Συχνά μιλάμε ή ακούμε άλλους να μιλούν για το ψέμα στον δημόσιο λόγο, κι εσχάτως κοντά στο ψέμα κυκλοφορούν κι άλλοι όροι όπως οι «μεταλήθειες» (“post truths”), τα «εναλλακτικά γεγονότα» (“alternative facts”), και φυσικά το γνωστό σε όλους μας πλέον “fake news”, οι ψευδείς ειδήσεις θα λέγαμε, η διάδοση των οποίων διώκεται βέβαια στο νομικό μας σύστημα, αλλά δεν είναι αυτό ακριβώς που περιγράφεται με τον όρο τούτο που είναι κι η αγαπημένη καραμέλα στα χείλη του πορτοκαλί πλανητάρχη.

Από την παρούσα, φιλόξενη ιστοσελίδα του MarketNews έχω ξαναθίξει στο παρελθόν ζητήματα που αφορούν τη διάκριση του ψέματος από την πλάνη, μολονότι βέβαια δεν ανέλαβα ποτέ να εξαντλήσω την κουβέντα. Σήμερα θ’ ακουμπήσω ελαφρά τον όρο fabulism, που δίνει και το fabulist, και περιγράφει κάτι ανώτερο του ψεύτη σε βλαπτική δυνατότητα, ή κατώτερο σε ηθική απαξία, αν προτιμάτε μια κλίμακα που επιδεινούμενη καταλήγει όλο και πιο βαθιά σε κάποια σκοτεινή σήραγγα, εκεί όπου πεθαίνει κι η δημοκρατία, όπως λέγει το νέο λογότυπο της Washington Post “Democracy Dies in Darkness”.

Ο όρος δεν προέρχεται από τη λέξη “fabulous”—που έγινε σύνθημα μέσα απ’ το Sex and the City—μολονότι μοιράζεται το ίδιο λατινικό έτυμο, δηλαδή το “fabula”, που σημαίνει τον λόγο, το αφήγημα, ακόμα και τον χρησμό που λέγεται, τον μύθο, και σε επόμενο στάδιο και κάθε λόγο που δεν είναι αληθινός αλλά μύθευμα. Στις μέρες μας, ο όρος χρησιμοποιείται στην αγγλοφωνη αρθρογραφία πολύ συχνά σε συμφραζόμενα που περιέχουν κι αναφορές στον λαϊκισμό, “populism”, αφού οι εκπρόσωποι του τελευταίου συχνά δεν φείδονται ψεμάτων και πλανών προκειμένου να επιτύχουν τους στόχους τους.

Στα ελληνικά, θ’ απέδιδα τον όρο ως ο «παραμυθατζής», μια λέξη που τη συνήθιζε κι ο αξέχαστος πατέρας μου. Fabulism δεν είναι απλά η πρακτική του να λες ένα ψέμα: ένας ψεύτης θα πει ψέματα στη σύζυγό του πως θα βγει με τους φίλους του να δει το ματσάκι ενώ στην πραγματικότητα σκοπεύει να την απατήσει εκείνο το βράδυ. Με το ψέμα αποκρύπτει την αλήθεια και παραπλανά το θύμα του.

Ο παραμυθατζής δεν επιχειρεί απαραιτήτως να αποκρύψει την αλήθεια, μήτε καν να παραπλανήσει για το τι είναι αληθές ή ψευδές. Όχι γιατί κάτι τέτοιο είναι δύσκολο, αλλά γιατί έχει υψηλότερες φιλοδοξίες και στοχεύει μακρύτερα. Η αποκάλυψη της πλάνης του θα κατέρριπτε το σχέδιό του, και δεν είναι διατεθειμένος να το υποστεί αυτό.

Ο fabulist/παραμυθατζής αποβλέπει στο ν’ αποπλανήσει, να σε κάνει να ερωτευτείς το μυαλό του και την κάθε λέξη που βγαίνει απ’ το στόμα του, να εντυπωσιάσει κι έτσι να θολώσει την κρίση του ακροατή του, να επηρεάσει όποιον τον ακούει ή τον διαβάζει και να του διαμορφώσει μια εναλλακτική— επιλεγμένη από τον ίδιο—κοσμοθεώρηση που ερμηνεύει τα πράγματα στρεβλά, και για να το πετύχει αυτό στολίζει ένα αφήγημα που ενεργητικά οικοδομεί απ’ το μηδέν κεντώντας βελονιές πλάνης επάνω του που θα το καταστήσουν συναρπαστικό, ψαρωτικό, σχεδόν σέξυ, ώστε στο τέλος το θύμα όχι μόνο να ζητά οικειοθελώς να το πιστέψει, αλλά και να φοβάται να φανταστεί μήπως θα μπορούσε να είναι ψέμα.

