Μετά την νύχτα της 7ης Απριλίου, όταν γευματίζοντας με τον Κινέζο πρόεδρο στο θέρετρό του στη Φλώριντα, Μαρ α Λάγκο, ο Πρόεδρος Τραμπ έδωσε την εντολή εκτόξευσης πενήντα εννέα πυραύλων εναντίον αεροπορικής βάσης στη Συρία, η 4η και η 5η Μαΐου ήσαν ενδεχομένως οι πιο θορυβώδεις από τις εκατό-και-κάτι πρώτες ημέρες της προεδρίας του. Όχι βέβαια διότι η προεδρία του έχει στερηθεί μέχρι τώρα θορύβου—ο συχνός καταιγισμός από νυχτερινά tweets του προέδρου θ’ αρκούσαν για τούτο—αλλά διότι την βδομάδα που μας πέρασε η Βουλή των Αντιπροσώπων ενέκρινε καταρχήν (4η Μαΐου) με ισχνή πλειοψηφία 217 ψήφων υπέρ έναντι 213 κατά την Τρίτη εκδοχή του νομοθετήματος που είναι γνωστό με διάφορα ονόματα (“Trumpcare”, AHCA: American Health Care Act of 2017, κ. ά.) δια του οποίου θα καταργηθεί το σύστημα ασφάλισης υγείας του Ομπάμα,το “Affordable Care Act” γνωστό ως “Obamacare”. Την επομένη, ο Τραμπ κάλεσε στον Κήπο με τα Τριαντάφυλλα, Rose Garden, του Λευκού Οίκου τους Ρεπουμπλικάνους Αντιπροσώπους, μια «θάλασσα» από λευκούς προνομιούχους, και όλοι μαζί πανηγύρισαν το κατόρθωμά τους (δείτε εδώ), μολονότι ορισμένοι εξ αυτών δεν το είχαν διαβάσει προτού το ψηφίσουν—αν αυτό σας θυμίζει κάτι απ’ την πρόσφατη ελληνική εμπειρία μας.

Το νέο νομοθέτημα θ’ αναπεμφθεί τώρα στη Γερουσία, εκεί θα γίνουν τροποποιήσεις, και οι δύο μορφές του—η αρχική της Βουλής και η τροποποιημένη της Γερουσίας—θα περάσουν στη συνέχεια από μια διαδικασία σύγκρισης κι εξομάλυνσης, προτού σταλούν προς υπογραφή πίσω στον Τραμπ.

Το νέο σύστημα προβλέπει πολλές ασάφειες, κι αυτό μεν ακούγεται σόλοικο, αλλά κάπως έτσι είναι. Τα πλέον επίμαχα σημεία του είναι δύο: πρώτον ότι δεν πέρασε από την σχετική επιτροπή κοστολόγησης της Βουλής, ώστε τελικώς κανείς να μην γνωρίζει υπεύθυνα πόσο θα κοστίσει το νέο σύστημα που θα προκύψει όταν τεθεί ο νόμος σε εφαρμογή. Ο σημερινός Πρόεδρος της Βουλή των Αντιπροσώπων, Ρεπουμπλικάνος Πωλ Ράιαν, διαρρήγνυε κάποτε τα ιμάτιά του όταν ο Ομπάμα κατέθετε προ ετών το δικό του νομοθέτημα ακοστολόγητο. Δεύτερον, στο εξής οι πολιτείες αποκτούν την ελευθερία να επιτρέπουν ή όχι στις ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες να μην καλύπτουν έξοδα ή να χρεώνουν με τιμωρητικά ασφάλιστρα είτε ηλικιωμένους είτε πρόσωπα με προϋπάρχουσες ιατρικές παθήσεις—εδώ, ο ορισμός της «προϋπάρχουσας πάθησης» πάσχει κι αυτός από εννοιολογικό εύρος, αφού κάπως εννοείται πως συμπεριλαμβάνει αιτίες όπως συγγενείς νόσους των νεογνών, το συχνότατο μεταβολικό σύνδρομο και την παχυσαρκία, τις συχνότατες ψυχικές διαταραχές όπως διπολική διαταραχή, γενικευμένη αγχωτική διαταραχή, και διαταραχή μετατραυματικού στρες (αφορά κυριότατα τους βετεράνους πολέμου), ατυχήματα, ακόμη και βιασμούς, κ.ά. Παραμένει ανοιχτό το ερώτημα ακόμα μήπως ένα βεβαρυμένο οικογενειακό ιατρικό ιστορικό θα σημάνει πως ένας υποψήφιος ασφαλισμένος θα επιβαρυνθεί με αυξημένα ασφάλιστρα για τις γονιδιακές προδιαθέσεις που κληρονόμησε από τους γονείς του, όμως, όπως είπαν κάμποσοι Ρεπουμπλικάνοι αντιπρόσωποι, ας πρόσεχε—έχει άλλωστε μετατραπεί σε ηθικολογική συζήτηση το ερώτημα εάν κανείς φέρει ευθύνη που πάσχει από κάποια νόσο, κι έτσι εάν θα πρέπει να πληρώσει ακριβότερα για την θεραπευτική αγωγή που θα λάβει, κι έχει παραμεριστεί τελείως η ανθρωπιστική αντίληψη ότι πρέπει να μπορεί ν’ αξιοποιήσει τις κατακτήσεις τις επιστήμης ώστε να βρει την υγειά του στον 21ο αιώνα. Πολλοί ψηφοφόροι του Τραμπ, λοιπόν, κι αυτοί του Μπέρνι Σάντερς που λυσσαλέα πολέμησε (και λάσπωσε) την όχι και τόσο άσπιλη Χίλαρυ, θα εκπλαγούν την επομένη της εφαρμογής του νέου συστήματος.

