Στο 17,4% του ΑΕΠ η συνταξιοδοτική δαπάνη στην Ελλάδα το 2016 σύμφωνα με τη Eurobank
Ειδική μελέτη με τίτλο "Δαπάνη για συντάξεις και κοινωνική προστασία: Πώς συγκρίνεται η Ελλάδα με τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε." δημοσίευσε η Eurobank
Ειδική μελέτη με τίτλο "Δαπάνη για συντάξεις και κοινωνική προστασία: Πώς συγκρίνεται η Ελλάδα με τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε." δημοσίευσε η Eurobank
Ειδική μελέτη με τίτλο “Δαπάνη για συντάξεις και κοινωνική προστασία: Πώς συγκρίνεται η Ελλάδα με τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε.” δημοσίευσε σήμερα η Διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης και Έρευνας Διεθνών Κεφαλαιαγορών της Eurobank. Τη συγγραφή της έκθεσης επιμελήθηκε ο Δρ. Πλάτων Μονοκρούσος, Επικεφαλής Οικονομολόγος του Ομίλου Eurobank.
Όπως προκύπτει με βάση τις πλέον πρόσφατες μετρήσεις που επικαλείται η μελέτη, η συνταξιοδοτική δαπάνη στην Ελλάδα παραμένει αρκετά υψηλή σχετικά με το τρέχον ονομαστικό επίπεδο του εγχώριου προϊόντος. Ειδικότερα, στο τέλος του 2016 διαμορφώθηκε περίπου στο 17,4% του ΑΕΠ, αποτελώντας με διαφορά το υψηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε. των 28, μετά την Ιταλία και την Πορτογαλία.
Αναλυτικά, οι βασικές επισημάνσεις και τα κύρια συμπεράσματα μελέτης:
1. Για δύο δεκαετίες πριν από το ξέσπασμα της ελληνικής κρίσης χρέους, η συνταξιοδοτική δαπάνη στην Ελλάδα σημείωσε μεγάλη άνοδο συνεπικουρούμενη, μεταξύ άλλων, από την ταχεία αύξηση των μισθών και τις συγκριτικά γενναιόδωρες παροχές του συνταξιοδοτικού συστήματος. Σε σύγκριση με τις άλλες δύο οικονομίες της ευρωζώνης με τις δυσμενέστερες δημογραφικές προοπτικές, ο ετήσιος ρυθμός αύξησης της συνταξιοδοτικής δαπάνης στην Ελλάδα την περίοδο 1991 – 2009 ανήλθε κατά μέσο όρο σε 8,3% σε σχέση με 3,8% στην Ιταλία και 3,6% στη Γερμανία.
2. Οι εξελίξεις αυτές σε συνδυασμό με τις εξαιρετικά δυσμενείς δημογραφικές τάσεις, οδήγησαν τον ΟΟΣΑ το 2007 να χαρακτηρίσει το συνταξιοδοτικό σύστημα της Ελλάδας ως “δημοσιονομική ωρολογιακή βόμβα”. Σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat για το 2014 (τα τελευταία διαθέσιμα) σε κάθε δικαιούχο σύνταξης στην Ελλάδα αντιστοιχούσαν μόνο 1,3 εργαζόμενοι, αναλογία που αποτελεί τη χαμηλότερη στην Ε.Ε. των 28. Επιπροσθέτως, το ποσοστό εξάρτησης των ηλικιωμένων στην Ελλάδα (ο πληθυσμός ηλικίας 65 ετών και άνω προς τον πληθυσμό από 15 έως 64 ετών) εκτιμήθηκε ότι θα αυξηθεί σημαντικά τα επόμενα χρόνια, φτάνοντας το 2060 επίπεδα σημαντικά υψηλότερα από το μέσο όρο της Ε.Ε. των 28 αλλά και των αντίστοιχων ποσοστών άλλων οικονομιών της Ε.Ε. (π.χ. Ιταλία και Γερμανία) που χαρακτηρίζονται από αρνητικές δημογραφικές τάσεις. Στο ίδιο πνεύμα, σύμφωνα με τα νεότερα διαθέσιμα στοιχεία (βάση δεδομένων Ήλιος, Ιούλιος 2015), περίπου το 31,4% του συνολικού κονδυλίου για συντάξεις γήρατος, επιζώντων, αναπηρίας κ.α. προοριζόταν για δικαιούχους κάτω των 65 ετών.
