Οι μετρήσεις της κοινής γνώμης δείχνουν ότι τουλάχιστον οι μισοί αμερικανοί πολίτες είναι θορυβημένοι από την υποψία κατάργησης του απόρρητου της αλληλογραφίας τους, παρά την επίκληση της εθνικής ασφάλειας και τις διαβεβαιώσεις που έδωσε ο πρόεδρος Ομπάμα ότι θα ενισχυθούν οι εγγυήσεις κατά τη διαδικασία συλλογής και επεξεργασίας. Το Κογκρέσο παραλίγο να περάσει ψήφισμα με το αίτημα κατάργησης του προγράμματος. Η δημόσια συζήτηση γύρω από το θέμα δεν λέει να κοπάσει.

Η αλήθεια είναι ότι δεν βοηθά στον κατευνασμό της κοινής γνώμης το γεγονός ότι το δικαστήριο, που είναι επιφορτισμένο εκ του νόμου να ελέγχει τις θεσμικές εγγυήσεις και να δίνει άδεια για τις υποκλοπές, συνεδριάζει μυστικά, δεν ακούει την πλευρά των υπερασπιστών των ατομικών ελευθεριών αλλά μόνον αυτήν της κυβέρνησης και δεν δημοσιεύει τις αποφάσεις του.

Βρισκόμαστε δηλαδή ενώπιον μιας «μαύρης τρύπας» του κράτους δικαίου, όπου αρκεί η επίκληση ενός πιθανού κινδύνου στην εθνική ασφάλεια, για να δικαιολογηθούν μαζικές παραβιάσεις των στοιχειωδών δικαιωμάτων ιδιωτικότητας και ελευθερίας τόσο των ανυποψίαστων αμερικανών πολιτών όσο και των αλλοδαπών που έρχονται σε επικοινωνία μαζί τους.

Κάθε φορά που ακούγονται ή αναγνωρίζονται ηλεκτρονικά ορισμένες προγραμματισμένες (και άγνωστες στο κοινό) λέξεις-κλειδιά, που θεωρούνται ως δυνητικά ενδιαφέρουσες για τις αντιτρομοκρατικές αρχές, το μήνυμα αποθηκεύεται, για να αναλυθεί από τους ερευνητές της NSA.

Έτσι οι διαστάσεις της κρατικής επιτήρησης της ιδιωτικής επικοινωνίας προσλαμβάνει τεράστιες και, ακόμη χειρότερα, απροσδιόριστες διαστάσεις. Καθένας μπορεί να φοβάται ότι μία επιστημονική ή δημοσιογραφική έρευνα γύρω από την τρομοκρατία, μία ανταλλαγή απόψεων γύρω από τη διεθνή πολιτική ή μία απόρρητη επικοινωνία μεταξύ ενός δικηγόρου και του πελάτη του για μία δικαστική υπόθεση είναι ικανές να βάλουν στο στόχαστρο των αρχών αθώους πολίτες.

Η μυστικότητα και η δυνητικά απεριόριστη συλλογή και επεξεργασία ιδιωτικών μορφών επικοινωνίας από το κράτος φέρνουν φυσικά υπερβολική αποτροπή (overdeterrence): Εφόσον ο φόβος μιας πιθανής υποκλοπής γενικευτεί στον πληθυσμό μιας ελεύθερης χώρας, οι πολίτες τείνουν αναπόδραστα να εκφράζονται λιγότερο αυθόρμητα, ειλικρινά ή δυναμικά ή και να καταπιέζουν εντελώς πολλές ιδέες ή γνώμες που θα ήθελαν να ανταλλάξουν με άλλους.

Το επίπεδο του συνολικού διαλόγου πέφτει λόγω του φόβου τυχόν κυρώσεων, η ανασφάλεια και η καχυποψία απέναντι στο κράτος γενικεύονται, ενώ αναπτύσσονται στρατηγικές κωδικοποίησης και απόκρυψης, με αποτέλεσμα να εξαπλώνονται φοβικές συμπεριφορές στην κοινωνική ζωή. Αυτές με τη σειρά τους τείνουν να μεταβάλουν σταδιακά τόσο τις σχέσεις των πολιτών με το κράτος όσο και μεταξύ τους πλήττοντας την εμπιστοσύνη, χωρίς την οποία μία δημοκρατική κοινωνία δεν μπορεί να είναι λειτουργική.

Πέραν των προφανών προβλημάτων συνταγματικών ελευθεριών μία τέτοια κατάσταση έχει επίσης και επώδυνα οικονομικά αποτελέσματα. Λόγω του φαινομένου εξάπλωσης και γενίκευσης της καχυποψίας η παραγωγή, η ανταλλαγή και η διάδοση νέων ιδεών αμβλύνονται νομοτελειακά, καθώς αναπτύσσονται φαινόμενα αυτολογοκρισίας. Αν όμως δεν υπάρχει ένα εύρωστο περιβάλλον ελευθερίας της έρευνας, της έκφρασης και της επικοινωνίας, μειώνεται σταδιακά η καινοτομία στη σκέψη, από την οποία εξαρτάται άμεσα ο δυναμισμός μιας ελεύθερης οικονομίας της γνώσης.

Η αλόγιστη επικράτηση της ασφάλειας μαζί με τη συναφή τεχνοδομή, που ευνοεί το γιγαντωμένο στρατοβιομηχανικό σύμπλεγμα, απέναντι στις αστικές ελευθερίες και τα δικαιώματα των πολιτών είναι ικανή να φέρει πολύ μεγάλη κοινωνική και οικονομική οπισθοδρόμηση στη Δύση, αν δεν ανασχεθεί εγκαίρως.

Facebook Comments