Αυτή ήταν η πρώτη σημαντική προεκλογική υπόσχεση του Τραμπ που κάπως δρομολογείται προς την υλοποίησή της: η υπόσχεση κατάργησης κι αντικατάστασης του συστήματος υγείας του Ομπάμα, το οποίο είχε καλύψει άλλα είκοσι εκατομμύρια πολίτες, εξαρτημένα μέλη, λ.χ. τέκνα, και πρόσωπα που εργάζονταν μεν αλλά είχαν τόσο χαμηλό εισόδημα ώστε να μην αντέχουν οικονομικά την πρόσβαση σε μια σειρά από ιατρικές υπηρεσίες. Είναι βέβαιο πως ο αριθμός των πολιτών που θα έχουν πρόσβαση σε τέτοιες υπηρεσίες χωρίς να χρειαστεί να πουλήσουν το σπίτι τους θα μειωθεί δραστικά στα επόμενα χρόνια. Η άλλη υπόσχεσή του για την κατασκευή τείχους κατά μήκος των συνόρων με το Μεξικό και με χρέωση του Μεξικού, αυτή φαίνεται πως δεν προχώρησε φέτος. Στον προϋπολογισμό που ανακοινώθηκε και εγκρίθηκε δεν περιλαμβάνονται δαπάνες για τέτοιο τείχος, αλλά ο γνωστός κάθιδρος γκαφατζής κι εκπρόσωπος Τύπου του Λευκού Οίκου, Σων Σπάισερ, παρουσίασε ενώπιον ενός δύσπιστου ακροατηρίου δημοσιογράφων φωτογραφίες από μια σειρά ταπεινούς φράχτες, που διόλου δεν ικανοποίησαν τον ρεπόρτερ του Μπράιμπαρτ (δείτε εδώ), του Alt(ernative)-Right κι εθνικιστικού ηλεκτρονικού διαύλου ενημέρωσης (;) από το οποίο προέρχεται και ο κάπως καθαιρεθείς σύμβουλος του προέδρου, ο Στηβ Μπάνον.

Μιλώντας για προεκλογικές υποσχέσεις κι ισχυρισμούς του προέδρου, η εφημερίδα The Washington Post δημοσίευσε προσφάτως έναν εντυπωσιακά περιεκτικό και λεπτομερή κατάλογο με τους 492 ψευδείς ή παραπλανητικούς ισχυρισμούς στους οποίους προέβη ο πορτοκαλί πρόεδρος των ΗΠΑ και γκόλφερ του Σαββατοκύριακου κατά τις πρώτες εκατό ημέρες της διακυβέρνησής του (δείτε εδώ).

