Η Βουλγαρία, μετά τη κατάρρευση του “υπαρκτού”, βρέθηκε να ελέγχεται και να κυβερνάται από δίκτυα ολιγαρχών, μαφιόζων και οργανωμένων πελατειακών συμφερόντων. Ήσαν εκείνοι που εκμεταλλεύτηκαν το “κενό”, ανάμεσα στη σχεδιασμένη οικονομία και το κρατισμό που διαλύθηκαν και στην αναζήτηση της καπιταλιστικής εκδοχής που θα τα αντικαθιστούσε.

Όλα τα κόμματα και οι διαδοχικές κυβερνήσεις εξυπηρετούν τα συμφέροντα των συγκεκριμένων παραγόντων, ή, ακόμη χειρότερα, τις σκιώδεις οργανώσεις που ξεκίνησαν ως οργανωμένο έγκλημα και εξελίχθηκαν ως ισχυροί παράγοντες μιας χειραγωγούμενης αγοράς.

Το Μάϊο στη χώρα διεξήχθησαν εκλογές. Η συντηρητική κυβέρνηση Μπορίσοφ αναγκάστηκε να προσφύγει σε εκλογές μετά τις εντονότατες διαμαρτυρίες των πολιτών για τις αυξήσεις στο ηλεκτρικό ρεύμα και την “αδυναμία” αντιμετώπισης της παραβατικότητας. Παρότι το GERB παρέμεινε πρώτο κόμμα, αλλά με μειωμένα ποσοστά, δεν κατάφερε να βρεί προθύμους να συγκυβερνήσουν μαζί του. Έτσι σχημάτισαν κυβέρνηση οι σοσιαλιστές του Ορεσχάρσκι σε συνεργασία με το μειονοτικό τουρκικό MLR του Ντογκάν και την ανοχή του ακροδεξιού Ataka !!!

Η νέα κυβέρνηση, δύο μόλις μήνες μετά την ανάδειξη της, κινδυνεύει κι αυτή με πτώση. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο το ετερόκλητο μόρφωμα που τη στηρίζει, αλλά και πάλι οι μαζικότατες και έντονες καθημερινές διαδηλώσεις – διαμαρτυρίες των πολιτών απέναντι στο πελατειασμό και την ανομία, στοιχεία που φαίνεται να υπηρετεί και το νέο σχήμα.

Οι διαδηλώσεις ξεκίνησαν ως διαμαρτυρίες για το διορισμό του βαρώνου των ΜΜΕ 33χρονου Πέεφσκι ως επικεφαλής της Εθνικής Υπηρεσίας Πληροφοριών. Τελικά ο διορισμός ανακλήθηκε εξ αιτίας της κοινωνικής κατακραυγής, αλλά οι διαδηλώσεις συνεχίζονται. Και φαίνεται ότι δεν θα σταματήσουν, εάν δεν προκηρυχθούν νέες εκλογές.

Η Βουλγαρία είναι η φτωχότερη χώρα της ΕΕ. Ο μέσος μισθός είναι 250 ευρώ και η μέση σύνταξη 120-150 ευρώ. Το χειρότερο δε όλων είναι ότι έχει περιπέσει από καιρό σε απόλυτη οικονομική αδράνεια. Η διαφθορά, η ατιμωρησία, η χαμηλή παραγωγικότητα, το φαύλο περιβάλλον, αποτρέπουν την εισροή κεφαλαίων, με αποτέλεσμα την απουσία επενδύσεων και την αδυναμία της οικονομίας να δημιουργήσει δουλειές. Το καλύτερο ανθρώπινο τεχνικό και επιστημονικό δυναμικό ξενιτεύεται. Η χώρα μέρα με τη μέρα φθίνει και φτωχαίνει.

