Στην αρχή της χρονιάς που φεύγει σε λίγες μέρες ο Περουβιανός νομπελίστας συγγραφέας Μάριο Βάργκας Λιόσα έγραφε ότι «Οι Ιάπωνες ευγενείς πια δεν αυτοκτονούν, αλλά η θυσιαστική τελετουργία τους παραμένει ζωντανή, και πλέον είναι συλλογική. Σ’ αυτήν έχουν επιδοθεί χώρες όπως η Αργεντινή και η Βενεζουέλα. Τώρα, είναι η σειρά της Ελλάδας […]».

Ενώ η Αργεντινή φαίνεται να γλύτωσε το χαρακίρι με την εκλογή του Μαουρίτσιο Μάκρι, η χώρα μας δεν τα κατάφερε. Ο Λιόσα αναφερόταν στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ που πλέον μετά από ένδεκα μήνες διακυβέρνησης μαζί με τους Ανεξάρτητους Έλληνες μας παραθέτει έναν εντυπωσιακό απολογισμό. Η προβλεπόμενη ανάπτυξη έγινε ύφεση, οι προεκλογικές δεσμεύσεις από πηγή ελπίδας έγιναν φαντάσματα που θα στοιχειώνουν τον κ. Τσίπρα και τους συντρόφους του για πολλά χρόνια, γνωρίσαμε τα capital controls,το όχι του δημοψηφίσματος που έγινε ναι, το νέο μνημόνιο, τα διάφορα φιάσκο στις διεθνείς σχέσεις της χώρας, με αποκορύφωση τις πρόσφατες απειλές εξόδου της χώρας από τη συνθήκη Σένγκεν. Αν αυτό δεν είναι συλλογικό χαρακίρι τότε η έννοια δεν έχει νόημα. Ο Λιόσα δεν είναι προφήτης, όμως έχει βιώσει τα αποτελέσματα του αριστερού λαϊκισμού που χαρακτηρίζει την κυβέρνησή μας στη Λατινική Αμερική. Μην ξεχνάμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, όπως αναφέρει και στην επίσημη ιστοσελίδα του, αντλεί έμπνευση από όλα τα ακραία αριστερά κόμματα της Νοτίου Αμερικής που μετέχουν στο Sao Paolo Forum.

Όμως ίσως υπάρχει μία διαφορετική λέξη από τη χώρα του ανατέλλοντος ηλίου που να μπορεί να μας δώσει ελπίδα διαφυγής από την τωρινή κατάσταση. Αναφέρομαι στους Καμικάζι.

Σε βάθος χρόνου, ανάμεσα στους αρκετούς παράγοντες που επηρεάζουν την εξέλιξη της χώρας μας, είναι και η μάχη των ιδεών. Όμως η μάχη αυτή απαιτεί χρόνο, αφοσίωση και υπομονή. Δεν κερδίζεται μέσα σε μήνες. Πιο άμεσα οφέλη για τη χώρα μας θα μπορούσε να φέρει μία διαφορετική κυβέρνηση από όσες είχαμε κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης. Μία κυβέρνηση που να μην εξετάζει το πολιτικό κόστος των μεταρρυθμίσεων, όπως έκανε η Νέα Δημοκρατία πριν και μετά την κρίση. Μία κυβέρνηση που να μην επιθυμεί να εδραιώσει την κυριαρχία της σε κάθε έκφανση της κοινωνικής και οικονομικής ζωής των Ελλήνων όπως έκανε το ΠΑΣΟΚ. Μία κυβέρνηση που να μην λαϊκίζει επικίνδυνα ενώ απέχει από το παγκόσμιο γίγνεσθαι και να μην φοβάται να πει πικρές αλήθειες, όπως κάνει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ.

Οι κυβερνήσεις αυτού του είδους δεν είναι προϊόντα της φαντασίας. Έχουν υπάρξει αρκετές και συνήθως κρύβονται πίσω από κάθε πραγματικό success story που έχει σημειωθεί στην Ευρώπη μετά την κατάρρευση του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού. Αυτές τις κυβερνήσεις αξίζει να τις αποκαλούμε Καμικάζι καθώς έχουν περιορισμένη διάρκεια, αντιμετωπίζουν τεράστιες αντιδράσεις από τις βολεμένες ομάδες συμφερόντων, καταλήγουν να μην είναι δημοφιλής στο τέλος της θητείας τους και ως συνέπεια χάνουν τις εκλογές. Στην πορεία όμως σώζουν τις χώρες τους από την ολοκληρωτική καταστροφή.

Δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα κυβερνήσεων καμικάζι είναι η δεύτερη θητεία της κυβέρνησης του Μίκουλας Τζουρίντα στη Σλοβακία και  του Μιχαήλ Σαακασβίλι στη Γεωργία. Οι δύο αυτές κυβερνήσεις εφήρμοσαν τεράστιες δομικές μεταρρυθμίσεις στις χώρες τους σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα και με αξιοθαύμαστη αδιαφορία του πολιτικού κόστους στις δύσκολες στιγμές. Δεν υπήρξαν τέλειες ή άνευ σκανδάλων ή λαθών, όμως το αποτέλεσμα των πολιτικών τους μιλάει από μόνο τους.

Η Σλοβακία μέσα σε λίγα χρόνια από τη διεθνή απομόνωση βρέθηκε εντός Ε.Ε. και ΝΑΤΟ. Η οικονομία της έγινε από τις πιο ανταγωνιστικές του κόσμου και γνώρισε τη μεγαλύτερη ανάπτυξη ανάμεσα στις 27 χώρες της Ε.Ε. την περίοδο 2000-2012. Η ανεργία έπεσε από το 19,3% το 2001 στο 9,6% το 2008 πριν την παγκόσμια κρίση. Το δημοσιονομικό έλλειμμα έπεσε από 12% το 2000 σε 2% το 2008. Το δημόσιο χρέος επίσης μειώθηκε δραματικά από 50% του ΑΕΠ το 2000 σε 28% το 2008. Τα οικονομικά θαύματα της περιόδου αυτής είναι πολύ περισσότερα αλλά αυτοί οι βασικοί δείκτες είναι εκείνοι που σε μεγάλο βαθμό απασχολούν και τη χώρα μας.

Στην Γεωργία η απόδοση της κυβέρνησης καμικάζι ήταν παρόμοια. Το 2006 η χώρα κατείχε την 112η θέση στον δείκτη επιχειρηματικότητας της παγκόσμιας τράπεζας. Μετά από μόλις ένα χρόνο ριζοσπαστικών μεταρρυθμίσεων η Γεωργία είχε ανέλθει στην 37η θέση. Το 2004 η χώρα μαστιζόταν από τη διαφθορά και καταλάμβανε την 134η θέση στην παγκόσμια κατάταξη της Διεθνούς Διαφάνειας. Το 2012 είχε ανέβει στην 51η θέση. Στον Δείκτη Οικονομικής Ελευθερίας της Wall Street Journal και του Heritage Foundation η επίδοση ήταν εξίσου εντυπωσιακή. Από 91η το 2004 μόλις 21η το 2013.

Ένα κοινό χαρακτηριστικό και των δύο αυτών κυβερνήσεων ήταν ότι σε θέσεις κλειδιά υπήρξαν φιλελεύθεροι άνθρωποι που καταλάβαιναν τη λειτουργία της αγοράς και δεν ενδιαφέρονταν για πολιτικές καριέρες. Δύο εξ αυτών ήταν ο εκλιπών Κάχα Μπεντουκίτζε και ο Ιβάν Μίκλος. Ο Μπεντουκίτζε ήταν ήδη αρκετά πλούσιος όταν του ζητήθηκε να μετέχει στην κυβέρνηση Σαακασβίλι προκειμένου να μεταρρυθμίσει τη Γεωργιανή οικονομία. Ο Μίκλος, που τον περασμένο Μάη συμμετείχε στο Έκτακτο Οικονομικό Συνέδριο για την Ελλάδα που διοργάνωσε το Κέντρο Φιλελεύθερων Μελετών και το Ελληνικό Παρατηρητήριο Ελευθεριών, υπήρξε ο άνθρωπος που στήριξε και εφάρμοσε πολλές από τις δύσκολες δομικές αλλαγές ως αναπ. Πρωθυπουργός και Υπουργός Οικονομικών. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια μίας κατ’ιδίαν συζήτησης, μου ανέφερε την τεράστια σημασία που είχε η αδιαφορία για το πολιτικό κόστος για μία μεταρρυθμιστική κυβέρνηση.

Ας ελπίσουμε ότι και η χώρα μας έχει στη διάθεσή της αυτούς τους καμικάζι που μετά τα συντρίμμια που δημιούργησε ο δικομματισμός (1975-2014) και ο ΣΥΡΙΖΑ (2015 -) θα αναλάβουν με παρρησία το πολιτικό κόστος να βγάλουν τη χώρα από το αδιέξοδο.

Ακόμα και αν υπάρχουν όμως, παραμένει αμφίβολο το αν οι πολίτες θα τους στηρίξουν ή θα συνεχίσουν το χαρακίρι.

Facebook Comments