Ελπίδες για απότομη πτώση και αλματώδη ανάκαμψη της οικονομίας προκύπτουν από ανέκδοτα στοιχεία για την προσαρμογή των τιμών, σύμφωνα με έρευνα της Eurobank, που δεν αποκλείει η συρρίκνωση της οικονομίας να φθάσει μέχρι το 17%.

Η διεύθυνση οικονομικών μελετών και προβλέψεων της Eurobank εξέδωσε χθες σημείωμα για την πορεία της κυπριακής οικονομίας από τους Τάσο Αναστασάτου, senior economist της διεύθυνσης οικονομικών μελετών της Eurobank, Γιάννη Γκιώνη, research economist της διεύθυνσης οικονομικών μελετών και Πλάτωνα Μονοκρούσο, επικεφαλή της διεύθυνσης τρέχουσας οικονομικής ανάλυσης.

Όπως τονίζεται, οι μεσοπρόθεσμες μακροοικονομικές προοπτικές παραμένουν ζοφερές ως αποτέλεσμα της μετάδοσης των προβλημάτων του χρηματοοικονομικού τομέα στην πραγματική οικονομία, σε συνδυασμό με τη συσταλτική επίδραση της δημοσιονομικής προσαρμογής και την απώλεια εμπιστοσύνης.

Σύμφωνα με τις προβλέψεις οι οποίες λαμβάνουν υπ’ όψιν την αναμενόμενη επίπτωση των μέτρων όπως αυτά έχουν έως τώρα εξειδικευτεί, η πραγματική μεταβολή του ΑΕΠ υπολογίζεται στο -11,9% για το 2013 και στο -4,7% για το 2014.

«Σε ένα περισσότερο δυσμενές σενάριο, το οποίο υποθέτει μεγαλύτερες επιδράσεις από την πιστωτική ασφυξία και τους ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων, καθώς και επιπλέον πτωχεύσεις επιχειρήσεων, υπολογίζουμε ότι το πραγματικό ΑΕΠ μπορεί να μειωθεί το 2013 έως -16,7%», αναφέρεται.

«Ωστόσο, ανέκδοτα στοιχεία, τα οποία δείχνουν μία πρώιμη προσαρμογή των τιμών, προσφέρουν κάποια ελπίδα για μία ταχύτερη αποκόμιση οφελών από την εσωτερική υποτίμηση και επομένως μια ανάκαμψη ταχύτερη σε σχέση με τις υποθέσεις της τρόικας (V-shaped recovery)», σημειώνεται.

Όσον αφορά τις μακροπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές, αναφέρεται ότι η απότομη συρρίκνωση του χρηματοπιστωτικού τομέα, καθιστά αναγκαίο τον επαναπροσδιορισμό του μοντέλου ανάπτυξης της Κύπρου.

«Ενώ υπάρχουν ακόμα μερικά πειστικά επιχειρήματα για την διατήρηση του status της Κύπρου ως ένα σημαντικό κέντρο παροχής επιχειρηματικών και χρηματοοικονομικών υπηρεσιών, η Κύπρος χρειάζεται ένα νέο, περισσότερο διαφοροποιημένο σχήμα εξειδικεύσεων προκειμένου να συμπληρώσει τη συμβολή του χρηματοπιστωτικού τομέα στο ΑΕΠ και κατά συνέπεια να επιστρέψει σε βιώσιμους ρυθμούς ανάπτυξης».

Σύμφωνα με τη Eurobank, οι επιχειρηματικές και χρηματοοικονομικές υπηρεσίες μπορούν να συνεχίσουν να είναι ένας τομέας υπεροχής αλλά με την προϋπόθεση περαιτέρω βελτίωσης της ποιότητας και του εύρους των παρεχόμενων υπηρεσιών.

«Αναμφισβήτητα, ένας άλλος πυλώνας του μελλοντικού μοντέλου ανάπτυξης θα είναι ο τουρισμός. Υπό αυτή την έννοια, η παρούσα κρίση αποτελεί μία ευκαιρία ώστε να αναπροσανατολιστεί το μοντέλο της τουριστικής βιομηχανίας στην κατεύθυνση της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας ως προς τις τιμές και στην ανάπτυξη εξειδικευμένων δραστηριοτήτων (niche markets). Το ίδιο ισχύει και για τον πρωτογενή τομέα.

Τελικά, η ανακάλυψη των αποθεμάτων φυσικού αερίου ανοίγει το δρόμο για το μετασχηματισμό της Κύπρου σε ένα σημαντικό υπεράκτιο ενεργειακό κόμβο. Η διαδικασία εξερεύνησης των υδρογονανθράκων βρίσκεται ακόμη σε φάση ανάπτυξης», αναφέρεται.

Εάν τα αποθέματα ανακηρυχτούν επισήμως εκμεταλλεύσιμα, θα απαιτηθούν σημαντικές επενδύσεις σε υποδομές εξόρυξης, επεξεργασίας και μεταφοράς, καθώς και η λήψη περίπλοκων γεωπολιτικών αποφάσεων.

