Είναι γνωστό στους περισσότερους συμπολίτες μας ότι η απομείωση (κούρεμα) του ελληνικού χρέους με το PSI, καθώς και η συνεχής, λόγω της ύφεσης και των μειωμένων εισοδημάτων, αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων από τους δανειολήπτες, ροκάνισαν δραματικά τα ίδια κεφάλαια του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και κατέστησαν αρνητική τη καθαρή του θέση.

Η μοναδική διέξοδος για τη δυνατότητα συνέχισης της λειτουργίας του ήταν η επαρκής επανακεφαλαιοποίηση του, ώστε να υπερκαλύψει τους απαιτούμενους δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας (κανόνες Βασιλείας).

Ο προσδιορισμός του ύψους των απαιτούμενων κεφαλαίων έγινε από τον αμερικανικό οίκο Black Rock. Τα στοιχεία που προσμετρήθηκαν στον υπολογισμό του έλαβαν υπόψη το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων τότε (περίπου 18% του συνόλου), τις προβολές των επισφαλειών τα επόμενα έτη, καθώς και τις προβλέψεις που είχαν διενεργήσει στους ισολογισμούς τους τα πιστωτικά ιδρύματα έως το τέλος του 2011.

Τη κεφαλαιοποίηση του συνόλου του τραπεζικού συστήματος ανέλαβε το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (ΤΧΣ), το οποίο ουσιαστικά αποτελεί τον ελληνικό βραχίονα του European Financial Stability Fund (EFSF), από το οποίο και προικίστηκε με το ποσό των 50 δίς ευρώ (σε εγγυήσεις και μετρητά) για την ευόδωση του σκοπού του. Το ποσό που τελικά διοχετεύτηκε στις ΑΜΚ των τραπεζών ανήλθε στα 43 δίς.

Περί τα 40 δίς τοποθέτησε το ΤΧΣ, ενώ γύρω στα 3,5 δίς έφτασε το ύψος της συμμετοχής των ιδιωτικών κεφαλαίων, αφού για να διατηρηθεί ο ιδιωτικός χαρακτήρας των τραπεζών, συμφωνήθηκε ως προϋπόθεση η συμμετοχή ιδιωτών κατά τουλάχιστον 10% στην ΑΜΚ κάθε τράπεζας. Μετά το πέρας της διαδικασίας, οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας κάθε μιάς από τις 4 συστημικές τράπεζες διαμορφώθηκαν από 9% έως 12,4%.

Το διάστημα που μεσολάβησε από τα τέλη του 2011 ως σήμερα η ελληνική οικονομία συνέχισε να συρρικνώνεται ραγδαία. Ωσαύτως συνέχισαν να αυξάνονται με γοργούς ρυθμούς οι δανειολήπτες που αδυνατούσαν ή ήσαν απρόθυμοι να εξυπηρετούν τα δάνεια τους. Στα τέλη του α’ τριμήνου το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων εκτινάχτηκε στο 28,4% (στοιχεία ΤτΕ) του συνόλου.

Οι εκτιμήσεις φέρουν το δείκτη να έχει ήδη υπερβεί το 30%. Λίγους μήνες λοιπόν μετά την ολοκλήρωση της ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών, ο οίκος Black Rock ανέλαβε και πάλι δουλειά, να ελέγξει τη κατάσταση των συστημικών τραπεζών, όπως διαμορφώνεται σήμερα. Τα αποτελέσματα του ελέγχου αναμένεται να γνωστοποιηθούν στη ΤτΕ τον Οκτώβριο. Με βάση τα στοιχεία που θα προκύψουν, θα κριθεί και η συστημική ευστάθεια των τραπεζών. Αναλόγως θα αναζητηθούν λύσεις.

Όλες οι εκτιμήσεις συγκλίνουν ότι ο έλεγχος θα αναδείξει την ανάγκη πρόσθετης κεφαλαιακής ενίσχυσης των ελληνικών τραπεζών. Τα δεδομένα που βρίσκονται πάνω στο τραπέζι συνηγορούν προς αυτή τη κατεύθυνση. Ήδη το ποσοστό των «κόκκινων» δανείων έχει εκτοξευτεί κατά 12 μονάδες από την εποχή του πρώτου ελέγχου.

Στο σύνολο των χορηγήσεων (220-230 δίς) του συστήματος, αυτό μεταφράζεται σε σημαντικό κεφαλαιακό έλλειμμα, που, ανάλογα με τις διενεργούμενες προβλέψεις, μπορεί να ξεκινά από τα 12 δίς και να ξεπερνά ακόμη και τα 30 δίς ευρώ. Και οι προοπτικές όμως παραμένουν αρνητικές.