3. Εξαιτίας των προκλήσεων αυτών, σημαντικές μεταρρυθμίσεις στο συνταξιοδοτικό σύστημα υλοποιήθηκαν στο πλαίσιο των τριών διαδοχικών προγραμμάτων σταθεροποίησης της Ελλάδας. Μετά τη μεταρρύθμιση του 2010, την οποία το ΔΝΤ χαρακτήρισε ως “περιεκτική”, ακολούθησαν άλλες δύο μεταρρυθμιστικές προσπάθειες το 2011-12 και το 2015-16 με στόχο να μειωθούν οι μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες δαπάνες και να αντιμετωπιστεί μια σειρά διαρθρωτικών αδυναμιών του ελληνικού συνταξιοδοτικού συστήματος.
4. Συγκεκριμένα, οι προαναφερθείσες παρεμβάσεις στόχευαν μεταξύ άλλων: στην αύξηση των ορίων ηλικίας πρόωρης και νόμιμης συνταξιοδότησης, στη σύσφιξη των κανόνων πρόωρης συνταξιοδότησης, στην αύξηση των ελάχιστων απαιτούμενων ετών για την καταβολή εισφορών, στην εναρμόνιση των εισφορών κύριας σύνταξης στο 20% για όλους τους εργαζόμενους, στην καθιέρωση ενός ενιαίου κανόνα παροχών τόσο για τους υφιστάμενους όσο και για τους νέους συνταξιούχους, στο σχεδιασμό επιλεγμένων περικοπών στις επικουρικές συντάξεις για δικαιούχους με συνολικές συνταξιοδοτικές αποδοχές άνω των 1.300 ευρώ/μήνα, στο πάγωμα των επικουρικών συντάξεων για όσο διάστημα τα ασφαλιστικά ταμεία θα παραμένουν ελλειμματικά, στην εξάλειψη των χρεώσεων υπέρ τρίτων που προορίζονται για τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων των ασφαλιστικών ταμείων των αυτοαπασχολούμενων και στην αλλαγή του τρόπου υπολογισμού των εισφορών κοινωνικής ασφάλισης των αυτοαπασχολούμενων με βάση πραγματικά εισοδηματικά κριτήρια από ένα ελάχιστο ύψος εισοδήματος και άνω, αντί του τεκμαρτού εισοδήματος που ίσχυε έως τώρα.
5. Οι προαναφερθείσες μεταρρυθμίσεις πέτυχαν πράγματι να αντιμετωπίσουν κάποιες από τις δομικές αδυναμίες του ελληνικού συνταξιοδοτικού συστήματος, τουλάχιστον σύμφωνα με τα όσα καταδεικνύουν τα διαθέσιμα στοιχεία και οι επίσημες προβλέψεις. Για παράδειγμα, η συνταξιοδοτική δαπάνη στην Ελλάδα προβλέπεται να μειωθεί κατά 1,9 π.μ. την περίοδο 2013-2060, φτάνοντας το 14,3% του ΑΕΠ στο τέλος αυτής της περιόδου (έναντι επιπέδων της τάξεως του 24% του ΑΕΠ πριν τις μεταρρυθμίσεις), σε σύγκριση με 11,1% του ΑΕΠ στην Ε.Ε. των 28 και 12,3% του ΑΕΠ στην Ευρωζώνη (πηγή: Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Έκθεση για τη δημογραφική γήρανση, 2015). Προς την ίδια κατεύθυνση συγκλίνουν και άλλες μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες προβλέψεις σχετικά με τη βιωσιμότητα του συνταξιοδοτικού συστήματος, π.χ. μέση διάρκεια συνταξιοδότησης και μέση διάρκεια συνταξιοδότησης προς το μέσο όρο του εργασιακού βίου.
