Αν παρασυρόμασταν από το ύφος της προεκλογικής αρθρογραφίας και δημόσιου λόγου των έντυπων κι ηλεκτρονικών αμερικάνικων και διεθνών ΜΜΕ που είχαν δηλώσει τη στήριξή τους στη Χίλαρυ Κλίντον, όσο και την αποστροφή τους για τον λαϊκιστή, σεξιστή, ρατσιστή, φοροφυγά, κ.ο.κ., Ντόναλντ Τραμπ, τις τελευταίες ώρες θα είχαμε πέσει σε μια κατάθλιψη για τα δεινά που περιμένουν τον πλανήτη. Πολλοί το έπαθαν κι αυτό, όπως τη μέρα του δημοψηφίσματος για το Μπρέξιτ, ή τη μέρα του ελληνικού δημοψηφίσματος (ή της μετατροπής του Όχι σε Ναι).

Η έκπληξη αυτών των πολλών ίσως είναι εκπληκτική από μόνη της, αφού έχει δημιουργηθεί πλέον μια ασφαλής, μακρά, νέα παράδοση αποτυχίας των δημοσκόπων και των αναλυτών των μίντια σε Ευρώπη κι Αμερική, και υποθέτω πως για τους τελευταίους ξεφύτρωσαν απροσδοκήτως απ’ το πουθενά τόσοι μα τόσοι πολλοί που στήριξαν τον λαϊκιστή έναντι της αντιπαθητικής εκπροσώπου του «Clinton Establishment» με το φοβιστικό, υστερικό, κι ανειλικρινές γέλιο, και με τον έξτρα αντιπαθητικό αέρα του «εγώ δικαιούμαι να συλλέξω αυτό το φρούτο που τόσον καιρό περίμενα να πέσει στα χέρια μου». Μην παρεξηγηθώ, την Χίλαρυ υποστήριζα, αλλά όπως έχω ξαναπεί, η επιλογή μου ήταν ανάμεσα σ’ ένα χτυπημένο, σκασμένο μήλο και σ’ ένα σάπιο μανταρίνι.

Δεν είναι τίποτα λιγότερο από μια Αποκάλυψη, κι όμως μπορεί να μην είναι καθόλου έτσι—ή, για να το πω αλλιώς, μπορεί να μην είναι έτσι για πρώτη φορά, κι η Αποκάλυψη νά ‘χε έρθει από καιρού εδώ. Είναι πάντως κάτι που είχε προ ετών προβλεφθεί με ακρίβεια από το σόου κινουμένων σχεδίων The Simpsons.

Η ψυχραιμία κι η αναλυτική σύνεση είναι αυτή τη στιγμή οι καλύτεροί μας σύμβουλοι, όπως μου δόθηκε η ευκαιρία να παραινέσω τη νύχτα που πέρασε τους Αμερικανούς φίλους μου στις συνομιλίες μας μέσω Messenger και Skype. Ακούγονταν και φαίνονταν αλαφιασμένοι. Έχαναν τα λόγια τους, έπιαναν το μέτωπό τους, στέγνωνε το στόμα τους, δεν είχαν όρεξη να φάνε, και εκδήλωναν μια σειρά από μικρές, νευρικές, αντανακλαστικές σωματικές αντιδράσεις σοκ που ενδεικνύουν ελαφρά ψυχωτικά ή σοβαρά αγχωτικά επεισόδια. Ένας μου εξομολογήθηκε πως μιλούσε μαζί μου για έναν παραπάνω λόγο: μιας και είμαι Έλληνας, θα πρέπει να έχω βιώσει στιγμές αυξημένου άγχος σε περίοδο κρίσης όπως εκείνες που μας χάρισε αφθόνως η διακυβέρνηση της χώρας μας τα τελευταία χρόνια. Είναι ένας συλλογισμός που έχω συναντήσει κάμποσες φορές εσχάτως, και για κείνους είμαι κάτι σαν life coach in times of crisis. Πες μας, Στέλιο, πως είναι η ζωή μετά την Αποκάλυψη, μοιάζαν να υπονοούν.

