Όσοι με παρακολουθούν από τα κείμενά μου, γνωρίζουν καλά, ότι ζώ από το 1999 στην Σόφια της Βουλγαρίας. Εϊδα μιά χώρα ρημαγμένη από την απόλυτη κατάρρευση του 1997, με απώλεια θέσεων εργασίας για περίπου 2 εκατομμύρια κόσμο και με την κατάρρευση 16 τραπεζών, μέσα σε μιά χώρα όπου ακόμα το ιδιωτικό σύστημα δεν είχε χτιστεί, υπήρχε ανομία και η έννοια της δημοκρατίας ήταν ακόμα σε εμβρυακό στάδιο. Από τότε ζώ στην Σόφια και είδα βήμα-βήμα πώς οι νέοι άνθρωποι αναγεννήθηκαν έτος με το έτος και έκαναν μέσα σε μιά περίοδο σχεδόν είκοσι ετών, από αυτή την δύσκολη για τη χώρα χρονική στιγμή, την διαφορά, με την ανασύνταξη της χώρας, την ένταξή της στο ΝΑΤΟ και ήδη την 10-χρονη πορεία της πλέον ως πλήρους μέλους της ΕΕ.

Μετά την κρίση εκείνη, ο κόσμος της Βουλγαρίας τα είχε χάσει όλα και η νέα γενιά ήταν απελπισμένη μη έχοντας χρήματα ούτε για τα πλέον βασικά. Ολοι οι μορφωμένοι που ξαφνικά είχαν χάσει δουλειές και αποταμιεύσεις έπρεπε να φύγουν να βρούν ακόμα και τις πιό δύσκολες και πλέον υποτιμητικές εργασίες ώστε απλά να επιβιώσουν. Η Βουλγαρία απλά έλαβε συνδρομή του ΔΝΤ και δεν είχε την τύχη της Ελλάδας για πλήρη οργανωτική συνεργασία με την τρόϊκα και τα τεράστια δάνεια μέσω των μνημονίων, με πολύ χαμηλό έως μηδαμινό επιτόκια, αλλά ούτε και τα πλεονεκτήματα που προσφέρει μιά αναπτυγμένη καπιταλιστική οικονομία μέσα στον δυτικό κόσμο. Οι άνθρωποι εκεί απλά έπρεπε να επιβιώσουμε με το οτιδήποτε ήταν διαθέσιμο και η φυγή στο εξωτερικό ως λαθρομετανάστες ήταν η μόνη λύση. Περίπου 2 εκατομμύρια έφυγαν από τους οποίους επέστρεψε πάνω από 1 εκατομμύριο. Ομως η ανάγκη τους έδειξε ότι μπορούν και πρέπει να κάνουν δουλειές που ήταν δύσκολες για άλλους.

Η όλη αυτή κατάσταση δημιούργησε γενιές ανθρώπων, που από τη νωθρότητα των ετών του κομμουνισμού, μετατράπηκαν σε υπερεργατικά άτομα. Ετσι, όταν άρχισε να εμφανίζεται η ανάπτυξη στην χώρα το 2002 και μετά, έκαναν τα αδύνατα-δυνατά για να αρπάξουν τις ευκαιρίες. Από το 2002 μέχρι σήμερα πέρασαν 14 χρόνια και αυτό που διαπιστώνω είναι ότι η κρίση της δεκαετίας του 1990 και η προσαρμογή της κοινωνίας σε αυτήν, έφερε στο προσκήνιο ανθρώπους μαχητές που έχουν την πρόθεση και την διάθεση να δημιουργήσουν και δεν σταματούν να εργάζονται. Τα νέα παιδιά αναλαμβάνουν ακόμα τις δύσκολες εργασίες, ακόμα και αν έχουν γονείς οι οποίοι έχουν εξασφαλίσει τα προς το ζήν. Οι αγροτικές εταιρείες δεύτερης γενιάς, συμμετέχουν σε διεθνείς εκθέσεις ή κάνουν συμβολαιακή γεωργία. Παραγωγικές εταιρείες αναζητούν αγορές σε άλλες χώρες. Και αυτό δεν είναι φαινόμενο της μικρής χώρας, της Βουλγαρίας. Είναι κάτι που συμβαίνει σε όλες τις ανατολικές πρώην κομμουνιστικές περιοχές. Γι αυτό και τα αποτελέσματα των χωρών αυτών είναι καλύτερα από της υπόλοιπης δυτικής κοινωνίας.