Εάν ο Ντόναλντ εξακολουθήσει με τούτον τον ρυθμό—και δεν καθαιρεθεί στο μεταξύ, όπως είναι η διόλου κρυφή ελπίδα πολλών Αμερικανών φίλων μου—θα μπορούσε κανείς να υποθέσει πως υπό φυσιολογικές συνθήκες θερμοκρασίας, υγρασίας, κι ατμοσφαιρικής πίεσης θα έχει επινοήσει πάνω από 6.500 ψεύδη, πλάνες, και διαστρεβλώσεις κάθε λογής μέχρι τη λήξη της πρώτης του θητείας. Η πραγματικότητα και η κοινή εμπειρία δεν μου παρέχουν πειστικούς ή επαρκείς λόγους να πιστέψω πως στα εβδομήντα του και χωρίς κάποια θεϊκή παρέμβαση θ’ αλλάξει από μόνος του μυαλά και συμπεριφορά.

Όπως πολλοί πλανηλόγοι, λαϊκιστές, δημαγωγοί γενικότερα, ο Τραμπ εκδηλώνει μια τάση επανάληψης συγκεκριμένων ψεμάτων και πλανών, μερικές για κάμποσες φορές μάλιστα και με ορατή συχνότητα σε όποιον παρακολουθεί τις εξελίξεις στις ΗΠΑ, συνήθως δε χωρίς να του έχει προσφερθεί δικαιολογημένη αφορμή: τα εκστομίζει αυθορμήτως στο πλαίσιο κάποιας συνέντευξης ή ομιλίας του εν είδει παρέκβασης, αν κι εδώ που τα λέμε, ο λόγος που εκφέρει μετά το πρώτο λεπτό συνίσταται κυρίως σε αυτοαναφορικές, αυτοεπαινετικές παρεκβάσεις.

Ίσως οι πιο γνωστές επαναλαμβανόμενες πλάνες του είναι ότι στην πραγματικότητα κι αν όλα είχαν γίνει κανονικά ήταν ο ίδιος κι όχι η Χίλαρυ Κλίντον που υπερίσχυσε όχι μόνο στον αριθμό εκλεκτόρων αλλά καί στη λαϊκή ψήφο—κάτι που δεν ισχύει αλλά τον ώθησε να διατυπώσει μιαν απίθανη θεωρία για δήθεν εκτεταμένη νοθεία άνευ προηγουμένου με εκατομμύρια παράτυπους μετανάστες να έχουν ψηφίσει την Χίλαρυ(λ.χ. δείτε ενδεικτικά εδώ, εδώ,κι εδώ), υπόθεση που εάν ίσχυε βέβαια θα καθιστούσε ολωσδιόλου διαβλητό το ευνοϊκό για κείνον αποτέλεσμα των εκλογών—αλλά κι ο ισχυρισμός τουλάχιστον είκοσι τέσσερις φορές πως πρέπει ν΄αποδοθούν στην ενεργητική παρέμβαση του ιδίου τα σχέδια της Φορντ, της Τζένεραλ Μότορς, της Φίατ-Κράισλερ, κι άλλων αυτοκινητοβιομηχανιών και εταιρειών για εργοστάσιά τους στις ΗΠΑ, σχέδια που εξασφαλίζουν θέσεις εργασίας, τα οποία όμως είχαν ανακοινωθεί ή καταρτιστεί κάμποσα έτη ή μήνες έστω προτού ορκιστεί πρόεδρος (ενδεικτικά πάλι, δείτε εδώ κι εδώ).