Ο Ντόναλντ Τραμπ προ ολίγου προέβη σε μια τυπικά συμφιλιωτική ομιλία που κινήθηκε απολύτως εκτός του συνηθισμένου ύφους του, χωρίς τον γνωστό του κομπορρήμονα στόμφο, κι ευχαρίστησε την υπουργό Κλίντον για τις υπηρεσίες της και για τον όμορφο αγώνα της, όπως και τους παντοειδείς συγγενείς και συνεργάτες του, μεταξύ αυτών τους Newt Gingrich και Rudi Giuliani, τέως πρόεδρο του Κογκρέσσου τον πρώτο, και τέως δήμαρχο της Νέας Υόρκης τον δεύτερο, για τη συνεισφορά τους στην προεκλογική του εκστρατεία, οι οποίοι αναμένονται να λάβουν υψηλά ή έστω καίρια αξιώματα στην κυβέρνησή του. Αγαπημένες λέξεις του παρέμειναν και σε τούτη την ξεχωριστή ομιλία, χωρίς καμία έκπληξη, τα tremendous, amazing, great, όμως όχι πια το disaster, μια λέξη συχνότατη στο λεξιλόγιό του κατά το παρελθόν όποτε μιλούσε για την Αμερική του Ομπάμα, και που σχεδόν μπιχεβιοριστικά μού ’χει χαραχθεί κάπου στο μυαλό σαν ηχώ με το που τον βλέπω στο πλάνο της τηλεόρασης. Ίσως αυτή η λέξη που έλειπε απ’ τη νικητήρια ομιλία να ήταν και η πλέον παρούσα στη νικητήρια εικόνα.

Θέλω να περάσω χωρίς περιστροφές, για να μην κουράσω κανέναν αυτήν τη μοιραία 9η Νοεμβρίου, σε μιαν κρίση της προεδρίας Ομπάμα σε μερικές αράδες: Ο Ομπάμα ήταν χαρισματικός κι επικοινωνιακός, κι είχε εξαιρετικές δημόσιες σχέσεις κι εμφανίσεις σε νυχτερινές εκπομπές όπως The Daily Show with Jon Stewart, The Colbert Report, The Tonight Show with Jimmy Fallon, Jimmy Kimmel Live, και πιο πρόσφατα The Late Show with Stephen Colbert, Full Frontal with Samantha Bee, Last Week Tonight with John Oliver, κ.ά., αλλά κατά την εκτίμηση των ίδιων των Αμερικανών φίλων μου, που είναι όλοι τους Δημοκρατικοί διαφόρων αποχρώσεων, υπήρξε ένας πρόεδρος διστακτικός, ένας ηγέτης που αργοπορούσε, και που απέτυχε να δώσει ένα ξεκάθαρο στίγμα πολιτικής κατεύθυνσης.

Το opus magnum του, το Affordable Care Act, γνωστό και ως Obamacare, έδωσε μεν σε περίπου είκοσι εκατομμύρια Αμερικανούς που δεν είχαν δυνατότητα κάλυψης της υγεινονομικής τους ασφάλισης ή στους εργοδότες τους πρόσβαση σε (πολύ ακριβές, όπως αποδείχθηκαν) υπηρεσίες υγείας, αλλά δεν πλησίασε καν στο να λύσει το πρόβλημα, ενώ η αμερικανική κοινωνία ακόμη συζητά ποιά θα πρέπει να είναι η θέση του κράτους απέναντι σε ζητήματα αμβλώσεων κι αυτοδιάθεσης του σώματος των γυναικών, και για το αν οι κλινικές του Planned Parenthood θα πρέπει να λαμβάνουν κρατική χρηματοδότηση, την ίδια στιγμή που η ρωμαιοκαθολική εκκλησία έχει καταστεί ο μεγαλύτερος πάροχος υγείας στη χώρα, ελέγχοντας πάνω από εξακόσιες κλινικές και νοσοκομεία, όπου εννοείται πως δεν συντελούνται τέτοιες χειρουργικές αμαρτωλές ιατρικές επεμβάσεις.

