Χώρα Νάξου, δεκαπενταύγουστος, τρεις η ώρα τα χαράματα και το παλιό Nissan Micra σταματά με αλάρμ μπροστά στην δημόσια βρύση. Από τη θέση του οδηγού βγαίνει μια γυναίκα γύρω στα σαράντα. Κρατά ένα μεγάλο πλαστικό μπιτόνι. Στη θέση του συνοδηγού κάθεται στραβοχυμένα ένα αγόρι γύρω στα δέκα. Την ώρα που η μητέρα του ξεκινά να γεμίζει – ακριβώς κάτω από το μπαλκόνι μου – ξεκινώ τους υπολογισμούς: Μια τετραμελής οικογένεια θέλει τουλάχιστον μιαν εξάδα εμφιαλωμένων τη μέρα. Το φθηνότερο νερό στο νησί κοστίζει 1.18. Ελάχιστο κόστος €10 εβδομαδιαίως για ένα σπίτι σε περιοχή όπου το νερό του δικτύου καλό είναι να μην πίνεται. Σχεδόν ένα πενηντάρικο το μήνα. Μόνο για νερό. Απολύτως λογικό, που μέσα Αυγούστου και μαύρα μεσάνυχτα η νοικοκυρά μάνα ξεσηκώνεται και τρέχει να ανεφοδιαστεί.

Την ώρα εκείνη η γυναίκα βάζει το κόκκινο πώμα στο γεμάτο δοχείο, γυρίζει τη βάνα και πάει να ξαναμπεί στο αμάξι. Όμως, ο ρουμπινές δεν έχει κλείσει και η βρύση ακόμα τρέχει – τρέχει, δεν στάζει. Η γυναίκα το αντιλαμβάνεται, κοντοστέκεται, και προτού περάσουν δύο δευτερόλεπτα αποφασίζει να συνεχίσει το δρόμο της, αδιαφορώντας για το δημόσιο αγαθό του οποίου μόλις έκανε χρήση – και που στο νησί, ειδικά τους θερινούς μήνες, είναι είδος εν ανεπαρκεία. Και να πεις ότι είναι μεσημέρι και περιμένει άλλος στη σειρά; Στις τρεις τα ξημερώματα, ποιος θα κλείσει τη βρύση;

Οι ελπίδες μου στρέφονται προς τον μικρό. Μπορεί να μου κακοφάνηκε, πως δεν φιλοτιμήθηκε να βγει από το αυτοκίνητο και να επιχειρήσει, τουλάχιστον, να βοηθήσει τη μητέρα του να κουβαλήσει το βαρύ μπιτόνι ως το αυτοκίνητο, όμως δεν θα του πάρει και πάνω από πέντε δευτερόλεπτα, να πεταχτεί για να κλείσει τη βρύση. Σιγά μην. Ο μικρός, με το χέρι να κρέμεται έξω από το παράθυρο (σαν ταρίφας του μέλλοντος που ποτέ δεν θα βάλει taxibeat, αλλά μόνο θα πρήζει τους πελάτες του με σιχτίρια για την κίνηση, τους πολιτικούς, τους δημοσιογράφους και όποιον άλλον του υποδεικνύουν πληρωμένα μπλογκ και εκπομπές προαγωγών) παρακολουθεί τη μάνα του να ζορίζεται και μαζί το νερό να τρέχει και να χάνεται. Αμέτοχος. Αδιάφορος. Ασυγκίνητος.

Την ώρα που το αυτοκίνητο απομακρύνεται, η παρέα μου, που παρακολουθεί δίπλα μου τη σκηνή με κοινή απορία, έχει ήδη κινητοποιηθεί και κάποιος κατεβαίνει να κάνει το αυτονόητο. Κι εγώ σκέφτομαι, με μια δόση αυθαιρεσίας, ότι αυτή η γυναίκα τα βράδια πιθανότατα βλέπει στα κανάλια της φθήνιας και της προστυχιάς τους έμμισθους της νέας διαπλοκής να καυτηριάζουν τους «κλέφτες» και τους «προδότες». Πως το προηγούμενο καλοκαίρι μπορεί να ζήταγε κρεμάλες για τους υποστηρικτές του ΝΑΙ και φέτος θα γονατίσει στους φόρους, αλλά θα γράφει και στο facebook πόσο χαίρεται, που ο Αλέξης θα κλείσει το MEGA και τον ΣΚΑΪ.

Πρόκειται περί κλασικής περίπτωσης – συνεχίζω το παραληρηματικό σκεπτικό μου: Δεν δίνει δεκάρα τσακιστή για το κοινό συμφέρον, αλλά διαμαρτύρεται για τα πάντα, δίχως καμιά συναίσθηση ευθύνης. Αν η Νάξος μείνει από νερό θα τα βάλει με τον Δήμαρχο, με τον ίδιο τρόπο που τα έβαλε μ’εκείνους που η ίδια ψήφιζε για χρόνια ώστε να την βολεύουν. Η εντεινόμενη φτωχοποίηση την κάνει να αντιμετωπίζει το φάσμα της επιστροφής σε εθνικό νόμισμα μοιρολατρικά, διότι «πόσο χειρότερα μπορούν αν γίνουν πια τα πράγματα;». Και ποτέ δεν ασχολήθηκε σοβαρά με το να δώσει στο παιδί της δυο βασικές αρχές, δυο κατευθύνσεις για το πώς γίνεται κανείς σωστός άνθρωπος και πολίτης. Επαφίεται στη ρώσικη ρουλέτα του δημοσίου σχολείου, όπου διδάσκουν εγκληματίες και ήρωες πλάι-πλάι – και που σε λίγα χρόνια θα υπηρετούν οι φωστήρες, που πέρασαν φέτος με κάτω από τη βάση σε παιδαγωγικές σχολές των ελληνικών πανεπιστημίων.

