Οι θεσμοί, δηλαδή οι εκπρόσωποι των δανειστών μας, επιστρέφουν από σήμερα στην Αθήνα, όπως λίγο- πολύ αναμενόταν μετά την εαρινή σύνοδο του ΔΝΤ στην Ουάσιγκτον. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ βιάζεται να κλείσει η τεχνική συμφωνία το ταχύτερο δυνατόν ούτως ώστε να καταλήξουν σε μια συνολική συμφωνία και για το χρέος μέχρι το καθοριστικής σημασίας Eurogroup της 22ης Μαϊου, προκειμένου να δεχτεί η ΕΚΤ να εντάξει με την συνεδρίαση της 6ης Ιουνίου τα ελληνικά ομόλογα στο Πρόγραμμα Ποσοτικής Χαλάρωσης, το περιβόητο QE, στο οποίο τόσο μεγάλες ελπίδες έχουν εναποθέσει ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας κι ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος για την ανάταξη της ελληνικής οικονομίας.

Όμως όλα αυτά είναι υποθετικά. Οριστικές αποφάσεις δεν έχουν ληφθεί. Πολλά θέματα παραμένον ανοιχτά. Όπως για παράδειγμα το ύψος των παρεμβάσεων, εφόσον χρειασθούν για το 2018, τι θα γίνει με τη ΔΕΗ, τι θα γίνει με τα εργασιακά κοκ. Κι όλα αυτά θα πρέπει να έχουν συμφωνηθεί το αργότερο μέσα στην προσεχή εβδομάδα για να μπορέσουν να ψηφιστούν από τη Βουλή με τις ταχύτερες δυνατές διαδικασίες, να εκδοθούν οι υπουργικές αποφάσεις και να είναι όλα έτοιμα το αργότερο στις 15 Μαϊου, για να προχωρήσει η συνολική συμφωνία μέχρι το Eurogroup. Όμως από την εμπειρία των τελευταίων μηνών γνωρίζουμε ότι τόσο γρήγορες αποφάσεις σπάνια λαμβάνονται σε αυτές τις διαπραγματεύσεις για τις αξιολογήσεις του ελληνικού προγράμματος, που είναι εξαιρετικά σχοινοτενείς. Ασφαλώς, ο κ. Τσακαλώτος αισιοδοξεί ότι όλα κλείνουν. Και μάλιστα σύντομα. Όμως η αισιοδοξία αυτή δεν επιβεβαιώνεται πάντα από την πραγματικότητα. Παρά το γεγονός ότι κυβερνητικοί κύκλοι βεβαιώνουν ότι μικρολεπτομέρειες απομένουν μέχρι την πλήρη συμφωνία

Ωστόσο τίποτα αυτή την στιγμή δεν είναι βέβαιο, εκτός από τις σίγουρες περικοπές των συντάξεων από 1-1-19 και την μεγάλη μείωση του αφορολογήτου. Αλλά ακόμα κι αυτές οι παρεμβάσεις στο συνταξιοδοτικό και στο φορολογικό δεν έχουν πλήρως διευκρινισθεί, όπως επισήμανε σε χτεσινό της άρθρο η διεθνούς φήμης οικονομική εφημερίδα Wall Street Journal.

Ακόμη και αν η χώρα εξασφαλίσει την ελάφρυνση του χρέους από τους Ευρωπαίους πιστωτές της, χρειάζεται ακόμα πιο οδυνηρές οικονομικές μεταρρυθμίσεις σημειώνει η εφημερίδα και κάνει αναφορά στις συναντήσεις Τσακαλώτου με τους εκπροσώπους του Ταμείου  το Σαββατοκύριακο στην Ουάσιγκτον, καθώς και στις δηλώσεις Τόμσεν ότι «για να μειωθούν τα ποσοστά ανεργίας και για να επιστρέψουν τα εισοδήματα στα προ-κρίσης επίπεδα θα χρειαστούν βαθιές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, πολλές από τις οποίες δεν έχουν ακόμη γίνει.»

Ίσως το μεγαλύτερο πρόβλημα για την κυβέρνηση είναι η έμφαση που δόθηκε στο υψηλό πρωτογενές πλεόνασμα, που παρουσίασε για το 2016 κι ήταν 3,9%. Οι πανηγυρισμοί της κινδυνεύουν να στραφούν μπούμερανγκ εις βάρος της δεδομένου ότι δίνουν πάτημα στο ΔΝΤ αλλά και στο Βερολίνο για να επιμείνουν για τη διατήρηση υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων άνω του 3,5% επί μακρόν. Κάτι που είναι βέβαιο ότι θα είναι καταστροφικό για την ελληνική οικονομία, που είναι αδύνατον να τα καταφέρει μεσομακροπρόθεσμα.

Από μόνο του το πρωτογενές πλεόνασμα δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό. Αν είναι αποτέλεσμα μιας υγιούς και μεγάλης ανάπτυξης της οικονομίας, που επιτρέπει την αύξηση των φορολογικών εσόδων λόγω αύξησης του διαθέσιμου πλούτου σε συνδυασμό με την μείωση των κρατικών δαπανών, είναι απολύτως θετικό γεγονός. Αυτό όμως δεν συνέβη το 2016. Το υπερβολικό πλεόνασμα δεν ήταν αναδιανομή του πλούτου, που δεν παρήγαγε η ελληνική οικονομία, αλλά της φτώχειας της μέσω της υπερβολικής φορολόγησης και της μη πληρωμής των χρεών του ελληνικού δημοσίου. Κι αυτό, αν διατηρηθεί επί μακρόν, μπορεί να καταστεί άκρως καταστροφικό για την οικονομία!

Facebook Comments