Οι αποβιομηχανισμένες πόλεις των ΗΠΑ που είδαν ολόκληρα δημοτικά τους διαμερίσματα έκτασης πολλών τετραγωνικών χιλιομέτρων να ερημώνουν από τις εξώσεις των ιδιοκτητών οικιών από τις τράπεζες δεν είδαν στα χρόνια του Ομπάμα αυτές τις ίδιες περιοχές να επανοικούνται, και σήμερα οδηγεί κανείς σε δρόμους φαντάσματα με σανιδωμένα παράθυρα κι αφρόντιστα front lawns, κάτι που είναι απολύτως αφύσικο για τ’ αμερικανικά ήθη. Εξήντα εκατομμύρια Αμερικανοί ζουν με κουπόνια τροφίμων και προνοιακά επιδόματα, ενώ η ανεργία σε πολιτείες όπως το τέως βιομηχανικό Μίσιγκαν βλέπουν στους ουρανούς τρία πράγματα να πετούν: πουλιά, αεροπλάνα, και την ανεργία. Τέλος, η εμβληματική σκηνή του επιτελείου του Ομπάμα, της Χίλαρυ παρούσης, να παρακολουθούν την επιχείρηση φόνευσης του Οσάμα Μπιν Λάντεν διόλου δεν έλυσε το πρόβλημα της τρομοκρατίας που είχε πλήξει τις ΗΠΑ στις 9/11 (11/9 με ευρωπαϊκή αρίθμηση), αφού οι προσωπικά επιλεγμένες από την κα. Κλίντον πραγματικές υπουργοί εξωτερικών των ΗΠΑ, οι φιλόδοξες κκ. Βικτόρια Τζέιν Νιούλαντ και Σαμάνθα Τζέιν Πάουερ, επέτρεψαν με την αντιφατική και αμφίβολης στοχοθεσίας κοντόφθαλμες πολιτικές τους την ελεύθερη ρωσική επέλαση στην Ουκρανία όσο και την άνοδο κι εγκατάσταση του Χαλιφάτου σε Ιράκ, Συρία, Λιβύη, κι αλλού με διάφορα παρακλάδια και  προσωπεία, ενώ συνάμα η αμερικανική κυριαρχία στην Άπω Ασία έχει δεχθεί σοβαρότατη αμφισβήτηση από την Κινεζική αποφασιστικότητα να διεκδικήσει τον έλεγχο της Σινικής Θάλασσας και να εξοπλίσει το ναυτικό της και την αεροπορία της με νέες παραγγελίες σκαφών από Ρωσία και με δική της, επιχώρια παραγωγή οπλικών συστημάτων και αεροπλάνων.

Η Μισέλ Ομπάμα μπορεί να εκφωνεί τόσο καλές ομιλίες όσο εκείνη στο Συνέδριο των Δημοκρατικών, ώστε να τις αντιγράφει η νέα Πρώτη Κυρία Μελάνια Τραμπ σε σπαστά αγγλικά, όμως ισιώνει το μαύρο, κατσαρό μαλλί της σαν να ήταν λευκή και προτρέπει τις γυναίκες των ΗΠΑ να κάνουν πιλάτες και να τρώνε υγιεινά, ισορροπημένα γεύματα, παραγνωρίζοντας πως το κοινό στο οποίο απευθύνεται είναι μάλλον οι λευκές, entitled κυρίες της 5ης Λεωφόρου που φορούν παστέλ κασμιρένιες ζακετούλες πάνω από λευκά βαμβακερά πουκάμισα, κι έχουν την πολυτέλεια να οσφραίνονται με απόλαυση την οργανική (βιολογική τη λέμε εμείς) ντομάτα τους, όπως οι ηρωίδες των αστικών κομεντί της Νάνσυ Μάγιερς. Οι Ομπάμα είναι στα δικά μας μάτια μαύροι, αλλά στη συμπεριφορά τους δεν διαφέρουν σε τίποτα από τους λευκούς αστούς της Ανατολικής Ακτής, γι’ αυτό και μειδίασα όταν την άκουγα να ομιλεί για τους αφρικάνους σκλάβους (προγόνους της;) που έχτισαν τον Λευκό Οίκο, στον οποίο μέχρι και το ξημέρωμα της 20ης Γενάρη θα κατοικεί η ίδια και οι κόρες της.

Η Αποκάλυψη δεν ήρθε με την εκλογή Τραμπ, αλλά πολύ νωρίτερα, κι αυτή ξεκίνησε ήδη από τα χρόνια της πρώτης και δεύτερης τετραετίας του Μπιλ Κλίντον, ο οποίος υπό την καθοδήγηση του Άλαν Γκρινσπαν, του Μπεν Μπερνάνκι, και του Πωλ Γούλφοβιτς επέτρεψε την απορρύθμιση/απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος, πράξη που αποσάθρωσε την επιχώρια χρηματοπιστωτική αγορά, μέχρι που έσκασε η φούσκα κατά την κρίση του 2008.