Όσο η ελληνική οικονομία βυθίζεται περισσότερο, όσο τα εισοδήματα των πολιτών θα συνεχίσουν να μειώνονται, επόμενο είναι να αυξάνει ο αριθμός εκείνων που θα επιλέγουν ή θα αναγκάζονται να σταματήσουν να πληρώνουν τις υποχρεώσεις τους.

Συνεπώς η τάση για τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια προβλέπεται ανοδική. Και θα παραμείνει τέτοια, μέχρις ότου η οικονομία αφήσει πίσω της οριστικά και πειστικά την ύφεση. Οι απώλειες που θα εντοπιστούν, πιθανότατα θα είναι μεγέθους μη διαχειρίσιμου για τις τράπεζες. Δεν θα μπορούν να καλυφθούν εκ των έσω με χρήση της διαφοράς των αυξημένων σημερινών κεφαλαιακών δεικτών από το θεσμοθετημένο όριο.  Θα απαιτηθεί πρόσθετη ενίσχυση των κεφαλαιακών τους δεικτών. Και πιθανότατα σημαντικού ύψους.

Η κεφαλαιακή ενίσχυση μιας ελληνικής τράπεζας σήμερα μπορεί να γίνει με ένα από τους ακόλουθους τρόπους η με συνδυασμό αυτών:

1.  Με απομόχλευση του ισολογισμού της. Δηλαδή με ρευστοποίηση παγίων που διακρατεί στο χαρτοφυλάκιο της. Πράγματι οι ελληνικές τράπεζες διαθέτουν σχετικά πλούσια χαρτοφυλάκια. Κατασχεμένα ακίνητα, μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες, θυγατρικές ασφαλιστικές και real estate επιχειρήσεις, εκτεταμένα δίκτυα θυγατρικών τραπεζών σε γειτονικές χώρες είναι μερικά από τα περιουσιακά τους αποκτήματα.

Η δυσμενής διεθνώς οικονομική συγκυρία, καθώς και το γεγονός ότι και οι υπόλοιπες ευρωτράπεζες (το μεγαλύτερο δηλαδή μέρος των δυνητικών αγοραστών) βρίσκονται επίσης σε διαδικασία απομόχλευσης των ισολογισμών τους, δεν προδιαθέτουν για θετική κατάληξη του εγχειρήματος, σε περίπτωση που επιλεγεί ο συγκεκριμένος τρόπος κεφαλαιακής ενίσχυσης και επιδιωχθεί η εκποίηση μέρους ή του συνόλου των ρευστοποιήσιμων τραπεζικών παγίων.

Ως πιθανότερα ενδεχόμενα φαντάζουν είτε η αδυναμία εκποίησης, είτε η εκποίηση (των όποιων παγίων επιτευχθεί) σε ευτελείς τιμές. Μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας έχει μόνο η ΕΤΕ, η οποία κατέχει ένα ελκυστικό πάγιο (τη τουρκική Finans bank) που είναι σε θέση από πλευράς μεταπωλητικής αξίας να κάνει τη διαφορά. Αλλά και σε αυτή τη περίπτωση δεν είναι σίγουρο πως θα εμφανιστεί πρόθυμος αγοραστής εξαιτίας της δυσμενούς συγκυρίας. Σίγουρα πάντως τα κεφάλαια που, υπό τις παρούσες συνθήκες, θα μπορούσαν να αντληθούν από πώληση παγίων είναι περιορισμένα και θα συνεισφέρουν μόνο επικουρικά, συνδυαστικά με κεφάλαια μεγαλύτερου ύψους, που θα εξευρεθούν με τη διαδικασία κάποιων  από τους επόμενους τρόπους.

2.  Με διενέργεια αύξησης μετοχικού κεφαλαίου υπέρ των παλαιών ή νέων μετόχων.
Αυτό το ενδεχόμενο κι αν φαντάζει απίθανο. Μόλις πριν λίγους μήνες μετά κόπων και βασάνων συγκεντρώθηκαν 3,5 δίς κατά τις ΑΜΚ στα πλαίσια της προηγούμενης διαδικασίας ανακεφαλαίωσης. Ήδη οι νέοι μέτοχοι είναι απορροφημένοι από το «πονοκέφαλο» της διαχείρισης των warrants που απέκτησαν. Εάν ασκούν κανονικά τα δικαιώματα τους, θα πρέπει τα επόμενα 4,5 χρόνια να καταβάλλουν πάνω από 40 δίς στο ΤΧΣ για να αγοράσουν το σύνολο των μετοχών των συστημικών τραπεζών. Από πού θα αντλήσουν τα νέα απαιτηθησόμενα κεφάλαια; Ας αφήσουμε κατά μέρος το γεγονός ότι εν τω μεταξύ θα έχουν υποστεί τεράστιες απώλειες, αφού η υποχώρηση της καθαρής θέσης των τραπεζών θα επιφέρει ανάλογη «αραίωση» στα χαρτοφυλάκια τους. Νέες λοιπόν κεφαλαιακές ενέσεις από την αγορά είναι σίγουρο ότι δεν πρέπει να αναμένονται για τα πιστωτικά ιδρύματα.