Ο παραμυθατζής, που είναι πιο επικίνδυνος από τον απλό ψεύτη, καθώς μπορεί να παρασύρει με τις απάτες του ολόκληρα έθνη, ενισχύει την εναλλακτική του αφηγηματική πραγματικότητα με προσεκτικά επιλεγμένες και κυρίως (αυθαίρετα) συσχετισμένες φέτες αλήθειας, ώστε το μύθευμά του να μην προσκρούει εκ πρώτης όψεως και σε όλες του τις διαστάσεις πάνω στην κοινή εμπειρία και λογική. Σε τούτο μοιάζει με τον πλανηλόγο, αλλά το πάει το τροπάρι του ένα βήμα παραπέρα. Δεν μένει δηλαδή στο τιποτένιο, ερασιτεχνικό σκαλοπάτι της πλάνης—η οποία είναι σε γενικές γραμμές ένας μη αληθής ή μη ορθός συλλογισμός (ή καί τα δύο μαζί) που αρχικά κι επιφανειακά ή και βαθύτερα μοιάζει λογικός ή αληθής ή ορθός, επειδή έχει την αρετή ν’ ανακατεύει την αλήθεια και την επινόηση με έξυπνο τρόπο και να ξεγελά το νου του ακροατή.

Ο παραμυθατζής δεν καταδέχεται, όπως ο απλός ουτιδανός ψεύτης, ν’ αφήσει το έργο του να φθαρεί απ’ την εξέταση και την κριτική κατώτερων διανοιών—είναι και ναρκισσιστής, οπότε όλ’ οι άλλοι είναι κατώτεροί του—γι’ αυτό και επινοεί ο ίδιος εναλλακτικά δεδομένα, τη φύση των οποίων και τη διαθεσιμότητά τους ελέγχει ο ίδιος, αντί να επιλέξει δεδομένα της εμπειρικής πραγματικότητας που είναι κοινώς προσβάσιμα σε κι άρα ελέγξιμα από όλους ή έστω από πολλούς.

Ένας παραμυθάς θα σου αποκαλύψει με πολλή απροθυμία (ασφαλώς προσποιητή) έπειτα από πίεση (που τεχνιέντως θα σου έχει προηγουμένως εμπνεύσει να του ασκήσεις) πως μόλις γύρισε από σημαντικό ταξίδι στο Παρίσι όπου συναντήθηκε με κάποιους σημαντικότατους παράγοντες της παγκόσμιας οικονομικής σκηνής (βάλε τώρα με το νου σου μερικά ονόματα τραπεζιτών, ορισμένα να επιχωριάζουν σε θεωρίες συνωμοσίας Ιλλουμινάτων και Μπιλντεμπέργκερς, οπότε ακόμα καλύτερα, αφού έρχονται ήδη τυλιγμένα στην αχλή ενός άψαυστου μυστηρίου), και «σε παρακαλώ μην με πιέζεις άλλο, θα σου τα πω ιδιατέρως άλλη φορά».

Θα διοχετεύσει λογουχάρη σε φαινομενικά ανύποπτο χρόνο ο ίδιος φωτογραφίες κι αποσπασματικά στοιχεία στα χέρια του αντιπάλου του, τα οποία αν συσχετιστούν μεταξύ τους μοιάζουν να λένε μια ιστορία, αλλά αυτή θα είναι τόσο θολή, που θα καταστεί αναγκαίο να ερωτηθεί τελικά ο ίδιος για εξηγήσεις. Θα σου πει τότε πως η υπόθεση είναι ασήμαντη, πως είναι και παρωχημένη, πως αδίκως ασχολούμαστε με δαύτην, όμως όλες του οι λέξεις και οι κινήσεις θα βοούν πως δήθεν υπάρχει ψωμί πίσω απ’ το μυστήριο, που όσο εκείνος μοιάζει να το ξεδιπλώνει αργά και φιλήδονα, τόσο αποκαλύπτει πως έχει κι άλλες δίπλες, κι άλλες πτυχές, που εσύ συναρπασμένος τις ατενίζεις «γαρ άρτι δι εσόπτρου εν αινίγματι». Κι ολοένα εμπλέκεσαι στον ιστό της πλάνης του, της παραμύθας του, που εάν είχες την ευθυκρισία να κάνεις μερικά βήματα πίσω θα διαπίστωνες ότι είναι ένας αντιπερισπασμός, μια “red herring”, όπως λέμε στ’ αγγλικά, κάτι που αποπροσανατολίζει μοιάζοντας σοβαρό ενώ δεν είναι. Κι επιπλέον, ακόμα κι όταν δεν είναι εξολοκλήρου επινόηση, εντούτοις η ανάδειξή του σε αντικείμενο εξέτασης είναι αποτέλεσμα δικής του επινόησης, προκειμένου ο ίδιος ν’ αποκτήσει αξία καθιστάμενος εστία περιστροφής του δημοσίου διαλόγου.

