Ο γενικός Εισαγγελέας του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, τοποθετούμενος σήμερα επί της υποθέσεως των ομαδικών απολύσεων στις οποίες προέβη το 2013 η ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ, αποφάνθηκε ότι δεν είναι συμβατή προς το κοινοτικό Δίκαιο η ελληνική νομοθεσία η οποία, μεταξύ άλλων, απαιτεί από τους εργοδότες να λαμβάνουν διοικητική έγκριση πριν προβούν σε ομαδικές απολύσεις, και η οποία εξαρτά την εν λόγω έγκριση από τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, από την κατάσταση της επιχειρήσεως και από το συμφέρον της εθνικής οικονομίας.

Αφορμή των σημερινών προτάσεων του εισαγγελέα ήταν η προσφυγή της ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ, (που ανήκει στον γαλλικών συμφερόντων πολυεθνικό όμιλο Lafarge) στο Συμβούλιο της Επικράτειας κατά της απόφασης του υπουργείου Εργασίας που απέρριπτε αίτημά της για την εφαρμογή ενός σχεδίου αναδιάρθρωσης της εταιρίας που προέβλεπε και ομαδικές απολύσεις.

Στις προτάσεις του, ο εισαγγελέας Νιλς Βαλ επισημαίνει ότι οι οι απαιτήσεις της ελληνικής νομοθεσίας του 1983 (Νόμος 1387/1983, ως τροποποιηθείς ισχύει), που θέλουν από τους εργοδότες να λαμβάνουν διοικητική έγκριση πριν από μία ομαδική απόλυση, έγκριση που εξαρτάται από τις συνθήκες της αγοράς εργασίας, την κατάσταση της επιχείρησης και το συμφέρον της εθνικής οικονομίας, δεν συνάδουν με το ευρωπαϊκό πλαίσιο.

Σημειώνει, μάλιστα, ότι το γεγονός ότι το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί να αντιμετωπίζει οξεία οικονομική κρίση, η οποία συνοδεύεται από πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας, δεν επηρεάζει αυτό το συμπέρασμα.

«Το γεγονός ότι το εν λόγω κράτος μέλος μπορεί να διέρχεται από οξεία οικονομική κρίση, η οποία συνοδεύεται από πολύ υψηλά ποσοστά ανεργίας, δεν επηρεάζει αυτό το συμπέρασμα», επισημαίνει συγκεκριμένα ο γενικός εισαγγελέας.

Ο εισαγγελέας επικρίνει ιδιαίτερα την πρόβλεψη ότι οι εργοδότες θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τους τις συνθήκες στην αγορά εργασίας, υποστηρίζοντας ότι δεν υπάρχει κανένα κέρδος από μία προστασία που ουσιαστικά μπορεί να υποχρεώσει μία επιχείρηση να πτωχεύσει και συνεπώς να μη δώσει αποζημιώσεις στο προσωπικό της.

«Εάν η εργοδότρια επιχείρηση καταστεί αφερέγγυα, εξαιτίας της οφειλόμενης στην εν λόγω άρνηση οικονομικής αναποτελεσματικότητας, θα έχει σαφές κίνητρο να κινήσει διαδικασία λύσεως και εκκαθαρίσεώς της, μετά την οποία δεν θα δεσμεύεται πλέον από την οδηγία 98/59 και, κατά πάσα πιθανότητα, δεν θα διαθέτει τα απαιτούμενα κεφάλαια για την αποζημίωση των εμπλεκόμενων εργαζομένων, εφόσον η επίμαχη ρύθμιση συνεχίσει να ισχύει σε μια τέτοια περίσταση. Τίθενται έτσι, παρεμπιπτόντως, σε κίνδυνο και οι θέσεις εργασίας των εργαζομένων που δεν επρόκειτο να απολυθούν. Ως εκ τούτου, αμφιβάλλω ότι η επίμαχη ρύθμιση θα μπορούσε να συμβάλει, με οποιονδήποτε ουσιαστικό τρόπο, στη μείωση του ποσοστού ανεργίας», αναφέρει χαρακτηριστικά.

Ο κ. Βαλ γνωμοδοτεί παράλληλα πως με δεδομένο το ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο, ο πήχης στον προσδιορισμό του τι συνιστά δικαιολογημένη απόλυση δεν μπορεί να είναι αρκετά υψηλός.

«Τούτο θα είχε ως συνέπεια να αναγκάζεται η επιχείρηση να αναβάλλει τα σχέδια αναδιαρθρώσεώς της επ’ αόριστον, με κίνδυνο να παραμένει οικονομικά αναποτελεσματική», αναφέρει.

Facebook Comments