Το κοντράστ της ελληνικής κοινωνίας μέσα από ένα γεγονός

Ημουν για διακοπές στη Ρόδο. Σε ένα πολύ καλό ξενοδοχείο, με πλήρως ελληνικό προσωπικό εκτός από δύο άτομα, με επιχειρηματίες που τηρούν τους κανονισμούς σε όλο το προσωπικό και καλούς επίσης πελάτες, στην παραλία, υπήρχαν 30 περίπου δυάδες με ξαπλώστρες. Τις εξυπηρετούσαν ως σερβιτόροι, ένας Ελληνας, 20 ετών από ένα γειτονικό χωριό και ένας 30-χρονος από το Μπαγκλαντές, ο οποίος ζεί επί 12 χρόνια, νόμιμα, στην Ελλάδα. Ο δεύτερος εργαζόταν πολύ αποτελεσματικά και έντονα, ενώ ο πρώτος ήταν νωθρός. Από τα φιλοδωρήματα κέρδιζαν και οι δύο περί τα 20€ με 30€ ημερησίως συν ένα μισθό που είχαν εκεί. Κάποια μέρα ο ελληνας νεαρός παραιτήθηκε. Τον ρώτησα γιατί το έκανε και μού είπε ότι δεν είχε διάθεση επειδή η δουλειά του σερβιτόρου στην παραλία ήταν κουραστική. Τον ρώτησα αν έχει κάτι άλλο, εναλλακτικό και είπε «οχι». Απλά δεν μπορούσε να την κάνει την εργασία αυτή παρά τα καλά κέρδη που ήταν ο μισθός και άλλα 900€ που είχε κερδίσει από φιλοδωρήματα. Από την επόμενη ημέρα, ο μετανάστης πήρε όλη την δουλειά πάνω του και μόνο την πρώτη μέρα εργασίας είχε ήδη μαζέψει σε φιλοδωρήματα το ποσόν των 55€.

Ο άνθρωπος από το Μπαγκλαντές, μου θυμίζει ακριβώς εκείνες τις γενιές μετά την μεγάλη κρίση της Βουλγαρίας που έκαναν ακριβώς τον ίδια μορφή εργασίας και δεν εσκυβαν το κεφάλι στις δυσκολίες από τη νωθρότητα. Κάνοντας κατόπιν μιά βόλτα στην πόλη της Ρόδου και σε άλλα μέρη θα δείς εκατοντάδες ανθρώπους που χαλούν τη ζωή τους με το καφέ, τα σχόλια στα κοινωνικά δίκτυα και μιά απίθανη και συνεχή νωθρότητα. Αντιπροσωπεύουν αυτό που ο Γιάννης Κουτσομύτης ανέφερε σε μιά συνέντευξή του στο «Κ» της Καθημερινής στις 7/8/2016: «Στην ελληνική κοινωνία κυριαρχεί η απάθεια, ο συμβιβασμός με την καθίζηση, ένα είδος ανατροφοδοτούμενης κατάθλιψης». Αν ρωτήσεις αυτή την τεράστια μάζα ανθρώπων που σε άλλες εποχές θα είχε το δημόσιο ως το απόλυτο ιδανικό του, ακριβώς για την ίδια νωθρότητα, θα σού απαντήσει ότι «έχουμε γεννηθεί στην χώρα που τα έχει όλα, ξενοδοχεία, τουρισμό και έναν δομημένο σύστημα, που κάτι θα μας αφήσει στο τέλος για τα προς το ζείν». Μέσα σε όλη αυτή την ανάγνωση των δεδομένων έμαθα ότι στις πλέον τουριστικές περιοχές, πολλοί από τους επιχειρηματίες είναι αλβανοί, παλαιοί μετανάστες, που μάζευαν όλα τα χρόνια της ευμάρειας και οι οποίοι αγόρασαν επιχειρήσεις όταν ήρθε η κρίση, η οποία βρήκε τους έλληνες «γυμνούς», με δάνεια και με μιά επίπλαση καλή ζωή αλλά και με αδυναμία να κρατήσουν τις επιχειρήσεις που κάποιες παλαιότερες γενιές είχαν φτιάξει.