Η Αποκάλυψη ήταν που έφερε τον Τραμπ, ο οποίος με βεβαιότητα δεν είναι αντισυστημικός. Αν μη τι άλλο, ο ίδιος παραδέχθηκε πως χρησιμοποίησε τα σύστημα και τα παραθυράκια του, που αιρετοί όπως ο Μπιλ Κλίντον άνοιξαν ή δεν έκλεισαν, ώστε να μην καταβάλει ομοσπονδιακούς φόρους ύψους πολλών εκατοντάδων εκατομμυρίων δολλαρίων, για περίπου δεκαοχτώ με είκοσι χρόνια.

Μεταποκαλυπτικά, λοιπόν, ο Ομπάμα μπορεί ν’ ανησυχεί για τη διαφαινόμενη ανατροπή του όποιου αναιμικού έργου του, που ασφαλώς ήταν πλουσιότερο από εκείνο του προκατόχου του, και για το οποίο ίσως τον αδικώ, αφού παρέλειψα να σημειώσω ότι σε κάθε του βήμα σκόνταψε πάνω στην χρονοτριβή και την ανοιχτή αντίσταση ενός συστηματικά εχθρικού, ρεπουμπλικανικού Κογκρέσου, ιδιαίτερα από τις εκλογές του 2010 κι εξής, όταν δεν κατέστη δυνατόν για τους Δημοκρατικούς να εξασφαλίσουν πλειοψηφία σε κανέναν από τους δύο οίκους του Κοινοβουλίου, Γερουσία και Βουλή των Αντιπροσώπων. Όμως μήτε ο ίδιος, μήτε κι η μέχρι χθες επίδοξη διάδοχός του, Χίλαρυ Κλίντον, αποδείχθηκαν η ενσάρκωση της αλλαγής— ειδικά αυτό ήταν κωμικός ισχυρισμός για τη Χίλαρυ—δηλαδή του συνθήματος Change We Can Believe In, με το οποίο εξελέγη το 2008 ο Μπαράκ.

Αν έρθει κάποια αλλαγή, κάτι για το οποίο δεν είμαι καθόλου βέβαιος, μιας και το γραφειοκρατικό θηρίο που κυβερνά από το βάθος του λαγουμιού του το αμερικανικό κράτος παραμένει αλώβητο, αυτή θα έρθει από τον Τραμπ, και θα είναι προς το ασταθέστερο και προς χειρότερο, εάν ο Ντόναλντ αποφασίσει να πράξει αντίστοιχα προς τις προεκλογικές διακηρύξεις του και δεν υπακούσει στις προτάσεις των συνετότερων. Πάντως, μια πρώτη αλλαγή ήρθε, κι αυτή ήταν η ουρά στα σκέλια του ίδιου του Ρεπουμπλικανικού κόμματος, που σχεδόν είχε αποκηρύξει τον υποψήφιό του, ο δε πρόεδρός του, Ρέινς Πρίμπους, περιδεής κι εντρεπόμενος προσέγγισε με αμήχανο χαμόγελο το πόντιουμ κατόπιν της γενναιόδωρης πρόσκλησης του ίδιου του Τραμπ, που χαιρέκακα του έτριψε στη μούρη την νίκη του, γνωρίζοντας πως αυτή ανήκε στον ίδιο και μονάχα στον ίδιο.

Το ίδιο θα συνέβαινε και με μια προεδρία Σάντερς, αφού κι ο γερουσιαστής απ’ το Βερμόντ, που έπληξε το προφίλ της Χίλαρυ με δόλιες, υφέρπουσες, υπεριπτάμενες, κι εσκεμμένα αναπόδεικτες μομφές όσο ο Τραμπ μόνο θα ονειρευόταν να είχε πετύχει, στηριζόταν στον ίδιο λαϊκιστικό εναγκαλισμό των μεγάλων, ημιεγγράμματων πλειονοτήτων χαμηλού εισοδήματος που έχουν κουραστεί ν’ ακούν ειδικούς κι αποστρέφονται σχεδόν συνωμοσιολογικά, βλ. Άλεξ Τζόουνς, τις διάφορες ελίτ, συμπεριλαμβανομένων καλλιτεχνών όπως η Μπιγιόνσε, ο Τζέυ Ζι, η Λέιντι Γκάγκα, η Μαντόνα, κι άλλοι που βγήκαν στο πλευρό της Χίλαρυ επιχειρώντας να σύρουν το βάρος της επιρροής τους πάνω στο λαβωμένο κορμί μιας θνήσκουσας κονωνίας που κουβαλά είτε ένα τεράστιο επαγγελματικό είτε ένα τεράστιο φοιτητικό χρέος χωρίς καμία προοπτική αποπληρωμής του, κι αντιπαθούν θανάσιμα το οτιδήποτε είναι που έχουν συλλάβει στο μυαλό τους ως Κατεστημένο της Ουάσιγκτον.