Υπερβολές; Έναν μήνα σε άδεια, έξω από τη γυάλα, συνάντησα αμέτρητους ανθρώπους. Με κανέναν δεν μάλωσα, με πολλούς διαφώνησα. Ταξίδεψα πάνω-κάτω την Ελλάδα. Την πραγματική Ελλάδα, όχι αυτήν της αραβικής χλιδής και των ολιγαρχών. Είτε από παραίτηση, είτε από χοντροκοπιά, από εκδικητικότητα, ή από έναν ιδιάζοντα νεοελληνικό νιχιλισμό, όλο και περισσότεροι Έλληνες, δεμένοι στο άρμα του κάλπικου εθνοπατριωτισμού, που στήνει μέρα με τη μέρα τη νομενκλατούρα και την οικονομική ολιγαρχία του, ζουν με μικρές καθημερινές πράξεις το «Κούγκι». Τινάζουν τη χώρα στον αέρα την ίδια ώρα που βρίζουν και κλαίγονται. Ορισμένοι το παίζουν και ένθερμοι ορθόδοξοι. Φοράνε κομποσχοίνια και πηγαίνουν στο Όρος, αναθεματίζουν τον Πατριάρχη, τους Δυτικούς, τους «σύγχρονους ενωτικούς», αδιαφορώντας για τις διδαχές που προτρέπουν στην κατασίγαση του πάθους και του θυμού, στην πραότητα, την μετάνοια, την αγάπη. Μέχρι και τον Χριστό, α λα καρτ τον θέλουν. Και δεν είναι κατ’ανάγκη παλιάνθρωποι. Μέχρις εκεί τους κόβει.

Καταμεσής του τρίτου μνημονίου όλα ρέπουν προς το επιφανειακότερο και πάντα φταίει κάποιος άλλος. Στην πλειονότητά μας υιοθετούμε και βάζουμε ταμπέλες, ποστάρουμε τσιτάτα από κείμενα που δεν θα διαβάσουμε ποτέ, γινόμαστε οπαδοί και όχι συμμέτοχοι, ζηλωτές κι όχι πιστοί. Επιτρέπουμε έτσι την απολυταρχική κατηφόρα. Κι αν αύριο ο νεοκομμουνιστικός προγραμματισμός της ελληνικής κυβέρνησης κλείσει κάποια από τα ιστορικότερα τηλεοπτικά κανάλια της μεταπολίτευσης για να εγκαθιδρύσει τον προπαγανδιστικό βραχίονα του επιχειρηματικού συστήματος που από καιρό εξυπηρετεί, θα έχει εν μέρει αποδοθεί μιας μορφής δικαιοσύνη.

Όχι διότι οι των ΜΜΕ συνταχθήκαμε, υποτίθεται, με τους κλέφτες και τους διαπλεκόμενους – αφού τούτοι εδώ και ίδιοι είναι και χειρότεροι θ’αποδειχθούν εφόσον εξακολουθήσουν το έργο τους. Αλλά διότι συμβάλαμε στη γαλούχηση ενός υπέρογκου πλήθους αντιδραστικών, αμόρφωτων Ελλήνων – ίδιων και χειρότερων των προηγούμενων γενεών. Αν κλείνουν τώρα εμβληματικά κανάλια, ας παραδεχθούμε πως φταίνε τα βραζιλιάνικα, τα αργεντίνικα και τα τούρκικα, το κουτσομπολιό μέχρις εσχάτων, οι ειδήσεις με τους πηχιαίους τίτλους-φασόν και το απελπιστικά περιορισμένο λεξιλόγιο, η εμμονή στην ατάκα και η ταφή του επιχειρήματος. Κι αν κάποιοι δεν φταίνε, μαζί με τα ξερά καίγονται και χλωρά καθώς γύρω τους βαράνε νταούλια και ζουρνάδες, γλεντάει ο όχλος. Επί δικαίων και αδίκων. Έτσι γίνεται. Ας μην λέμε κι εμείς πως υπαίτιοι είναι μόνο οι άλλοι.

Ακούω διαρκώς περί σανού. Κι επικεντρώνουμε σ’εκείνους που ταΐζουν τον σανό. Ποιος τρώει, όμως, τον σανό; Ποιος διαμόρφωσε αυτόν που τρώει τώρα τον σανό; Συμβαίνει γύρω μας κι είναι πια ιστορικό φαινόμενο. Λέγεται Πούτιν, Ερντογάν, κινεζικό μοντέλο, Τραμπ και ευρωπαϊκός εθνολαϊκισμός. Για ποιον λόγο να τη γλιτώσουμε εμείς; Καλύτεροι είμαστε; Όχι. Και τα ΜΜΕ φέρουμε γι’αυτό βαριά ευθύνη.

Για να δούμε, τί προλαβαίνει να σωθεί.

ΥΓ1 –Το «Κλείσε μας, Αλέξη» αντιγράφει το «Βάρα μας, Μαλάμη». Όσοι δεν το γνωρίζουν, ας επιμορφωθούν εδώ.

ΥΓ2 – Το κείμενο αυτό δεν προκαταλαμβάνει καμία εξέλιξη σχετική με το μέλλον του ΣΚΑΪ. Η αναδημοσίευσή του επιτρέπεται μόνον εφόσον παρατεθεί ολόκληρο και με αναφορά στην αρχική πηγή.

Facebook Comments