Το διακύβευμα είναι ιδιαίτερα υψηλό: όλοι γνωρίζουν ότι το τραπεζικό σύστημα της ευρωζώνης υποφέρει από μια σφοδρή κρίση υποκεφαλαιοποίησης αφότου έσκασε η φούσκα των τοξικών χρηματοπιστωτικών παραγώγων το 2008.

Ένα πανευρωπαϊκό σύστημα εποπτείας με κοινούς κανόνες για όλα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και ένας ενιαίος μηχανισμός αντιμετώπισης των προβληματικών τραπεζών δεν θα εξαλείψουν τον κίνδυνο μελλοντικών τραπεζικών χρεοκοπιών. Θεωρητικά, όμως, θα επιμερίσουν δικαιότερα το κόστος διάσωσης, που δεν θα επωμίζονται πια οι φορολογούμενοι αλλά οι ίδιες οι προβληματικές τράπεζες, και θα περιορίσουν τους κινδύνους μιας συστημικής κρίσης λόγω μετάδοσης της αβεβαιότητας και μαζικών αναλήψεων από καταθέσεις σε άλλες τράπεζες (bank run).

Η ιδέα είναι ότι, με τη θέσπιση ενός ενιαίου και συγκεντρωτικού μηχανισμού εποπτείας, μαζί με ένα ευρωπαϊκό ταμείο για την αναδιάρθρωση όσων τραπεζών χρειαστούν κεφαλαιακές ενέσεις, θα αρθεί ο κατακερματισμός της αγοράς που ωθεί σε διαρροή κεφαλαίων από τις τράπεζες του ευρωπαϊκού Νότου προς τον Βορρά. Έτσι θα αποκατασταθεί σταδιακά η εμπιστοσύνη στην ικανότητα χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας, που υποφέρει πάντα από μια σφοδρή πιστωτική κρίση.

Σύμφωνα με την πρόταση, η ΕΚΤ, ως ενιαία εποπτική αρχή, θα κρούει τον κώδωνα του κινδύνου όποτε μια τράπεζα αντιμετωπίζει σοβαρές οικονομικές δυσκολίες και πρέπει να εξυγιανθεί. Κατόπιν, ένα Ενιαίο Συμβούλιο Εξυγίανσης, αποτελούμενο από εκπροσώπους της ΕΚΤ, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και αρμόδιων εθνικών αρχών της χώρας όπου η προβληματική τράπεζα έχει την έδρα της, θα προετοιμάζει την εξυγίανση της τράπεζας και θα κάνει μια σύσταση.

Βάσει αυτής, η Επιτροπή θα αποφασίζει κυριαρχικά αν και πότε θα πρέπει να τεθεί η τράπεζα υπό καθεστώς εξυγίανσης, καθορίζοντας ταυτόχρονα τα κατάλληλα εργαλεία και τον τρόπο συμμετοχής του Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης Τραπεζών. Οι ήδη υπάρχουσες αρμόδιες εθνικές αρχές θα αναλαμβάνουν κατόπιν την εκτέλεση του σχεδίου εξυγίανσης υπό την εποπτεία του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης. Σε περίπτωση που μια εθνική αρχή δεν συμμορφώνεται με την απόφασή του, θα μπορεί να απευθύνει άμεσα εντολές στις προβληματικές τράπεζες.

Για να μπορέσει αυτός ο μηχανισμός να λειτουργήσει σωστά, θα χρειαστεί ασφαλώς τη χρηματοδοτική υποστήριξη του νέου Ενιαίου Ταμείου Εξυγίανσης Τραπεζών, που τίθεται υπό τον έλεγχο του Ενιαίου Συμβουλίου Εξυγίανσης. Πράγματι, εξυγίανση δεν μπορεί να γίνει αν δεν διασφαλιστεί μια μεσοπρόθεσμη χρηματοδότηση όσο διαρκεί η αναδιάρθρωση μιας προβληματικής τράπεζας. Σύμφωνα με την πρόταση, το Ταμείο θα χρηματοδοτηθεί σταδιακά από συνεισφορές του τραπεζικού τομέα, αντικαθιστώντας τα εθνικά ταμεία εξυγίανσης των κρατών-μελών της ευρωζώνης, δηλαδή τη χρηματοδότηση απ’ τους κρατικούς προϋπολογισμούς.

Όμως, όπως δήλωσε και ο αρμόδιος επίτροπος Μισέλ Μπαρνιέ, το Ταμείο θα συγκεντρώσει μεταξύ 55 και 70 δισ. ευρώ, αλλά σε ορίζοντα δεκαετίας. Μέχρι τότε, ο ΕΜΕ θα εξαρτάται από τους εθνικούς μηχανισμούς διάσωσης. Έτσι όμως δεν θα αρθεί η αβεβαιότητα που μαστίζει τις αγορές γύρω απ’ την πραγματική βιωσιμότητα των τραπεζών, πράγμα που αποτελεί το βασικό συστημικό πρόβλημα της ευρωζώνης.

Μετά από έντονες πιέσεις της γερμανικής κυβέρνησης, η οποία δεν δέχεται καν να έχει τον τελικό λόγο η Επιτροπή αντί των εθνικών αρχών στον ΕΜΕ, η Επιτροπή δείλιασε και δεν προέβλεψε ότι θα αναλάβει ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας την απαιτούμενη χρηματοδότηση για την αναδιάρθρωση και εκκαθάριση των προβληματικών τραπεζών, παρόλο που αυτός είναι ο φυσικός του ρόλος.

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι πολύ δύσκολα θα επιβάλει ο νέος μηχανισμός την εξυγίανση μίας από τις 6.000 εποπτευόμενες τράπεζες της ευρωζώνης, διατηρώντας έτσι το σημερινό αρρωστημένο status quo για πολύ καιρό ακόμα, παρά την επείγουσα ανάγκη ριζικής τομής και επανεκκίνησης του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού τομέα.

Facebook Comments