Ήταν στα μέσα της δεκαετίας του1980 όταν σαν νεοφώτιστος creditofficer στο τμήμα δανείων τράπεζας που εξειδικευόταν τότε στις ΜΜΕ, μού ζητήθηκε να ετοιμάσω εισηγητικό για την έγκριση ενός σεβαστού ύψους δανείου προς έντονα ζημιογόνο ΔΕΚΟ της εποχής με χρόνια αρνητικά λειτουργικά αποτελέσματα.

Στις εύλογες αντιρρήσεις μου, θυμάμαι ότι είχα λάβει από τους προϊσταμένους μου την απάντηση: αφού υπάρχει εγγυητική του δημοσίου δεν έχουμε πρόβλημα, προχώρησέ το γρήγορα προς έγκριση από την επιτροπή, είναι επείγον! Συμμορφώθηκα και το δάνειο σύντομα εκταμιεύτηκε.

Σε μια άλλη περίπτωση, μού είχε ζητηθεί να ετοιμάσω αίτημα χρηματοδότησης επιχείρησης που  ήτανήδη στα πρόθυρα της χρεοκοπίας, αλλά για κοινωνικούς λόγους είχε κριθεί ότι έπρεπε να συνεχισθεί η μισθοδοσία του ευάριθμου προσωπικού της με τραπεζικό δανεισμό εκ περιτροπής από διάφορες κρατικές τράπεζες! Μάλιστα όταν ήλθαν για πληρωμή στα γκισέ της τράπεζας (έτσι γινόταν τότε…), διαμαρτύρονταν γιατί υπήρχε καθυστέρηση στην εξυπηρέτησή τους !

Τέτοια περιστατικά ήταν συχνά τότε στο τραπεζικό σύστημα της εποχής που χαρακτηριζόταν από ασφυκτικούς ρυθμιστικούς κανόνες σε κάθε βήμα του. Οι δανειοδοτήσεις καθορίζονταν από το λεπτομερειακό σύστημα των δεσμεύσεων και αποδεσμεύσεων επί των καταθέσεων ενώ προκαθορίζονταν τα ποσοστά κατά κατηγορία επιθυμητής πιστοδότησης (π.χ. κεφάλαια για πάγια, για ΜΜΕ βάσει της απόφασης 197/78 κοκ).Τυχόν δανειοδοτήσεις στο εμπόριο τιμωρούνταν με την επιβολή περαιτέρω αυξημένων δεσμεύσεων αυξάνοντας το λειτουργικό κόστος της τράπεζας.

Αν συνυπολογίζονταν και τα δάνεια προς τις ΔΕΚΟ, το μεγαλύτερο μέρος των διαθεσίμων κατέληγαν σε προκαθορισμένες κατευθύνσεις και μικρό μέρος (εμφανώς κάτω από 50%) κατευθυνόταν σε πιστοδοτήσεις που επιθυμούσε μια τράπεζα. Απουσίαζε δε ολοσχερώς η πίστη ιδιωτών (καταναλωτική- στεγαστική που εξασκείτο μόνο μέσω της Κτηματικής Τράπεζας, κυρίως).Όλη δε αυτή η διαδικασία όφειλε να γνωστοποιηθεί ανά μήνα στην Κεντρική Τράπεζα μέσω της κατάστασης 1 («σεντόνι» την αποκαλούσαν οι τραπεζικοί,  λόγω του υπερμεγέθους μήκους της !).

Η τότε κατάσταση του τραπεζικού συστήματος ανέδυε έντονο άρωμα κρατισμού και ήταν από πολλές πλευρές απαράδεκτη, αν και το πλέγμα των τότε διατάξεων είχε και κανόνες που ενθάρρυναν τη χρηματοδότηση παραγωγικών εγκαταστάσεων και βοηθούσαν τη μικρομεσαία επιχείρηση. Οι αστοχίες ήταν ωστόσο συχνές τόσο λόγω των συχνών ανορθόδοξων παρεμβάσεων όσο και λόγω της ανεπαρκούς τεχνογνωσίας στην αξιολόγηση της βιωσιμότητας μιας επιχείρησης και της ικανότητάς της να αποπληρώσει το δανεισμό της από λειτουργική πηγή αποπληρωμής. Παράλληλα, υπήρχε υπέρμετρη χρήση  εμπράγματων εξασφαλίσεων.

Από τότε άλλαξαν τα πάντα. Τη δεκαετία του 1990 συντελέστηκε η θεσμική απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος και επετράπη η αυτόβουλη διαχείριση των διαθεσίμων. Η καταναλωτική και στεγαστική πίστη άρχισαν να διενεργούνται από όλες τις τράπεζες και οι εξειδικευμένες τράπεζες απορροφήθηκαν καθώς επικράτησε το μοντέλο της τράπεζας πολλαπλών συναλλαγών (full- servicebank).

Ο αριθμός των τραπεζών πολλαπλασιάστηκε με την δραστηριοποίηση νέων, είτε μέσω εξαγορών υφιστάμενων αδειών είτε μέσω της έγκρισης νέων από τις εποπτικές αρχές. Το ύψος του συνολικού ενεργητικού σταδιακά εκτοξεύθηκε !