3.  Με διενέργεια ΑΜΚ, την οποία θα έχει αποφασιστεί ότι θα καλύψει ο «βασικός» μέτοχος, το ΤΧΣ. Το Ταμείο κατέχει αυτή τη στιγμή ένα ποσό γύρω στα 10 δίς (άλλοι το προσδιορίζουν στα 9 δίς κι άλλοι το ανεβάζουν έως τα 11,5), το οποίο του «περίσσεψε» ως η διαφορά ανάμεσα στα χρήματα που αρχικά του χορηγήθηκαν (50 δίς) και σε εκείνα που τελικά κατέβαλε για τις συμμετοχές του (40 δίς). Το υπόλοιπο αυτό αποφασίστηκε αρχικά, με σύμφωνη γνώμη τρόϊκας και ΤτΕ, να παραμείνει ως αδιάθετο κεφαλαιακό απόθεμα – «μαξιλάρι» – για να χρησιμοποιηθεί επικουρικά ακριβώς στη περίπτωση που απαιτηθεί πρόσθετη κεφαλαιακή στήριξη των ανακεφαλαιωμένων συστημικών τραπεζών.

4.  Με εφαρμογή της περυσινής απόφασης του Eurogroup για συμμετοχή των καταθετών μιας τράπεζας στη κεφαλαιακή της ενίσχυση, μέσω της υποχρεωτικής μετατροπής μέρους ή του συνόλου των «ανασφάλιστων» καταθέσεων τους σε μετοχές. Η απόφαση αυτή εφαρμόστηκε στη περίπτωση της Κύπρου και επομένως υπάρχει «δεδικασμένο» ως προς την εφαρμογή της. Θα εξετάσουμε σε επόμενο άρθρο διεξοδικότερα τη περίπτωση αυτή, τις προϋποθέσεις που τίθενται για την εφαρμογή της, καθώς και τις συνέπειες από την εφαρμογή της στην ελληνική οικονομία και κοινωνία. *

Το τελευταίο χρονικό διάστημα η δημοσιοποίηση μιάς αντιπαράθεσης ανάμεσα στο ΔΝΤ από τη μία πλευρά και τα άλλα δύο μέλη της τρόϊκας από την άλλη, ανέδειξε εμφαντικά ένα πρόβλημα, το οποίο σχετίζεται με το χρηματοδοτικό (ίσως και δημοσιονομικό) κενό του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής που «υλοποιεί» η χώρα μας για τη τριετία 2014-16.

Η εκτίμηση για το ύψος του κενού ποικίλει, ανάλογα ποιος τη διατυπώνει, μεταξύ 12 και 15 δίς ευρώ. Οι Ευρωπαίοι εταίροι δεν δείχνουν πρόθυμοι να χορηγήσουν και τρίτο χρηματοδοτικό πακέτο προς την Ελλάδα, διότι δεν θέλουν να δαπανήσουν πρόσθετα χρήματα των φορολογουμένων τους. Πρόσφατα όμως, αιφνιδιαστικά, ό επίτροπος Ρέν δήλωσε ότι, εάν τελικά καταστεί αναγκαίο ένα τρίτο πακέτο, θα χρηματοδοτηθεί από τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό.

Στο σημείο αυτό θα αναρωτηθείτε τι σχέση έχει το θέμα των πρόσθετων κεφαλαιακών αναγκών που (ίσως) θα προκύψουν για τις τράπεζες με το τρίτο πακέτο στήριξης της ελληνικής οικονομίας και γιατί ανέμειξα τα δύο θέματα.

Έχουν μεγάλη συνάφεια τα δύο θέματα. Ιδού γιατί:

Τη περασμένη εβδομάδα επισκέφτηκε την Αθήνα ως άτυπος εκπρόσωπος της Γερμανικής κυβέρνησης το μέλος της ΕΚΤ κος Asmussen. Από τις συνομιλίες που είχε με τον ΥΠΟΙΚ και άλλους υψηλόβαθμους έλληνες αξιωματούχους προέκυψε  μία σύμπτωση απόψεων, η οποία ίσως αποδειχθεί «βραδυφλεγής βόμβα».

Οι δύο πλευρές βρήκαν ενδιαφέρουσα την ιδέα το τρίτο πακέτο προς την Ελλάδα, αν υπάρξει, να χρηματοδοτηθεί από το αδιάθετο απόθεμα του ΤΧΣ, το «μαξιλάρι» που προορίζεται για τις τράπεζες, όπως αναφέραμε παραπάνω.

