«Ντιτρόιτ, η νέα Ελλάδα», είναι ο τίτλος του άρθρου του νομπελίστα Αμερικανού οικονομολόγου, κ. Πολ Κρούγκμαν, στη «New York Times», μέσω του οποίου και ψέγει όλους εκείνους που σπεύδουν – κατά τρόπο τέτοιο όπως είχε γίνει και στην περίπτωση της ελληνικής κρίσης – να αποπροσανατολίσουν την κοινή γνώμη την κατάσταση στο Ντιτρόιτ των ΗΠΑ.

Ο κ. Κρούγκμαν, αφήνοντας αιχμές κατά εκείνων που επιχειρούν να συναρτήσουν την πρόσφατη χρεοκοπία με την ελληνική οικονομική κρίση, διαχωρίζει τις δύο περιπτώσεις, εντοπίζοντας τα αίτια για καθεμία από τις κρίσεις σε διαφορετικά πεδία. Όπως σημειώνει, αν και διαφορετικές περιπτώσεις – παρά κάποια όμοια στοιχεία – επικρατεί ένα γνώριμο μοτίβο, ως προς το πώς προβάλλεται το πρόβλημα του Ντιτρόιτ.

Η κριτική του σε ό,τι αφορά στον τρόπο που οι πολιτικοί παράγοντες διαχειρίστηκαν την κρίση, είναι «φυσικό» επερχόμενο, αφού δεν παραλείπει να μιλήσει για «ελληνοποίηση» της οικονομικής κρίσης, φαινόμενο κατά το οποίο, πολιτικοί παράγοντες «εκμεταλλεύτηκαν» την ελληνική κρίση, διασπείροντας μία εσφαλμένη προσέγγιση και πλήττοντας την όποια προοπτική ανάκαμψης.

Οποιαδήποτε χώρα ήταν Ελλάδα ή επρόκειτο να γίνει Ελλάδα, γράφει χαρακτηριστικά.

«Η Ελλάδα ήταν ιδιαίτερη περίπτωση», παρατηρεί, εντούτοις, αναφέροντας πως θα μπορούσε να αποτελέσει μάθημα για την παγκόσμια οικονομία. Διατυπώνει την άποψη, μάλιστα, πως όπως το πρόβλημα της Ελλάδας – που μόνο εν μέρει αφορούσε στα υψηλά ελλείμματα – αντιμετωπίστηκε μονομερώς, ανάλογη προβλέπεται και η «μοίρα» του Ντιτρόιτ που αδυνατεί να ανταπεξέλθει στη διαχείριση των αυξημένων χρεών του.

Πίσω στο θέμα των «παρερμηνεύσεων», επικαλείται την υποχρέωση που βαρύνει κάθε γνώστη του αντικειμένου και τη σοβαρότητα που αναλογεί στο έθνος, για να προλάβει την «ομηρία» – όπως λέει – της συζήτησης που κάθε άλλο παρά να γίνει «έρμαιο» (ελληνικού «στυλ») λαθεμένων οπτικών πρέπει.

«Ας οδηγήσουμε τη συζήτηση στη σωστή κατεύθυνση», τονίζει λίγο παραπάνω και κάνει λόγο για μερίδα του κόσμου που θα ήθελε να αποδώσει την χρεοκοπία του Ντιτρόιτ σε δημοσιονομική ανευθυνότητα και στους «άπληστους» δημοσίους υπαλλήλους.

Δεν είναι, λοιπόν, συγκεκριμένα, η κακοδιαχείριση στο εσωτερικό του Ντιτρόιτ που έφερε την κρίση, αλλά όπως εξηγεί ο κ. Κρούγκμαν, οι κανόνες της ελεύθερης αγοράς και μία είδους κοινωνική – πολιτική δυσλειτουργία. Στο «παιχνίδι» της σύγχρονης οικονομίας, όπως επισημαίνει, υπάρχουν και οι ηττημένοι, τα «θύματα», ένα από τα οποία είναι και το Ντιτρόιτ.

Οι «δυνάμεις της αγοράς» ήταν αυτές που ώθησαν το Ντιτρόιτ των ΗΠΑ στην χρεοκοπία και εκλαμβάνεται ως κάτι το λογικό, υπό το πρίσμα μίας συνεχούς μεταβαλλόμενης οικονομίας. Όταν ο «παίχτης» αδυνατεί να ακολουθήσει, να προσαρμοστεί ή ό,τι έχει να δώσει, είναι περιττό, σύμφωνα με τον νομπελίστα οικονομολόγο, η αποτυχία «μπορεί και να συμβεί».

Facebook Comments