Η διάρκεια της οικονομικής κρίσης καθιστά προβληματική, σε σημαντικό βαθμό, την επιβίωση και τη λειτουργία μεγάλου ποσοστού της επιχειρηματικής δραστηριότητας, αναφέρει το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιά.

Ως επί το πλείστον, τα μέτρα που έχουν ληφθεί αποτυπώνονται και μεταφράζονται σε επιπρόσθετες φορολογικές επιβαρύνσεις των ήδη επιβεβαρυμμένων μικρομεσαίων επιχειρήσεων, χωρίς αυτό να σημαίνει πως οι υποχρεώσεις του παρελθόντος, οι οποίες αφορούν κυρίως σε ληξιπρόθεσμες οφειλές απέναντι σε ασφαλιστικά ταμεία και προς την Εφορία, έχουν περάσει στη λήθη του παρελθόντος.

Ακόμη μία βασική παράμετρος της αρνητικής οικονομικής συγκυρίας που επηρεάζει την καθημερινότητα των ελεύθερων επαγγελματιών και Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων, έγκειται στην περιορισμένη επενδυτική και επιχειρηματική δραστηριότητα, εξαιτίας της διαρκώς συρρικνούμενης ρευστότητας που παρατηρείται σε όλους τους κλάδους της αγοράς.

Πιο συγκεκριμένα, η περιορισμένη πρόσβαση στη χρηματοδότηση έχει ως σημείο αναφοράς δύο βασικές κατηγορίες επιχειρήσεων. Από τη μία πλευρά βρίσκονται οι «υπερδανεισμένες» επιχειρήσεις, οι οποίες επιθυμούν τη ρύθμιση και αναδιάρθρωση των δανείων που έχουν ήδη λάβει από τις τράπεζες και, από την άλλη, είναι οι «υγιείς» οικονομικά επιχειρήσεις, οι οποίες δεν είναι υπερδανεισμένες και επιθυμούν να δανειοδοτηθούν προκειμένου να αναλάβουν κάποιες επενδυτικές πρωτοβουλίες.

Η πρώτη κατηγορία επιχειρήσεων, οι «υπερδανεισμένες», αντιμετωπίζουν ανυπέρβλητα εμπόδια στην προσπάθεια για ρύθμιση των δανείων που ήδη κατέχουν, εξαιτίας κυρίως των υπερβολικών εμπράγματων εξασφαλίσεων έως και 120% του ποσού του δανείου, που ζητούν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, αλλά και της εφάπαξ καταβολής χρηματικού ποσού, σαν προϋπόθεση για αναδιάρθρωση των δανείων.

Η δεινή θέση στην οποία έχουν περιέλθει οι Μικρομεσαίες επιχειρήσεις, επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο από την ένταξή τους στις λίστες της Τειρεσίας Α.Ε. και των παρενεργειών που αυτή συνεπάγεται, καθώς τα υπερβολικά μεγάλα σε διάρκεια και δίχως σοβαρή δικαιολογία χρονικά όρια παραμονής των αρνητικών δεδομένων στα αρχεία της, προκαλούν στρεβλώσεις και σύγχυση στην αγορά. Η αλλαγή του συστήματος σε Τειρεσία «δύο ταχυτήτων» με την καθιέρωση του “point system” και την εφαρμογή βαθμολογίου “credit score” και αξιολόγησης “account rating” αναμένεται ότι είναι πλέον θέμα χρόνου να ανακοινωθεί και να εφαρμοστεί.

Σε αυτό το σημείο πρέπει να σημειωθεί πως οι ευρωπαϊκοί κανονισμοί, αναφορικά με τους προς διάθεση πόρους του ΕΣΠΑ, απαγορεύουν ρητά τη χρησιμοποίηση των εν λόγω κονδυλίων για αναχρηματοδοτήσεις υφισταμένων δανείων, με αποτέλεσμα να καθίσταται επιτακτική ανάγκη η ανεύρεση εθνικών πόρων από την πλευρά του Κράτους, προκειμένου να εξυπηρετηθεί ο συγκεκριμένος σκοπός ρυθμίσεων των δανείων.

Στη δεύτερη κατηγορία επιχειρήσεων, η οποία ενσωματώνει τις «υγιείς» οικονομικά επιχειρήσεις με αυξανόμενους τζίρους και ορθολογικό business plan, που έχουν επενδυτικό προσανατολισμό, μπαίνει φραγμός από τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και πάλι εξαιτίας των υψηλών απαιτούμενων εξασφαλίσεων για χορήγηση χρημάτων, που δεν ανήκουν στις ίδιες τις τράπεζες αλλά αποτελούν πόρους του ΕΣΠΑ. Η ουσία του προβλήματος εδράζεται στο γεγονός πως υπάρχει παντελής έλλειψη ενός πραγματικού πιστοληπτικού ελέγχου των επιχειρήσεων, με συνέπεια σε αρκετές περιπτώσεις να απορρίπτονται, χωρίς να ελέγχονται καθόλου οι αιτήσεις των ενδιαφερομένων.

Η τοποθέτηση του Προέδρου του ΕΒΕΠ, κου Βασίλη Κορκίδη, στην πρόσφατη συνάντησή του με τον Πρωθυπουργό και το Οικονομικό Επιτελείο της Κυβέρνησης, επιχείρησε να δώσει πρακτικές λύσεις στα προβλήματα, αναφορικά με την τόνωση της ρευστότητας και την επιστροφή της αγοράς στην χρηματοδότηση.