Είναι μια λύση που εξυπηρετεί και τις δύο πλευρές. Τη Γερμανική-Ευρωπαϊκή, διότι οι εταίροι μας δεν θα χρειαστεί να ζητήσουν από τα Κοινοβούλια τους έγκριση πρόσθετης χρηματοδότησης για την Ελλάδα, αφού τα 50 δίς που δόθηκαν στο ΤΧΣ είναι εγκεκριμένα στο σύνολο τους ως μέρος του πρώτου πακέτου. Δεν θα χρειαστεί επίσης να απολογηθούν στους φορολογουμένους πολίτες των χωρών τους, ότι τους ζητούν χρήματα για να τα διοχετεύσουν στο τρύπιο ελληνικό πυθάρι. Αλλά και η ελληνική πλευρά βολεύεται. Γιατί έχοντας εξασφαλίσει τη χρηματοδότηση του μεγαλύτερου μέρους του, σιγουρεύει τη χορήγηση και του τρίτου πακέτου.

Έτσι η κυβέρνηση κερδίζει πολύτιμο πολιτικό χρόνο. Ταυτοχρόνως αμβλύνονται οι πιέσεις που θα δεχτεί από τη τρόϊκα στους επόμενους ελέγχους της σχετικά με την απροθυμία που επιδεικνύει στην υλοποίηση των διαρθρωτικών αλλαγών και των μεταρρυθμίσεων. Τα 50 δίς όμως διατέθηκαν εξ αρχής στο ΤΧΣ και προορίστηκαν αποκλειστικά για τη κάλυψη των κεφαλαιακών αναγκών των τραπεζών.

Μια αλλαγή της χρήσης του υπολειπόμενου αποθέματος εξ αυτών για να εξυπηρετηθούν δημοσιονομικές ανάγκες συνιστά κίνηση υψηλού κινδύνου. Θα υπονομεύσει καθοριστικά τις μελλοντικές δυνατότητες άντλησης των απαραίτητων κεφαλαίων που θα χρειαστεί το χρηματοπιστωτικό σύστημα. 

Ανάλογες με το ύψος των κεφαλαιακών αναγκών, που θα προσδιοριστούν μετά τη μελέτη του ξένου οίκου, θα είναι και οι λύσεις που θα αναζητηθούν, σε συνεργασία της τρόϊκας και της ΤτΕ. Με τη περίπτωση (2) να έχει σχεδόν αποκλειστεί ως υποψήφια μέθοδος χρηματοδότησης της πρόσθετης κεφαλαιακής ενίσχυσης των τραπεζών, ρεαλιστικές απομένουν οι υπόλοιπες επιλογές (1), (3) και (4), αυτόνομα ή συνδυαστικά.

Το «μαξιλάρι» του ΤΧΣ είναι ένα ισχυρό στήριγμα και θα περίμενε κανείς να αποτελέσει τη κύρια δεξαμενή άντλησης κεφαλαίων, σε πρώτη ζήτηση, ώστε είτε μόνο του, είτε σε συνδυασμό με μερική χρήση της επιλογής (1), να είναι σε θέση να προσφέρουν τα απαιτηθησόμενα κεφάλαια, που θα διαπιστωθεί ότι ελλείπουν.

Σε έσχατη ανάγκη, στη περίπτωση κατά την οποία θα απαιτηθούν ακόμη μεγαλύτερα ποσά ανακεφαλαιοποίησης, θα μπορούσε ίσως να ενεργοποιηθούν συμπληρωματικά και οι διαδικασίες του τρόπου (4). Αλλά αφού πρώτα έχει εξαντληθεί κάθε εναλλακτική προσπάθεια αποφυγής αυτού του βάρβαρου και καταναγκαστικού μέτρου, που δηλητηριάζει την εμπιστοσύνη στο πιστωτικό σύστημα και προκαλεί ανασφάλεια και πανικό.

Συμπερασματικά η πιθανή διάθεση του κεφαλαιακού αποθέματος του ΤΧΣ στη χρηματοδότηση του τρίτου πακέτου συνιστά αλλότρια χρήση του. Διευκολύνει μεν τις επιδιώξεις των κρατικών γραφειοκρατών, αλλά αφήνει εκτεθειμένες τις καταθέσεις στο σύστημα και ακάλυπτους τους αποταμιευτές. Φέρνει δε πολύ πιο κοντά μας τη «Κυπριακή» λύση, την εξαναγκαστική μετατροπή των αποταμιευτών σε μετόχους … με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ακεραιότητα των παντοειδών καταθέσεων στις τράπεζες, τη ρευστότητα του συστήματος και την οικονομία συνολικά.

* (Στους ομολογιούχους των τραπεζών δεν γίνεται αναφορά, αφού οι τράπεζες έχουν επαναγοράσει το σύνολο σχεδόν του χρέους τους σε τιμές αρκετά χαμηλότερες εκείνων της έκδοσης).

Facebook Comments