Βίοι παράλληλοι με το νότιο γείτονα θα ισχυριστεί κάποιος. Ίσως. Μόνο που υπάρχουν μερικές ουσιώδεις διαφοροποιήσεις. Στη Βουλγαρία δεν έρρευσαν ποτέ κοινοτικά κονδύλια μεγάλης έκτασης, ούτε επιχειρήθηκε να τροφοδοτηθεί η κατανάλωση με ασύστολο δανεισμό. Έτσι η χώρα δεν έζησε ποτέ περίοδο ευημερίας, δεν έμαθε να ζεί πάνω από τις δυνάμεις της και, βεβαίως, το δημόσιο χρέος της είναι ένα από τα μικρότερα στην ΕΕ.

Τα δημοσιονομικά της μεγέθη είναι κατά βάση υγιή. Τα στοιχεία αυτά επιτρέπουν στους πολίτες της Βουλγαρίας να αντιμετωπίζουν τη κατάσταση τους ορθολογικά. Ζούν μια πολυετή στασιμότητα, δεν “επιστρέφουν” από τη χλιδή και τον άκρατο καταναλωτισμό στη λιτή διαβίωση. Αντίθετα, αυτή δεν την αποχωρίστηκαν ποτέ.

Υπάρχει όμως κι άλλο ένα στοιχείο, που προσδίδει υγεία και αισιοδοξία στη περίπτωση της γείτονος. Και σε αυτό επιθυμώ να επικεντρώσω. Οι διαδηλώσεις δεν σταμάτησαν με την ανάκληση του διορισμού του Πέεφσκι. Συνεχίζονται. Και είναι πρωτοβουλίες της κοινωνίας των πολιτών. Οι οποίοι δεν εκφράζονται από κανένα κατεστημένο κόμμα. Είναι αυθόρμητες και δρομολογούνται από “κάτω”. Ο στόχος των πολιτών, όπως διακηρύσσουν, είναι η διεκδίκηση ενός νέου πολιτικού και κυβερνητικού συστήματος, που θα αντικαταστήσει το σημερινό παρηκμασμένο.

Οι διαδηλωτές απαιτούν, όχι παροχές και επαναφορά εισοδημάτων που απώλεσαν, μα μεγαλύτερη διαφάνεια, πάταξη της διαφθοράς, που σκοτώνει την οικονομία, διάρρηξη των σχέσεων των πολιτικών με το οργανωμένο έγκλημα, ενίσχυση του ρόλου και της ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης.

Οι διαδηλωτές εμφορούνται και, κατά κάποιο τρόπο, “παράγουν” μια μετακομμουνιστική ιδεολογία: αντιπολιτική, τεχνοκρατία, διαφάνεια, ελεύθερος ανταγωνισμός στην αγορά, είναι τα βασικά της στοιχεία. Το ζητούμενο είναι προσδιορισμένο: Μια οικονομία απαλλαγμένη από τα δεσμά των πελατειακών σχέσεων, απαλλαγμένη από την ανάμειξη των διεφθαρμένων πολιτικών και άλλων μαφιών.

Πρωταγωνιστικό ρόλο στη μεγάλη λαϊκή δύναμη που αντιδρά καταλαμβάνουν τα “παιδιά της μετάβασης”. Είναι η γενιά που αγωνίζεται να αλλάξει το σύστημα που παρέλαβε, το σύστημα που “έσκασε” στα χέρια της, μετά την αποτυχία των γονέων της να το μετατρέψουν από αυτό το τέρας που δημιουργήθηκε τα τελευταία 20+ χρόνια ως κατάλοιπο του σοβιετικού “υπαρκτού” σοσιαλισμού. Ο αγώνας της στρέφεται ενάντια στους δύο πυλώνες του συστήματος: τα προνόμια των λίγων και τα μονοπώλια, που το πολιτικό σύστημα επιβάλλει και προστατεύει.