Αυτοί κι άλλοι ισχυρισμοί του συνιστούν βελονιές πάνω στον γενικότερο δημαγωγικό καμβά του, κι όλες αποσκοπούν στο να συνθέσουν την εικόνα ενός προέδρου που φέρνει σε πέρας το έργο του, “gets the job done”, το οποίο έργο όμως ο ίδιος εξομολογήθηκε στο Reuters πως δεν ανέμενε να είναι τόσο δύσκολο (κλικ εδώ για την εξωφρενική δήλωση, κι ενδεικτικός σχολιασμός εδώ). Πολλοί έσπευσαν να χλευάσουν πως ο Τραμπ δεν είχε προφανώς σαφή εικόνα για το βάρος των ευθυνών και των καθηκόντων του αξιώματός του, όμως εγώ υποψιάζομαι πως προέβη στη δήλωση αυτή μονάχα για να πλέξει άλλο ένα εγκώμιο στον εαυτό του, πως επιτελεί απροσδόκητα δύσκολο έργο—πράγματι, βέβαια, το τυπικό προεδρικό έργο είναι τέτοιο—αλλ’ εκτιμώ πως εκείνο που κατέστησε απαραίτητη μια τέτοια δήλωση ήταν η ανάγκη σταδιακής ανατροπής της πρότερης δικής του ρητορικής εναντίον του Ομπάμα: ο ίδιώτης τότε Τραμπ έβγαινε συχνά πυκνά στο πρώτο σε τηλεθέαση τηλεοπτικό δίκτυο Fox, και η μόνιμη επωδός του ήταν πως ο Ομπάμα αποτύγχανε ακόμα και στα πιο εύκολα καθήκοντά του, και πως στο κάτω-κάτω έτσι όπως λειτουργεί ο Λευκός Οίκος με το σύστημα συμβούλων και ειδικών παραγόντων, όλα τα καθήκοντα του προέδρου μπαίνουν περίπου στον αυτόματο πιλότο. Τώρα, βέβαια, που κατέλαβε ο ίδιος το Οβάλ Γραφείο, πρέπει ν’ αλλάξει το αφήγημά του, ώστε ν’ αυτοπροβληθεί ως εκείνος ο πρόεδρος που επανέφερε τον αυτοπρόσωπο—κι όχι δια συμβούλων και υπουργών—τρόπο διακυβέρνησης, κάτι που σε προηγούμενο άρθρο μου ονόμασα «αυτοκρατορικό μεσσιανισμό», ο οποίος σβήνει την ομαδική εργασία κι αναδεικνύει την αρχή του ενός ανδρός.

Απ’ τον ανωτέρω κατάλογο της Washington Post προκύπτει πως κατά τις πρώτες εκατό ημέρες της προεδρίας του, μονάχα δέκα ημέρες, αν μετρώ καλά, ήσαν εκείνες για τις οποίες δεν διαθέτουμε κάποια ένδειξη πως επινόησε ή κυκλοφόρησε κάποιο ψέμα ή πλάνη με δημόσιες δηλώσεις του. Όμως ορισμένες απ’ αυτές τις δέκα ημέρες είτε προηγούνται είτε έπονται κάποιας άλλης κατά την οποία διαπιστώνεται οργασμός επινόησης πλάνων ισχυρισμών, λογουχάρη μέχρι και τριάντα τέτοιων ψεμάτων σ’ ένα εικοσιτετράωρο. Σε τέτοιες περιπτώσεις επρόκειτο ίσως για τη βαθιά ανάσα πριν τη μεγάλη βουτιά του στον βούρκο της επομένης ημέρας, ή για μια τεχνήεσσα σιωπή την επομένη, έπειτα δηλαδή από το μεγάλο μπαμ, ώστε να έχουν τα ΜΜΕ χρόνο να χωνέψουν τον ορυμαγδό που προηγήθηκε και τον σχολιασμό της ίδιας της κυβέρνησης, π.χ. της κυρίας που εφηύρε τον όρο “alternative facts” και που ποτέ της δεν εκπνέει χωρίς να ευτελίζει τον δημόσιο λόγο, της Κέλλυαν Κόνγουεϊ. Οι δημοσιογράφοι και fact-checkers της εφημερίδας κατέβαλαν εντυπωσιακή προσπάθεια για να συγκροτήσουν αυτή τη σελίδα-μνημείο φιλότιμης και συστηματικής εργασίας, που με κάποια ζήλια νιώθω πως παρόμοιά της απουσιάζει από την ελληνική δημοσιογραφία. Για να μην παρεξηγηθώ, διατείνομαι πως είναι απαραίτητη ένα ερανιστικό έργο σαν κι αυτό, που θ’ ανανεώνεται διαρκώς. Όμως αυτό είναι μια άλλη υπόθεση.

