δεύτερο Ρωσο-Τσετσενικό πόλεμο του 1999-2000 οι οποίοι έκτοτε προέβησαν σε εντυπωσιακά και συχνά πολύνεκρα τρομοκρατικά πλήγματα εναντίον “μαλακών” μη-στρατιωτικών στόχων στο εσωτερικό της Ρωσίας με χαρακτηρισικό παράδειγμα τη σφαγή του δημοτικού σχολείου στο Μπεσλάν της Βόρειας Οσσετίας το 2005. Δεν αποκλείεται η Ρωσία να αναπτύξει στη Λατάκεια και μονάδες ειδικών δυνάμεων προκειμένου να στοχεύσει τις μετασοβιετικές ταξιαρχίες των Τζιχαντιστών.

Facebook Comments