Όταν δε ήλθε η δεκαετία του 2000 και η χώρα εισήλθε στην ΟΝΕ, ξεκίνησε νέος κύκλος επέκτασης της τραπεζικής πίστης στην Ελλάδα και το εξωτερικό (ιδιαίτερα στις Βαλκανικές χώρες), καθώς η υιοθέτηση από τη χώρα μας του ευρώ οδήγησε σε θεαματική υποχώρηση των επιτοκίων σε σχέση με εκείνα της δραχμής. Το τραπεζικό σύστημα είχε πλέον πρόσβαση σε αφθονία διαθεσίμων από τις διεθνείς αγορές καθώς ξαφνικά εξαφανίστηκε το countryrisk και τα επιτόκια των ελληνικών ομολόγων συνέκλιναν προς τα γερμανικά.

Έτσι, σταδιακά το δημόσιο χρέος που μέχρι το 2000 κατεχόταν κυρίως από Έλληνες«μετακόμισε» στα χέρια συλλογικών φορέων εξωτερικού (όπως γαλλογερμανικές τράπεζες, διάφορα funds κοκ). Παράλληλα, οι Έλληνες (ιδιώτες και επιχειρήσεις) δελεάστηκαν από τα χαμηλά επίπεδα και δανειοδοτήθηκαν αφειδώς, θεωρώντας από κοινού με τις τράπεζές τους ότι τα εισοδήματά τους θα αυξάνουν διαχρονικά επιτρέποντας έτσι την άνετη εξυπηρέτηση του δανεισμού τους.

Ευτυχώς, η ανάμειξη της επενδυτικής τραπεζικής με την εμπορική που συντελέστηκε στο εξωτερικό, δεν επέδρασε στις ελληνικές τράπεζες που ήταν συγκεντρωμένες στο προσηλυτισμό πελατείας και σε νέες αγορές αποφεύγοντας έτσι τις τοξικές τοποθετήσεις που έκαναν άλλες ευρωπαϊκές τράπεζες .

Ωστόσο, μετά το δημοσιονομικό εκτροχιασμό του 2009, άρκεσαν οι τοποθετήσεις σε τίτλους του ελληνικού δημοσίου για να εξανεμισθούν τα κεφάλαιά τους μετά την κατάρρευση των τιμών τους και το μοιραίο PSI.

Επιπλέον, η επίμονη και βαθειά ύφεση ανέδειξε το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων (ιδιωτών και επιχειρήσεων) αναδεικνύοντας την υπερβολή στην πιστωτική επέκταση που προηγήθηκε και την ανεπάρκεια της λειτουργίας μηχανισμών riskmanagement.

Ήδη, η ανακεφαλαιοποίηση που συντελέστηκε οδήγησε σε δραματική συγκέντρωση το τραπεζικό σύστημα σε τέσσερις συστημικές, κατά το σχέδιο της εποπτεύουσας αρχής. Πρόκειται για εξέλιξη που παραπέμπει στο σουηδικό τραπεζικό σύστημα μετά την απελευθέρωσή του (1986-90), οπότε σημειώθηκε εκρηκτικός ρυθμός αύξησης των δανείων στη στεγαστική πίστη κυρίως.

Έτσι, την περίοδο 1990-93 οδηγήθηκε σε διαδικασία εξυγίανσης (ανακεφαλαιοποίηση με κρατικά διαθέσιμα-απόσχιση προβληματικών δανείων σε «κακή» τράπεζα). Το ερώτημα είναι αν το ελληνικό σύστημα θα αποφύγει στη συνέχεια και την ιαπωνοποίησή του, εννοώντας την πολύχρονη διαδικασία επανειλημμένων ανακεφαλαιοποιήσεων σε συνέχεια της μη επαρκούς αξιολόγησης της ποιότητας των χαρτοφυλακίων του που οδήγησε το δημόσιο χρέος της χώρας πάνω από 200% ως προς το ΑΕΠ !  Σύντομα, θα μπορούμε να έχουμε πιο ευκρινή εικόνα επ’ αυτού μετά τους νέους ελέγχους των διεθνών οίκων.

Ως τότε, παραμένει ζητούμενη η εξεύρεση τρόπων επαναχρηματοδότησης των υγιών επιχειρήσεων (εξαγωγικού προσανατολισμού κυρίως), ιδιαίτερα δε των ΜΜΕ που αποδεδειγμένα έχουν πληγεί περισσότερο. Αντικειμενικοί λόγοι, όπως η διατήρηση των δυσκολιών από πλευράς συνθηκών ρευστότητας και η μη σταθεροποίηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων σαν ποσοστό του συνόλου, δεν επιτρέπουν ιδιαίτερη αισιοδοξία.

Ενδεχομένως όμως, υπάρχει και θέμα δυστοκίας του τραπεζικού συστήματος ανταπόκρισής του σε αιτήματα με επαρκείς προϋποθέσεις λόγω απροθυμίας ανάληψης ακόμη και λελογισμένων κινδύνων, σε μια φάση που είναι αναγκαίο να επανεκκινήσει το ταχύτερο η δανειοδότηση της πραγματικής οικονομίας ώστε να επανέλθει σε θετικό ρυθμό η ανάπτυξη. Ίσως λοιπόν είναι χρήσιμο να ξαναθυμηθούμε κάποιες πτυχές του ρυθμιστικού πλαισίου των περασμένων δεκαετιών που μπορούν να φανούν χρήσιμες και στην τρέχουσα συγκυρία.

Ένα ειδικό πλαίσιο δεσμευτικού χαρακτήρα για τη χρηματοδότηση ΜΜΕ, ιδιαίτερα με πόρους από την ΕΚΤ με την προσκόμιση παλαιότερων δανείων ως εξασφάλιση. Τελικά, ίσως οι τρόποι δράσεων του παρελθόντος μπορούν επιλεκτικά να βοηθήσουν και σήμερα !

Facebook Comments