6. Παρά την πρόοδο που έχει επιτευχθεί έως τώρα ως προς την αποκατάσταση της βιωσιμότητας του συνταξιοδοτικού συστήματος της Ελλάδας, η συνολική συνταξιοδοτική δαπάνη στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ σημείωσε κατακόρυφη αύξηση τα τελευταία έτη, φτάνοντας το 17,1% του ΑΕΠ στο τέλος του 2014 (περίπου 17,4% του ΑΕΠ στο τέλος του 2016, σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα στοιχεία), με διαφορά το υψηλότερο ποσοστό στην Ε.Ε. των 28, μετά την Ιταλία και την Πορτογαλία.
7. Με βάση τις παραπάνω μετρήσεις, φαίνεται ότι η συνταξιοδοτική δαπάνη στην Ελλάδα είναι αρκετά υψηλή σχετικά με το τρέχον ονομαστικό επίπεδο του εγχώριου προϊόντος. Στο ίδιο πνεύμα, η μέση σύνταξη ως ποσοστό του μέσου μισθού στην Ελλάδα παραμένει σημαντικά υψηλότερη συγκριτικά με εκείνη της Γερμανίας (65% έναντι 39%), σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία (ΔΝΤ, Φεβ. 2017).
8. Επιπρόσθετα, παρόλο που στην Ελλάδα η συνταξιοδοτική δαπάνη σε ονομαστικούς όρους μειώθηκε σημαντικά (-9,1%) την περίοδο 2010-2014 (πλέον πρόσφατα στοιχεία), άλλες χώρες της Ε.Ε. που αντιμετώπισαν μικρότερη δημοσιονομική πίεση επίσης εφάρμοσαν μειώσεις στις ονομαστικές συντάξεις την ίδια περίοδο (Τσεχία: -0,7%, Ολλανδία -2,6% και Ουγγαρία: -10,8%).
9. Από την άλλη πλευρά, η Ελλάδα κατατάσσεται χαμηλότερα από τους αντίστοιχους μέσους της Ε.E. όσον αφορά τη μέση ονομαστική μηνιαία σύνταξη, δηλαδή, για τους άνδρες: €954 έναντι €1.530 στην Ε.Ε. των 27 και για τις γυναίκες: €738 έναντι €915 στην Ε.Ε. των 27 (βλέπε σχετική έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη διασφάλιση επαρκών συντάξεων στις μελλοντικές γενιές συνταξιούχων “Pension Adequacy Report” Τόμος 1, 2015).
10. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι τα προαναφερθέντα στοιχεία αντιστοιχούν στο έτος 2012, Έκτοτε οι συντάξεις στην Ελλάδα έχουν υποστεί περαιτέρω μειώσεις. Σύμφωνα με τα πλέον πρόσφατα οικονομικά στοιχεία (βάση δεδομένων Ήλιος) η μέση μηνιαία σύνταξη στην Ελλάδα ήταν €893 τον Ιούλιο 2015, με την πλειοψηφία των συνταξιούχων (περίπου 83%) να λαμβάνουν μηνιαία σύνταξη χαμηλότερη από €1.500 (περίπου 59% λαμβάνουν μηναία σύνταξη μεταξύ €500-€1.000).