Ναρκισσιστής όντας ο παραμυθατζής αποσκοπεί στο να εντυπωσιάσει. Ο Αριστοτέλης μάς εξηγεί πως προκειμένου κάτι να ενδιαφέρει πρέπει πρώτα να διαφέρει, να είναι ανοίκειο, εξωτικό, κι έτσι συναρπαστικό. Ας δούμε για παράδειγμα το άρθρο του Άαρων Μπλέικ (Aaron Blake) στην Washington Post της 6ης Απριλίου (κλικάρησε εδώ) στο οποίο εξετάζεται ο παραδοξότατος ισχυρισμός (“the strangest claim”) στον οποίον προέβη ο Πρόεδρος Τραμπ, ότι ο Δημοκρατικός βουλευτής του Κογκρέσου Ελάιτζα Κάμινγκς (Elijah E. Cummings) τού προφήτεψε ότι θα μείνει στην ιστορία ως ο σπουδαιότερος πρόεδρος των ΗΠΑ. Το παραμύθι αυτό το έχαψε πολύς κόσμος, παρ’ εκτός όσων έκαναν ένα βήμα πίσω αναλογιζόμενοι πως ήταν απίθανο ο γνωστός ακτιβιστής των αστικών δικαιωμάτων, σοβαρός άνθρωπος και «φάρος» μέσα στο κόμμα των Δημοκρατικών να είχε πει κάτι τέτοιο. Ερωτηθείς ο Κάμινγκς το διέψευσε και διευκρίνισε πως είχε πει ότι κάτι τέτοιο θα ήταν δυνατόν μονάχα εάν ο Τραμπ αφίστατο της διχαστικής του πρακτικής και ρητορικής κι αποφάσιζε να καταστεί επιτέλους πρόεδρος όλων των Αμερικανών.

Ο Τραμπ έπλασε ένα παραμύθι, και δεν είναι το πρώτο. Στις μέρες μας ένα ρεύμα λαϊκισμού σαρώνει τις ΗΠΑ, το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Γαλλία, την Ελλάδα μεταξύ άλλων, και καταφεύγει στην επινόηση παραμυθιών, ευκόλων αφηγμάτων που προσφέρουν παραμυθία, δηλαδή παρηγοριά σε όσους δεν αντέχουν άλλο την πραγματικότητα είτε δεν κατέχουν τα εργαλεία για την ορθή και κοπιαστική αποκωδικοποίησή της. Απλές εξηγήσεις, απλούστερα ερμηνευτικά σχήματα, μεσσιανικές μορφές που υπόσχονται θεραπεία όλων των δεινών, όπως ο Τραμπ που υποσχέθηκε προ ολίγων μηνών ότι αυτός ήταν ο μόνος που θα «αποστράγγιζε τον βούρκο» (“drain the swamp”) της Ουάσιγκτον ενώπιον ενός πλήθους που ζητωκραύγαζε σε κάθε μικρή και μεγάλη μάζωξη κατά την προεκλογική του εκστρατεία, τα περασμένα μεγαλεία της οποίας μόλις προχθές εξακολουθούσε να εξαίρει σε ομιλία του στο Ypsilanti*, του Michigan, και χωρίς αμφιβολία δεν θα πάψει να ενθυμείται με κάθε αφορμή, ελπίζοντας να πείσει τους ακροατές του πως επικράτησε ακόμα καί στην λαϊκή ψήφο έναντι της αντιπάλου του.

 

*η πόλη αυτή του Μίσιγκαν έλαβε το όνομά της το 1825 προς τιμήν του Δημητρίου Υψηλάντη, ήρωα του Αγώνα της Ελληνικής Ανεξαρτησίας.

Facebook Comments