Το θαυμαστό της πλάνης στα λόγια και τη συμπεριφορά πίσω απ’ την μέχρι τώρα πολιτεία του νέου προέδρου είναι πως αφήνει άναυδους τους σχολιαστές του, οι οποίοι αδυνατούν να πιστέψουν τα μάτια και τ’ αυτιά τους όταν τη μία απίθανη δήλωση διαδέχεται μια ακόμα απιθανότερη. Ή μάλλον τους αφήνει με την απορία: είναι απατεώνας ή απλά αυταπατημένος;

Το πολιτικό περιοδικό Washington Monthly δημοσίευσε ένα ευσύνοπτο άρθρο την περασμένη Τρίτη με τίτλο «Οι αυταπάτες του Τραμπ» (πρωτότυπος τίτλος “Trump’s Delusions”, η νεοελληνική απόδοση δική μου). Στο άρθρο, όπως γίνεται κι αλλού καθώς είδαμε, παρατίθενται κάμποσα παραδείγματα εξωφρενικά ψευδών ισχυρισμών του προέδρου σε πρόσφατες συνεντεύξεις του στα μίντια, οι οποίες αφίστανται της εμπειρικής πραγματικότητας—και ίσως πρέπει να θυμόμαστε πως τελικά δεν ζούμε μονάχα σε μιαν εποχή διεξαγωγής λαϊκιστικού πολέμου εναντίον των κάθε λογής ελίτ της διανόησης και της επιστήμης, αλλά ενός γενικευμένου πολέμου εναντίον της κοινής λογικής κι εμπειρίας, εναντίον των ίδιων των δεδομένων της πραγματικότητας, που έχουν καταστεί τόσο πολύτιμο αγαθό όσο το νερό ή η ελευθερία.

Ένα τέτοιο παράδειγμα αφορά στην πρόσφατη συνάντησή του με την Άγκελα Μέρκελ. Ο Τραμπ τότε, όπως ουδείς μπορεί αν λησμονήσει, αρνήθηκε επιδεικτικά κι ενώπιον όλων σε ζωντανή σύνδεση τη χειραψία με τη Γερμανίδα καγκελάριο και ισχυρότερη ηγετική φυσιογνωμία της Ενωμένης Ευρώπης (δείτε το ξανά εδώ), αφήνοντάς την σε αμηχανία και σχεδόν να παρακαλά για μια χειραψία μαζί του χάριν των φωτογράφων. Κατόπιν όμως κόμπασε ότι έχει εξαιρετική χημεία με την Μέρκελ, “great chemistry” και “unbelievable chemistry” με δικά του λόγια (ενδεικτικά εδώ κι εδώ).

Τι τρέχει λοιπόν; Άραγε ο συγκεκριμένος ψεύτης—κι εδώ θα μπω στον πειρασμό να γενικεύσω—άραγε ο κάθε ψεύτης έχει συνείδηση ότι ψεύδεται ή μήπως έχει απλώς αυταπάτες; Η συντάκτρια του ανωτέρω άρθρου της Washington Monthly, Νάνσυ ΛεΤουρνώ (Nancy LeTourneau) σημειώνει σχετικά: «Αυτό που βλέπουμε είναι κάποιον ο οποίος έχει ανάγκη να επαναδιαμορφώσει την πραγματικότητα ώστε να τοποθετήσει τον εαυτό του στο κέντρο ως ‘‘τον σπουδαιότερο’’ ανεξαρτήτως του κριτηρίου που θα χρησιμοποιηθεί για να αξιολογηθεί […] Δημιουργεί αυταπάτες ώστε να προσποιηθεί πως έχει κατορθώσει σπουδαία πράγματα» (η νεοελληνική απόδοση δική μου).