Ο Τραμπ δεν είναι ιππότης της Αποκαλύψεως. Είναι εκείνο που έρχεται μετά τους ιππότες, και τούτο είναι τα τσακάλια που αποσαρκώνουν τα οστά των πτωμάτων των στρωμένων στο έδαφος όπου δεν ξαναφύτρωσε χορτάρι εκεί που πάτησαν τα βαριά πέταλα των αλόγων τους. Ή πάλι, μπορεί να πέφτω παντελώς έξω, και όπως ο ίδιος μόλις εξήγγειλε, είναι εκείνος που θα καταστεί ένας φιλόδημος πρόεδρος όλων των Αμερικανών που θα θεραπεύσει τις πληγές. Ως ιστορικού, η εικόνα της δεύτερης αποτυχίας της Χίλαρυ να κατακτήσει την προεδρία και του παρόντος τέλους των πατρικίων στην εξουσία της πολλάκις φερόμενης ως διεφθαρμένης Ουάσιγκτων, μου θυμίζει τη λήξη της εποχής των Ιουλιοκλαυδίων και την άνοδο των Φλαβίων στη Ρώμη του α’ αιώνα μ.Χ. Ή την πτώση των χαρισματικών λαϊκιστών της παράταξης του Περικλέους, και την άνοδο των χαρισματικών Δημαγωγών των ετών του Πελοποννησιακού Πολέμου στην Αθήνα του ε’ αιώνα π.Χ.

Στην Μεταποκαλυπτική εποχή, στην οποία διατείνομαι πως εισήλθαμε, το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι εκείνο για το οποίο προειδοποίησε ο ίδιος ο Ιησούς τους Μαθητές του ότι θα προηγηθεί της Αποκαλύψεως: η πλάνη. Η πλάνη—θα πω εγώ, συνάμα με την λαϊκή παράδοση σε μιαν ευφορία του συναισθήματος και την παραίτηση στην ιδέα των ηγετών-Μεσσιών που θα σώσουν την πόλη από τον κάθε κίνδυνο, ενώ τέτοια εμπιστοσύνη θα έπρεπε να δείξουμε όλες οι δυτικές κοινωνίες μονάχα προς την ισχυροποίηση των πολιτειακών μας θεσμών—είναι εκείνη που μας τύφλωσε εικοσιεπτά χρόνια τώρα, και κάπου δεν πήραμε χαμπάρι ένα σωρό πράγματα, όπως λ.χ. ότι η λήξη του Ψυχρού Πολέμου θα οδηγούσε σταδιακά σε μια εποχή ασταθούς και ρισκογόνου λαϊκισμού, τώρα που εξέλιπαν πια οι ιδεολογίες, ή έστω η ψευδαίσθηση των ιδεολογιών. Αυτή ήταν μια εποχή μετάβασης, μια διαβατήρια εποχή, κατά την οποία επεφάνη μονάχα και δεν συντελέστηκε ουσιαστικά μια νίκη των ΗΠΑ στο παγκόσμιο σκηνικό. Η νίκη των ΗΠΑ νίκησε τις ΗΠΑ, όπως η νίκη της Σπάρτης επί των Αθηνών κατανίκησε κι εξουδετέρωσε τη Σπάρτη με τη λήξη του Πελοποννησιακού Πολέμου.

Προτού πανικοβληθείτε, λοιπόν, σας προτρέπω να ηρεμήσετε, διότι η εποχή για πανικό παρήλθε νωρίτερα, κι ευτυχώς για την εύθραυστη ψυχικής σας συγκρότηση δεν το αντιληφθήκατε. Απολαύστε τώρα τη Ρώμη που φλέγεται, και ψήστε και κανένα μαρσμέλλοου πάνω απ’ τα κάρβουνα των οικιών που γέμισαν με τις οιμωγές των πτωχών, όσων πίστεψαν πως με τον έναν ή τον άλλον υποψήφιο θα σώζονταν.

Facebook Comments