Έφερα αυτή τη σύγκριση μεταξύ δύο κοινωνιών και δύο ομάδων ανθρώπων που έχω ζήσει και δεί από κοντά για να εξηγήσω στον αναγνώστη μου ότι ίσως η ελληνική κοινωνία θα είχε οδηγηθεί στη σωτηρία, αν η Ελλάδα είχε περάσει τον δρόμο της Αργεντινής ή της Βουλγαρίας. Με το να είσαι «ο αγαπημένος λαός του Θεού» και να μην κάνεις κάτι μαζικά για να βγείς από το τέλμα της ζωής στην οποία ζείς, είναι σαν να αυτοκτονείς. Ολόκληρες γενιές ανθρώπων σε δημιουργική ηλικία, μέσα από παραίτηση, ουσιαστικά αυτοκτονούν. Ετσι, είναι απόλυτα φυσιολογικό γεγονός το ότι επιλέγουν πολιτικούς που τους τάζουν θαύματα, αν και γνωρίζουν ότι τα θαύματα αυτά ποτέ δεν θα γίνουν. Προτιμούν να είναι τα θύματα θαυματοποιών παρά οι θαυματουργοί, όπως σε μεγάλο βαθμό εξελίσσονται οι αντίστοιχες κοινωνίες στις νέες χώρες της μετακομμουνιστικής Ευρώπης.

Την Ελλάδα δυστυχώς την έκτισε έτσι η φιλοσοφία της λατρείας του κράτους. Της ανάγκης όλοι να δουλέψουν για το κράτος και όσοι βαριούνται, με κάποιο νόμιμο ή παράνομο τρόπο να επιδοτηθούν από αυτό. Ετσι και η νωθρότητα, η απίστευτη ραστώνη σε καφέ και σε άλλα μέρη όπου απλά σκοτώνει κανένας τον χρόνο του, οδήγησε στην υιοθέτηση πρακτικών όπως οι αντεξουσιαστές-καταστροφείς από οικογένειες πλουσίων, ή σε κομμουνιστές που οι δικοί τους, τους τάϊζαν με χρυσά κουτάλια και οι οποίοι δεν είχαν επίγνωση της αληθινής ζωής, όπως την έζησαν άλλοι λαοί που καταστράφηκαν και αναγκάστηκαν να πολεμήσουν για να σταθούν στα πόδια τους.

Ποιός έχει το κλειδί της αλλαγής;

Μπορεί να γίνει αλλαγή της κοινωνίας; Πώς μπορεί να ξυπνήσει όλος αυτός ο κόσμος και να αρχίσει να σκέφτεται δημιουργικά; Υπάρχει ελπίδα; Ναι, υπάρχει, μόνο που πρέπει να γίνουν πολύ σημαντικές παρεμβάσεις πνοής από πολιτικούς οι οποίοι κατανοούν την έννοια της επιχειρηματικότητας, του ρίσκου και του κέρδους. Δεν είναι δυνατόν να οδηγήσεις μιά νωθρή μάζα ανθρώπων σε ένα επιχειρηματικό βήμα, αν πρώτα δεν κατανοείς εσύ τι σημαίνει επιχείρηση και πώς λειτουργεί η δυναμική του δημιουργικού ρίσκου.

Το τί πρέπει να γίνει, θα είναι θέμα ενός άλλου κειμένου, στο οποίο θα επανέλθω σύντομα μέσα από το www.marketnews.gr Σε αυτή τη φάση, παραμένω στις διαπιστώσεις που απορρέουν από δύο ξεχωριστές κοινωνίες.

Facebook Comments