11. Επιπλέον, η συνολική δαπάνη κοινωνικής προστασίας στην Ελλάδα (παροχές σε χρήμα και παροχές σε είδος για ηλικιωμένους, επιζώντες και συντάξεις αναπηρίας καθώς επίσης για υγειονομική περίθαλψη, ενίσχυση οικογενειών, ανεργία, στέγαση και άλλες κρίσιμες κοινωνικές υπηρεσίες) παραμένει σημαντικά χαμηλότερη σε σύγκριση με τους αντίστοιχους μέσους της Ε.Ε. των 28 και της Ευρωζώνης, ακόμα και αν μετράται ως ποσοστό του ΑΕΠ. Αυτό οφείλεται στην ασθενή κάλυψη που παρέχει το κράτος πρόνοιας στην Ελλάδα και αντικατοπτρίζει το γεγονός ότι οι συντάξεις στηρίζουν το οικογενειακό εισόδημα και άλλες κρίσιμες κοινωνικές ανάγκες (π.χ. για υγεία, στέγαση, στήριξη άνεργων μελών της οικογένειας) την περίοδο της κρίσης.
12. Όσον αφορά τις κοινωνικές επιπτώσεις της ελληνικής δημοσιονομικής κρίσης, σχετικές μετρήσεις δείχνουν ότι έχει ήδη λάβει μεγάλες διαστάσεις, αν και ο πληθυσμός της χώρας σε ηλικία εργασίας φαίνεται να έχει πληγεί σφοδρότερα από τους συνταξιούχους. Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, το ποσοστό του εγχώριου πληθυσμού που ζει με τον κίνδυνο της φτώχειας ή του κοινωνικού αποκλεισμού, ήταν το 4ο υψηλότερο στην Ε.Ε. των 28 το 2015 μετά την ΠΓΔΜ (στη χειρότερη θέση), τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία.
13. Είναι ενδιαφέρον το γεγονός ότι το ποσοστό των ατόμων ηλικίας 65 ετών και άνω που βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας έχει πράγματι μειωθεί από το 2011, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό ατόμων που ανήκουν σε νεότερες ηλικιακές ομάδες έχει εκτιναχθεί στα ύψη. Εντούτοις θα πρέπει να σημειωθεί ότι η φτώχεια συνήθως μετράται σε σχετικούς όρους δηλαδή, σε σύγκριση με ένα μέτρο ίσο με το μέσο εισόδημα ενός αντιπροσωπευτικού ατόμου. Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψη ότι το όριο της φτώχειας για ένα άτομο μειώθηκε σημαντικά από το 2009, το αντίστοιχο ποσοστό για άτομα ηλικίας 65 ετών και άνω στην Ελλάδα είναι στην πραγματικότητα μεγαλύτερο από αυτό που υποδηλώνουν τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία.
14. Στην τελευταία αξιολόγησή του για το ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα (Φεβ. 2017), το ΔΝΤ σημειώνει ότι η πιο πρόσφατη μεταρρύθμιση που εφαρμόστηκε το 2015-16 κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση εξαλείφοντας ορισμένες στρεβλώσεις και μειώνοντας το κόστος. Ωστόσο υπολείπεται των παρεμβάσεων που απαιτούνται για τον εξορθολογισμό του συστήματος και την παροχή ισχυρών κινήτρων για εργασία και συνεισφορά στο σύστημα, ενώ ενέχει σημαντικούς κινδύνους ως προς την εφαρμογή της. Ως εκ τούτου, το Ταμείο καλεί τις αρχές όχι μόνο να εφαρμόσουν πλήρως την πρόσφατη μεταρρύθμιση αλλά και να τη συμπληρώσουν με επιπρόσθετες μεταρρυθμίσεις για την αντιμετώπιση των εναπομεινάντων στρεβλώσεων. Συμπερασματικά, οι όποιες νέες μεταρρυθμίσεις για την αντιμετώπιση των εναπομεινάντων διαρθρωτικών αδυναμιών του ελληνικού συνταξιοδοτικού συστήματος θα πρέπει να συνοδεύονται από μέτρα για την ενίσχυση του αδύναμου συστήματος κοινωνικής πρόνοιας της χώρας.
Facebook Comments