Παρόλα αυτά, κάτω από συγκεκριμένες υποθέσεις, τα άμεσα έσοδα της κυβέρνησης από τους υδρογονάνθρακες μπορούν να φθάσουν τα €4 δισ. το χρόνο για έναν χρονικό ορίζοντα 20-25 ετών. Τα οφέλη από την αξιοποίηση του φυσικού αερίου εκτείνονται πέρα από τα τέλη αδειοδότησης, τα άμεσα έσοδα από πωλήσεις και τις σχετιζόμενες επενδύσεις, και συμπεριλαμβάνουν οικονομίες κλίμακας σε άλλους τομείς, όπως επίσης και μία δραστική αναβάθμιση της γεωστρατηγικής σημασίας της χώρας».

Κλειδί η αποφασιστικότητα

Όπως αναφέρεται, η ικανότητα της Κύπρου να ξεπεράσει αυτή τη δύσκολη συγκυρία θα εξαρτηθεί από την αποφασιστικότητα, ψυχραιμία και δημιουργικότητα του λαού της. «Οι κύπριοι έχουν αποδείξει στις πιο σκοτεινές στιγμές της ιστορίας ότι κατέχουν αυτές τις αρετές».
Συμφωνία Eurogroup

Αναφορικά με τη συμφωνία της 25ης Μαρτίου 2013 για ένα πακέτο διάσωσης ύψους €10 εκ., συνοδευόμενη από ένα «δρακόντειο πρόγραμμα προσαρμογής», σημειώνεται ότι αποτέλεσε σημείο καμπής, όχι μόνο για τη Κύπρο, αλλά για την Ευρωπαϊκή Ένωση ως σύνολο.

«Ήταν η πρώτη περίπτωση κατά την οποία η αρχή της διάσωσης με μέσα προερχόμενα από το ίδιο το τραπεζικό σύστημα, ήτοι με δέσμευση καταθέσεων (bail in), τέθηκε σε εφαρμογή για την αντιμετώπιση των προβλημάτων του χρηματοοικονομικού τομέα.

Ως εκ τούτου, λειτούργησε ως προοίμιο και ως αρχικό πείραμα για το σχεδιασμό ενός πανευρωπαϊκού πλαισίου για την εκκαθάριση τραπεζών που αντιμετωπίζουν προβλήματα φερεγγυότητας, το οποίο με τη σειρά του είναι το πιο κρίσιμο βήμα της προσπάθειας για μια αυθεντική τραπεζική ένωση. Οι υποστηρικτές του bail-in θεωρούν ότι αυτή η απόφαση θα τερματίσει το φαύλο κύκλο μεταξύ της φερεγγυότητας των τραπεζών και του δημοσίου χρέους. Επιπλέον, υποστηρίχθηκε πως η περίπτωση της Κύπρου θα λειτουργήσει ως σηματωρός της απόφασης ότι ένα μοντέλο ανάπτυξης βασισμένο σε υπηρεσίες του χρηματοπιστωτικού τομέα, το οποίο με τη σειρά του βασίζεται στην προσέλκυση κεφαλαίων μέσω υψηλών επιτοκίων, χαμηλών φορολογικών συντελεστών και ελλιπών ελέγχων προέλευσης των χρημάτων, δεν μπορεί να επιβιώσει σε μακροπρόθεσμη βάση»

Αναφέρει ότι οι έλεγχοι στην κίνηση κεφαλαίων δεν θα είναι εύκολο να αρθούν και μπορούν να αφήσουν μία μόνιμη πληγή στην εμπιστοσύνη.

Δανειακές ανάγκες

Το άρθρο περιγράφει τις δανειακές ανάγκες της κυβέρνησης για τα επόμενα έτη και τις πηγές χρηματοδότησης και διεξάγει μία ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους με διάφορους ελέγχους ευαισθησίας. Επισημαίνεται ότι η εφαρμογή του bail-in είχε ως αποτέλεσμα τα €10 δισ. του πακέτου διάσωσης (€9 δισ. από την Ευρωπαϊκή Ένωση και €1 δισ. από το ΔΝΤ) να επαρκούν για την κάλυψη των αναγκών χρηματοδότησης της Κύπρου για την προγραμματική περίοδο 2013-2016 και τον περιορισμό των συνολικών αναγκών χρηματοδότησης της κυβέρνησης για την περίοδο μετά το πρόγραμμα (2016- 2020) σε €4 δισ.

Επίσης, το bail-in είχε ως αποτέλεσμα τη βελτίωση της ανάλυσης βιωσιμότητας του χρέους εν συγκρίσει με αυτή που διατυπώθηκε στο προσχέδιο του μνημονίου του Νοεμβρίου 2012 παρά το δυσμενέστερο εγχώριο μακροοικονομικό κλίμα και τη σταδιακότερη προσαρμογή του πρωτογενούς ισοζυγίου της γενικής κυβέρνησης. Ο λόγος χρέους-προς-ΑΕΠ αναμένεται τώρα να κορυφωθεί στο 126,3% του ΑΕΠ το 2014, συγκριτικά με το μέγιστο του 142,7% του ΑΕΠ που προβλεπόταν προηγουμένως.

«Ωστόσο, η δική μας ανάλυση βιωσιμότητας του χρέους δείχνει ότι η επίτευξη του στόχου για ένα λόγο 100% του χρέους προς το ΑΕΠ το 2020 παραμένει ευαίσθητη στο ρυθμό που συρρικνώνεται το ΑΕΠ κατά την αρχική περίοδο μετά την κρίση και στο βαθμό εκπλήρωσης των συμφωνημένων δημοσιονομικών στόχων».

Facebook Comments