Τα νέα από την ΕΛΣΤΑΤ έπεσαν σαν κεραυνός αλλά δυστυχώς όχι εν αιθρία: Νέα μεγάλη μείωση κατά 8,1% παρουσίασε ο γενικός δείκτης βιομηχανικής παραγωγής τον Ιούλιο του 2013 σε σύγκριση με τον αντίστοιχο δείκτη του Ιουλίου 2012 έναντι μείωσης κατά 3,9% που είχε σημειωθεί κατά την αντίστοιχη σύγκριση του έτους 2012 προς το 2011.

Ειδικότερα ο δείκτης παραγωγής μεταποιητικών βιομηχανιών έπεσε κατά 4,3% κυρίως εξαιτίας της πτώσης ορισμένων κλάδων με μεγάλο μερίδιο στην ελληνική μεταποίηση: ποτά, μη μεταλλικά ορυκτά και ηλεκτρολογικός εξοπλισμός.

Όλοι θα συνεχίσουν να μιλούν αδιακρίτως για την ελληνική αποβιομηχάνιση. Όμως αυτό θα είναι λάθος, όχι βεβαίως γιατί δεν υπάρχει κρίση αποεπένδυσης και αποβιομηχάνισης -τουναντίον, αυτή είναι μία από τις πέντε πτυχές της συστημικής κρίσης που μας πλήττει μαζί με την κρίση χρέους, την κρίση τραπεζικής υποκεφαλαιοποίησης, την πολιτική και την κοινωνική κρίση- αλλά γιατί υπάρχουν ορισμένοι τομείς όπου η αποβιομηχάνιση επιφέρει σφοδρότερα και μάλιστα πολλαπλασιαστικά ως προς την ύφεση και την ανεργία αποτελέσματα. Εκεί θα έπρεπε να εστιάσουν κατά προτεραιότητα η τρόικα και η ηγεσία του υπουργείου Οικονομικών, αν διέθεταν ένα στοιχειώδες σχέδιο για την πραγματική οικονομία.

Για να εξηγήσω τι εννοώ, ας μου επιτραπεί να δώσω δύο παραδείγματα.

Όλοι γνωρίζουν ότι οι συνθήκες στην Ελλάδα, από το πολύ υψηλό ενεργειακό κόστος έως τις συνεχείς έκτακτες εισφορές, δεν βοηθούν στο να είναι ανταγωνιστική μία βιομηχανία. Όμως αυτό που δεν είναι πολύ γνωστό είναι ότι λόγω του κλεισίματος ορισμένων εργοστασίων που παράγουν ενδιάμεσα κεφαλαιουχικά αγαθά ή εξοπλισμό για μεγάλες βιομηχανικές μονάδες παραγωγής αυτές χρειάζεται να εισάγουν σχεδόν όλες τις πρώτες ύλες τους από το εξωτερικό. Αυτό με τη σειρά του σε συνδυασμό και με το υψηλό κόστος μεταφορών αυξάνει το μοναδιαίο κόστος παραγωγής και κατά συνέπεια πλήττει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα των βιομηχανικών προϊόντων μας.

Για παράδειγμα οι βιομηχανίες αρκετών κλάδων που χρειάζονται πλαστικά μπουκάλια αναγκάζονται να εισάγουν πια την πρώτη ύλη για την παρασκευή τους, καθώς πρόσφατα έκλεισε η μονάδα που την παρασκεύαζε στο Βόλο λόγω της πτώσης της ζήτησης. Αυτό το γεγονός σε συνδυασμό με την ανάγκη προπληρωμής κάθε παραγγελίας από το εξωτερικό, αφού οι ξένοι δεν δέχονται πια πίστωση λόγω του λεγόμενου «ρίσκου χώρας», επιβαρύνει πολλές αλυσίδες προσφοράς εξαγωγικών προϊόντων.

Δεύτερο παράδειγμα: Πολλά μικρά νησιά των Κυκλάδων θα μπορούσαν να πετύχουν μεγαλύτερη προσέλευση τουριστών και περισσότερα έσοδα για τις τοπικές οικονομίες, αν διέθεταν καλύτερες υποδομές για την πρόσβαση σε αυτά. Έτσι το μικρό αεροδρόμιο της Μήλου δεν μπορεί να εξυπηρετήσει πτήσεις charter απευθείας από το εξωτερικό, καθώς λείπουν μόλις 120 μέτρα αεροδιαδρόμου, ώστε να μπορέσει να μετατραπεί το νησί σε μία πρόσθετη πύλη εισόδου τουριστών στις Κυκλάδες μέσω ακτοπλοϊκής σύνδεσης.

Και στις παραπάνω δύο περιπτώσεις (απώλεια μιας μονάδας παραγωγής αγαθών, που ενσωματώνονται στην αλυσίδα παραγωγής των βιομηχανιών που παράγουν προϊόντα για τον τελικό καταναλωτή, και έλλειμμα κεφαλαιουχικών επενδύσεων, που τονώνουν την προσφορά ενός προϊόντος ή μιας υπηρεσίας με σημαντική διεθνή ζήτηση) παρατηρείται το φαινόμενο να χάνονται έσοδα που είναι πολύ περισσότερα από τη χρηματοδότηση που θα απαιτούταν. Αυτός είναι ο περίφημος πολλαπλασιαστής: Ένα ευρώ επένδυσης στην αναβάθμιση ή επέκταση μιας κεφαλαιουχικής υποδομής είναι ικανό να επιφέρει όφελος πολλών ευρώ.

Αυτό το φαινόμενο οφείλεται, εκτός από τη λιτότητα που βυθίζει την ενεργή ζήτηση, στον αβαθή χαρακτήρα της ελληνικής οικονομίας (δηλαδή στα μικρά περιθώρια που δίνει στην ελληνική μεταποίηση μία απότομη πτώση της ζήτησης) και στην έλλειψη σωστού σχεδιασμού προτεραιοτήτων.

Μία λύση θα ήταν συσσωματώσεις επιχειρήσεων (clusters), που να έχουν π.χ. ανάγκη από πλαστικά μπουκάλια: Ένα cluster θα μπορούσε να διατηρήσει σταθερή τη ζήτηση στο χρόνο, όπως γίνεται με τη συμβολαιακή γεωργία.

Ακόμη και χωρίς «μίνι σχέδιο Μάρσαλ» ή ομόλογα έργου από πλευράς Ε.Ε. τα χρήματα που υπάρχουν στο ΕΣΠΑ και όσα έχουν περισσέψει από την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών θα μπορούσαν κάλλιστα να δώσουν σημαντική ανάσα, εφόσον βεβαίως δοθεί κάποτε προτεραιότητα στην πραγματική οικονομία αντί για το χρηματοπιστωτικό τομέα.

Facebook Comments