Ακούμε συχνά ότι ο αθλητισμός και η πολιτική δεν συνδυάζονται. Ωστόσο αυτός ο μύθος έχει καταρεύσει στη συνείδηση της κοινωνίας, που παρακολουθεί εμβρόνητη τον «πόλεμο» μεταξύ παραγόντων του ποδοσφαίρου, με τους πολιτικούς και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης να λαμβάνουν θέση απροκάλυπτα υπερ της μιας ή άλλης πλευράς.

Τελευταίο παράδειγμα σε μια χρονιά γεμάτη «πολεμικές ανακοινώσεις» εκ μέρους των παραγόντων και των ομάδων που εκπροσωπούν, η κοινή δήλωση 11 βουλευτών από τη Μακεδονία για την (άδικη κατά την άποψή μου) απόφαση, που αφορά στον υποβιβασμό της ποδοσφαιρικής ομάδας του Ηρακλή.

Ουσιαστικά λοιπόν είναι ανώφελο να προσποιείται κανείς ότι ο αθλητισμός δεν έχει καμία σχέση με την πολιτική. Ωστόσο υπό ορισμένες συνθήκες η συναλλαγή αυτή έχει λογική, καθώς ο αθλητισμός και συγκεκριμένα το ποδόσφαιρο και η πολιτική αναφέρονται στις ίδιες πληθυσμιακές ομάδες και στους ίδιους καταναλωτές ιδεών και αντιλήψεων.

Βέβαια τις περισσότερες φορές, ειδικότερα στην Ελλάδα, αθλητισμός και πολιτική συνυπάρχουν, ως συνέπεια των συμφερόντων που παρέχουν εκατέρωθεν με μοναδικό σκοπό την επιτευξη των επιμέρους στόχων που έχει ο καθένας θέσει, είτε αυτό αφορά τον πολιτικό φορέα, είτε τον αθλητικό παράγοντα – επιχειρηματία.

Τα παραδείγματα εντός χώρας αλλά και διεθνώς πολλά και διαχρονικά, με πρόσωπα να έχουν υποδυθεί και τους δύο ρόλους, δηλαδή του αθλητή-παράγοντα του αθλητισμού και του πολιτικού. Ωστόσο υπάρχουν και πολλά παραδείγματα, όπου οι αθλητικοί σύλλογοι είναι ταυτισμένοι με συγκεκριμένες πολιτικές ιδεολογίες.

Το 1891, η ίδρυση της Μπαρτσελόνα ήταν για τους Καταλανούς κάτι παραπάνω από την ίδρυση μιας ομάδας. Αντίστοιχα η Μαδρίτη ήταν η πόλη της βασιλικής οικογένειας και η Ρεάλ αντιπροσώπευε την δύναμη της παραδοσιακής Ισπανίας. Στην Ιταλία ο πρώην πρωθυπουργός Σίλβιο Μπερλουσκόνι ήταν ταυτόχρονα και πρόεδρος της Μίλαν. Επιπλέον πολλές ομάδες έχουν ξεκάθαρο ιδεολογικό πρόσημο όπως η Λάτσιο με τους ακροδεξιούς οπαδούς ή η Λιβόρνο που θεωρείται η «κόκκινη ομάδα» στην Ιταλία και οι οπαδοί του συλλόγου μαζί με τις σημαίες της ομάδας τους κυματίζουν και σημαίες με σφυροδρέπανα.

Στην Ελλάδα, τα τελευταία χρόνια άρχισε να διαπλέκεται με μεγάλη ένταση  ο αθλητισμός με την πολιτική και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, κυρίως μέσω της κινητικότητας στελεχών προς τη μία ή την άλλη πλευρά, δημιουργώντας έτσι ένα ιδιόμορφο περίβλημα για την εξυπηρέτηση των πολιτικών, οικονομικών και επιχειρηματικών συμφερόντων.

Στη χώρα μας παρ’ όλο που το προφίλ των ομάδων δεν περιέχει συγκεκριμένα ιδεολογικά χαρακτηριστικά, ωστόσο όμως περιλαμβάνει έντονα την «ταύτιση συμφερόντων» αθλητικών συλλόγων με συγκεκριμένες κυβερνήσεις. Μερικά τέτοια παραδείγματα, που δείχνουν με σαφήνεια την άμεση αλληλεξάρτησή τους είναι η απομείωση χρεών επιχειρηματιών που είναι πρόεδροι σε ομάδες, η διακριτική μεταχείρηση που έχουν οι ομάδες παρ’ όλο που ειναι ουσιαστικά Ανώνυμες Εταιρείες ή το μόνιμο «γηπεδικό» πρόβλημα των συλλόγων που παρεμβαίνει μεχρι και ο πρωθυπουργός της χώρας για να δώσει λύσεις.

Οι πρωταρχικές αιτίες του φαινομένου είναι δύσκολο να εντοπιστούν, αλλά σίγουρα ως αιτιακή καταβολή του φαινομένου μπορούμε να θεωρήσουμε τον «πλουτισμό» και τη «δόξα», ταυτόχρονα με μια άτυπη «ασυλία», που προσφέρει ένας δημοφιλής σύλλογος στον εκάστοτε επιχειρηματία. Έτσι λοιπόν με τα υφιστάμενα δεδομένα  αντιλαμβανόμαστε, ότι είναι σημαντικά δύσκολο ο περιορισμός του φαινομένου, χωρίς διάθεση απο πλευράς της πολιτικής ηγεσίας να φτάσει το μαχαίρι στο κόκκαλο.

Πρέπει λοιπόν να αντιληφθούμε όλοι ότι το ποδόσφαιρο και συνολικά ο αθλητισμός είναι μια δράση, που συνδέεται άμεσα με την παιδεία και τον πολιτισμό. Οφείλουμε λοιπόν να θεσπίσουμε το πλαίσιο εκείνο, που δε θα επιτρέπει την εκμετάλλευση του από πολιτικούς φορείς και αντίστροφα.

 Σε διαφορετική περίπτωση το αποτέλεσμα θα είναι να βγαίνουν όλοι χαμένοι. Κόμματα, πολιτικοί, ομάδες, παράγοντες του αθλητισμού και προοπτικά η ίδια η κοινωνία.

Facebook Comments