Επιδιώκει να ανατρέψει την ολιγαρχία που ενεργεί έκνομα και κυριαρχεί αποπνικτικά σε όλους τους τομείς της οικονομίας, της πολιτικής και της δημόσιας ζωής. Παράλληλα απορρίπτει τους περιορισμούς και πρεσβεύει τη πρόσβαση σε ίσες ευκαιρίες για προσωπική και επαγγελματική επιτυχία. Αισθάνονται ότι ο περισσότερος χρόνος μετά το 1990, οι δύο δεκαετίες της “μετάβασης”, δεν οδήγησαν στο καινούργιο, μα σπαταλήθηκαν στην οικοδόμηση ιδιοτελών συντεχνιακών και πελατειακών συμφερόντων.

Η γενιά των “παιδιών της μετάβασης” δεν αποτελείται μόνο από νεαρούς επαγγελματίες της μεσαίας τάξης της Σόφιας, όπως διατείνονται τα τοπικά ΜΜΕ, αλλά περικλείει καί τμήμα της παραγωγικής εργατικής τάξης, καθώς και τους εκατοντάδες χιλιάδες νέους μετανάστες, που, ελλείψει ευκαιριών στη χώρα τους, αναζήτησαν την απασχόληση και την ευημερία στο εξωτερικό. Και στην Ελλάδα. Περιλαμβάνει ακόμη εκείνους που βλέπουν να συνθλίβονται κάτω από το βάρος των οικογενειακών ευθυνών και της υψηλής ανεργίας, ιδιαίτερα των νέων.

Μεγάλο μέρος του πληθυσμού εμφανίζεται φιλικά διακείμενο στην ατζέντα των διαδηλωτών. Οι δημοσκοπήσεις των αρχών του Ιουλίου κατέδειξαν ότι το 58% της κοινής γνώμης υποστηρίζει τους διαδηλωτές, ενώ το 60% επιθυμεί τη παραίτηση και της νέας κυβέρνησης.

Τα σημάδια είναι λοιπόν ενθαρρυντικά. Φαίνεται πώς, εύκολα ή δύσκολα, η “γενιά της μετάβασης” θα βρεί το δρόμο της. Θα καταφέρει να μορφοποιήσει τις δράσεις και τις πρωτοβουλίες της σε πολιτικό υποκείμενο. Και να δρομολογήσει επιτέλους, μετά από 23 χρόνια αέναης πορείας στο κενό, τη νέα κατάσταση στη Βουλγαρική κοινωνία.

Το παλιό έχει πεθάνει 23 χρόνια πρίν. Οι ωδίνες της γέννας του καινούργιου δεν καρποφόρησαν ακόμη. Τα δεδομένα όμως που έχουν δημιουργηθεί επιτρέπουν αισιοδοξία. Η φιλελεύθερη ματιά, η φιλελεύθερη προσέγγιση της γενιάς της μετάβασης, φέρνει ένα φρέσκο αέρα και υπόσχεται ότι η φτωχότερη ευρωπαϊκή οικονομία θα βρεί το δρόμο της.

Μπορούμε να ισχυριστούμε κάτι αντίστοιχο για την Ελλάδα; Ασφαλώς και όχι. Στη γείτονα αποδέχτηκαν το θάνατο του παλιού. Και εγκυμονούν το νέο. Στη χώρα μας βασικός στόχος της μεγάλης πλειοψηφίας παραμένει η διατήρηση άθικτων των δομών του παρελθόντος. Και η μηχανιστική ανεύρεση τρόπου επαναφοράς στη πρότερη “ανώμαλη” κατάσταση της διατήρησης της επίπλαστης ευημερίας που εξασφάλιζαν τα δανεικά. Το να γίνει κτήμα των περισσοτέρων πολιτών η αναγκαιότητα των μεταρρυθμίσεων είναι το πρώτο και βασικό στάδιο ωρίμανσης. Η οικοδόμηση του πολιτικού υποκειμένου, μιας ευρείας κοινωνικής συμμαχίας, που θα εγγυηθεί τις αλλαγές και τη μετάβαση, είναι το επόμενο.

Προς το παρόν και τα δύο παραμένουν ακόμη ζητούμενα.

Facebook Comments