Παρακολουθώντας την περίπτωση Τραμπ από την αρχή της προεκλογικής του καμπάνιας, αισθάνεται κανείς πως αναγνωρίζει την ύπαρξη κάποιων παραλλήλων στη συμπεριφορά παραγόντων καί του ελληνικού πολιτικού βίου, όταν κι εδώ διατυπώνονται εξωφρενικοί ισχυρισμοί μολονότι εμφανώς προσκρούουν στην κοινή εμπειρία κι αντίληψη της πραγματικότητας. Όμως τέτοια παράλληλα εντοπίζονται και σε μιαν άλλη κατηγορία ανθρώπων, εκείνων που πάσχουν από μορφές ψυχωσικών διαταραχών που τους ωθούν να επινοήσουν απίθανες ιστορίες τις οποίες κατόπιν κι οι ίδιοι πιστεύουν γι’ αληθινές. Στη φιλοσοφία το νοητό μπορεί αν είναι καί πραγματικό, όμως εδώ βρισκόμαστε σε άλλη κλίμακα. Εδώ, η επινόηση ενός μονόκερου μπορεί να οδηγήσει κάποιον στο να εξοντώσει όποιον του υποδείξει πως δεν υπάρχουν μονόκεροι.

Η ΛεΤουρνώ, καταλήγει με το ερώτημα «αν ο Τραμπ πραγματικά πιστεύει αυτές του τις αυταπάτες, ή απλώς τις επινοεί εσκεμμένα», και η απάντηση που εκείνη δίνει είναι πως ο Τραμπ είναι απλώς παραδομένος στις αυταπάτες του και δεν ψεύδεται ηθελημένα. Διαφωνώ μ’ αυτήν την εκτίμηση—κι όπως αρχίσατε να ψυλλιάζεστε, δεν είναι πραγματικά ο Τραμπ το θέμα μου, ο οποίος άλλωστε έχει ήδη φροντίσει να ρίξει τις προσδοκίες για το έργο του διακηρύσσοντας πως τελικά για τον ίδιο είναι ασήμαντο το ορόσημο των εκατό πρώτων ημερών (κλικ εδώ), μολονότι σε τυπικώς για τον ίδιο αντιφατικούς τόνους επίσης χαρακτήρισε άνευ προηγουμένου το έργο του κατά το αυτό χρονικό διάστημα (δείτε εδώ). Ο Τραμπ, όπως πολλοί που αναδεικνύονται ηγέτες, ασφαλώς δεν ικανοποιείται ν’ ακούει επικρίσεις, παρά μόνον επαίνους που τροφοδοτούν το «εγώ» του, όμως αυτό δεν τον καθιστά τρελό, αλλ’ απλά ματαιόδοξο. Η συστηματική επινόηση εναλλακτικών γεγονότων και αναληθών δεδομένων συνιστά μεν τέχνη για κείνον, όμως το πάθος με το οποίο τα υποστηρίζει δεν πρέπει να μας κάνει να πιστέψουμε ότι αυταπατάται, όσο περισσότερο ότι υποστηρίζοντάς τα παθιασμένα πιστεύει πως θα κάνει τους άλλους να τα πιστέψουν. Και τότε οι προφητείες του θα έχουν αυτοεκπληρωθεί, όταν δηλαδή ο εναλλακτικός κόσμος που εκείνος επινοεί καταστεί η νόρμα αντίληψης της πραγματικότητας για όσο μεγαλύτερο τμήμα του λαού του—κι αυτό συμβαίνει ήδη.

Πιο σημαντικό όμως είναι το ερώτημα σχετικά με το τί είναι εκείνο που επιτρέπει στον εκάστοτε λαοπλάνο να πείσει είτε μ’ απάτες είτε μ’ αυταπάτες, είτε από πρόθεση είτε από μισή πρόθεση και μισή ψευδαίσθηση. Εδώ η απάντηση είναι ταυτόχρονα σύνθετη κι απλή: είναι ένας λαός που θέλει να πειστεί πως το περιεχόμενο της απάτης είναι αληθινό επειδή δεν μπορεί ν’ αποδεχθεί πως μάλλον είναι ένα πελώριο ψέμα. Γιατί τώρα καταλήγει ένας λαός να επιθυμεί να ξεγελαστεί; Αυτό θα είναι το αντικείμενο μελλοντικού άρθρου, που υπόσχομαι νά ’χω γράψει εντός εκατό ημερών.

Facebook Comments