Οι προτάσεις του Ε.Β.Ε.Π. επικεντρώνονται σε επτά σημεία:

1) Στο σχεδιασμό ενός εγγυοδοτικού ή τραπεζικού προϊόντος από πλευράς Κράτους, το οποίο να στοχεύει στην αναδιάρθρωση ή την αναχρηματοδότηση δανείων μέσω εθνικών κεφαλαίων, με ιδιαίτερη έμφαση στα παλαιά δάνεια του ΤΕΜΠΜΕ, τα οποία έχουν ληφθεί από περίπου 60.000 επιχειρήσεις. Η σημερινή δυνατότητα αναδιάρθρωσης των συγκεκριμένων δανείων εκτείνεται μέχρι το Μάιο του 2014, μία προθεσμία που κατά κοινή ομολογία δεν ανταποκρίνεται στις σημερινές ανάγκες της αγοράς.

2) Στην παροχή ενός εγγυοδοτικού προϊόντος για δάνεια κεφαλαίου κίνησης ή/και επενδυτικά, τα οποία να είναι ελκυστικά για τις τράπεζες και συνάμα χρηστικά για τις επιχειρήσεις. Πιο συγκεκριμένα, η υφιστάμενη εγγυοδοτική δράση του ΕΤΕΑΝ αφήνει ανικανοποίητες τις τράπεζες, καθώς το Ταμείο ΕΤΕΑΝ δεν παραιτείται του δικαιώματος της ένστασης διζήσεως, με αποτέλεσμα τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να ζητούν επιπλέον εξασφαλίσεις, παρόλες τις εγγυήσεις που τους παρέχονται.

3) Στη συνδυαστική λειτουργία των τραπεζικών προϊόντων, εγγυήσεων και κεφαλαίου κίνησης, με όλες τις υφιστάμενες δράσεις των ΕΤΕΑΝ, Jeremie και ΕΤεΠ, οι πόροι των οποίων παραμένουν «παρκαρισμένοι» στις τράπεζες εξαιτίας των υψηλών απαιτήσεων για εξασφαλίσεις που προβάλλουν οι τελευταίες. Την ίδια στιγμή, τα κονδύλια ύψους περίπου 1,5 δις ευρώ που παρέχονται στις τράπεζες πρέπει να διοχετευθούν με ταχύτερους ρυθμούς στην αγορά και τις επιχειρήσεις.

4) Στην απλοποίηση των διαδικασιών, σε ό,τι αφορά τους πόρους του ΕΣΠΑ που χρησιμοποιούνται σε σύγχρονα χρηματοδοτικά εργαλεία, καθώς το υφιστάμενο σύστημα διακρίνεται από πολυκερματισμό, τόσο σε επίπεδο υπουργείων, όσο και σε επίπεδο φορέων. Σαν αποτέλεσμα τρέχουν παράλληλα αλληλεπικαλυπτόμενες δράσεις που προκαλούν σύγχυση, ανασφάλεια και αναστάτωση στην αγορά.

5) Στην αναγκαιότητα δημιουργίας Ελληνικής Επενδυτικής Τράπεζας, με κύριο σκοπό τη χρηματοδότηση υποδομών, την εξασφάλιση ρευστότητας στην αγορά και την υλοποίηση μακροπρόθεσμων, θεσμικών επενδύσεων, σε τομείς κρίσιμους για την επιβίωση της εθνικής οικονομίας. Η Επενδυτική Τράπεζα “Institution for Growth in Greece” (εφεξής «ΕΤ/IGG») θα συγκροτηθεί από κεφάλαια της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων, της γερμανικής KfW και της Ελλάδος. Σκοπός της θα είναι, αφενός, να δανειοδοτεί μικρομεσαίες επιχειρήσεις και, αφετέρου, να διαχειρίζεται μετρητά, ακίνητα, απαιτήσεις και εγγυήσεις μέσω των ευρωπαϊκών κονδυλίων της νέας προγραμματικής περιόδου 2014-20.

6) Στη δυνατότητα παροχής «μικροδανείων» με την αξιοποίηση των δομών των Ελληνικών Συνεταιριστικών Τραπεζών στα πρότυπα παροχής “micro finance” της Γαλλικής “Adie” και της Γερμανικής “Sparkasse”. Η Ένωση Ελληνικών Συνεταιριστικών Τραπεζών επεξεργάζεται ένα μοντέλο μετεξέλιξής τους σε Τράπεζες ειδικού σκοπού και, συγκεκριμένα, σε μία Αναπτυξιακή Τράπεζα Μικρομεσαίων – ΑΤΜΕ.

7) Στη λειτουργία μίας ενιαίας διαχειριστικής μονάδας μεταξύ των Υπουργείων Οικονομικών, Ανάπτυξης και Εργασίας η οποία είναι απαραίτητη για την άρση του οικονομικού αδιεξόδου στην αγορά, ενώ απαιτείται ένας μόνο κεντρικός φορέας σχεδιασμού και εφαρμογής προγραμμάτων για τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα.

Το Ε.Β.Ε.Π. προτείνει τη δημιουργία Γραμματείας Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων σε επίπεδο Γραφείου Πρωθυπουργού.

Facebook Comments