Είναι χιλιοειπωμένο ως συμπέρασμα το ότι η χώρα αυτή τη στιγμή πορεύεται σε έναν κόσμο που αλλάζει ραγδαία χωρίς ουσιαστικό προσανατολισμό. Βρισκόμαστε σε ένα περιβάλλον όπου η διεθνής αστάθεια πλέον τείνει να παγιωθεί, ενώ συγχρόνως η τεχνολογική έκρηξη σε διάφορους τομείς παράλληλα με την ευρύτατη διασπορά της γνώσης και της πληροφορίας κάνουν  ακόμα πιο δραματικό τον διεθνή ανταγωνισμό.

Οι παραπάνω εξελίξεις θα έπρεπε προφανώς να προβληματίσουν οποιαδήποτε ηγεσία μιας χώρας που θα θέλει όχι να είναι πρωταγωνίστρια, αλλά απλώς να μπορεί να δώσει το «παρών» στις εξελίξεις του 21ου αιώνα.

Η υπέρβαση της διαχειριστικής λογικής που γενικότερα έχουμε περιέλθει και η μεταβίβαση στην στρατηγική παραγωγής βιώσιμων αναπτυξιακών μοντέλων θα έπρεπε να αποτελούσαν την κορωνίδα της πολιτικής ατζέντας. Δυστυχώς όμως η επικοινωνιακή διαχείριση του «παρόντος» ως πολιτικού υποκειμένου και η εξυπηρέτηση των παγιωμένων δομών έστω με μια συνεχή συρρίκνωση του πλούτου που παράγουμε, είναι πολύ πιο εύκολη για μεγάλο μέρος του πολιτικού προσωπικού της χώρας.

Ενδεικτική είναι η κατάσταση στην εκπαίδευση και στην παιδεία γενικότερα, ένας θεμελιώδης άξονας ανάπτυξης για ένα σύγχρονο κράτος. Αφού ισοπεδώθηκε η μεταρρυθμιστική προσπάθεια της Άννας Διαμαντοπούλου, η οποία βασίζονταν σε ευρύτατες συναινέσεις,  γυρίσαμε πίσω σε ένα πρακτικά χρεοκοπημένο εκπαιδευτικό μοντέλο.

Όμως αναρωτιέμαι, τι ρόλο μπορεί να έχει το  Ελληνικό Πανεπιστήμιο στο μέλλον;

Νομίζουν άραγε όσοι αυτή τη στιγμή νιώθουν άνετα σε ένα περιβάλλον «θεσμικής προστασίας» εντός των τειχών κάποιου πανεπιστημιακού ιδρύματος, ότι οι προκλήσεις δεν θα τους αγγίξουν;

Τα ελληνικά πανεπιστήμια πλην εξαιρέσεων είναι προσανατολισμένα στο  να τροφοδοτούν τον Δημόσιο και ορισμένα προστατευμένα επαγγέλματα με στελέχη. Σε μια εποχή ανοικτής γνώσης και ακαδημαϊκής ευελιξίας, αποτελούν εν πολλοίς δυσκίνητους μηχανισμούς που κρατούν κλειστή τη γνώση. Το όποιο κύρος τους βασίζεται δυστυχώς κυρίως στους νόμους που παρεμποδίζουν την λειτουργία Ιδιωτικών Πανεπιστημίων και δυσχεραίνουν την αναγνώριση των αλλοδαπών πτυχίων (παράλληλα όμως το κράτος υποκριτικά επιτρέπει την εξωθεσμική λειτουργία μη αναγνωρισμένων ιδιωτικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων).

Έχουμε άραγε αντιληφθεί πως βαδίζουμε σε μια εποχή που τα παραγωγικά μοντέλα που γνωρίζαμε έχουν αρχίσει να αλλάζουν ολοκληρωτικά; Έχουμε συναίσθηση του ρόλου της νέας τεχνολογίας στην παραγωγή; Γίνεται αντιληπτό το ότι ένα πτυχίο μόνο του πλέον δεν επαρκεί καθώς  η γνώση μετασχηματίζεται συνεχώς και η επιμόρφωση είναι σχεδόν πάγια ανάγκη; Κατανοούμε ότι ακόμα και η ίδια η διαχείριση της γνώσης γίνεται όλο και πιο ανοικτή και παγκόσμια και εξαρτάται λιγότερο από τα (στατικά) πανεπιστήμια;  Γίνεται τέλος άραγε αντιληπτό ότι σε μια χώρα που έχει πάνω από 1.000.000 ανέργους και αρκετούς αυτούς με πτυχία που χάνουν σταδιακά την αξία τους , δεν μπορεί να μην έχεις βρει μια φόρμουλα ευέλικτης επανεκπαίδευσης;

Η συζήτηση για το τι πανεπιστήμια και τι εκπαιδευτικό σύστημα θέλουμε, είναι μέχρι τώρα προσχηματική. Συχνά βάζουμε μπροστά τις ιδεοληψίες και επιδεκτικά αγνοούμε την πραγματικότητα. Άλλωστε αυτοί που κάνουν κατ επανάληψη λάθος στις εκτιμήσεις τους για την παιδεία, παραμένουν ακλόνητοι στις θέσεις τους καθώς βρίσκονται σε ένα σταθερό σύστημα που αρνείται να αξιολογηθεί, αν και μέρα με τη μέρα γίνεται όλο και πιο παρωχημένο  και ανίκανο να προσφέρει τις υπηρεσίες του στην κοινωνία και στη παραγωγή της  χώρας.

Η ανάγκη για ένα πραγματικά ανοικτό, ανταγωνιστικό και ισότιμο εκπαιδευτικό σύστημα, δεν αποτελεί κάποιου είδους «φιλελεύθερη ρητορική». Τουναντίον θα έπρεπε να είναι η πρόταση η οποία θα πρέπει να συνταχθεί  από όλους όσους θέλουν να φτιάξουμε μια κοινωνία με λιγότερους  αποκλεισμούς ώστε να βοηθήσουμε περισσότερους πολίτες να βρεθούν σε μια συνεχή σχέση με τη παραγωγή της γνώσης και με τη γνώση της παραγωγής.

Facebook Comments