Συνήθως λέμε ότι οι αριθμοί λένε τη γλώσσα της αλήθειας και ότι αυτό που λείπει από τη πολιτική σκηνή είναι οι πολιτικοί που «θα μιλήσουν τη γλώσσα της αλήθειας». Είναι πράγματι έτσι; Προφανώς όχι!

Ας δούμε λοιπόν τα μαθηματικά της πολιτικής μέσα από τα συναισθήματα που οδηγούν τον ψηφοφόρο να κάνει μια επιλογή. Γιατί όμως λέμε για συναισθήματα και όχι για λογική; Γιατί η επιλογή της ψήφου δεν είναι μια ορθολογική επιλογή αλλά πρωτίστως μια συναισθηματική. Ακόμα και όταν κάποιος σκέφτεται ορθολογικά η ψήφος στο μυαλό του ταυτίζεται με την ανταμοιβή,

«σκέφτηκα ορθά;»,

«έκανα καλές επιλογές που συμφωνούν με την ορθή σκέψη;»

άρα ικανοποίησα το συμφέρον, άρα είμαι σωστός.

Παίρνουμε την ανίσωση από την αρχή. Ο φόβος υπερτερεί του συμφέροντος το οποίο υπερτερεί της αλήθειας. Πράγματι η αλήθεια είναι ένα βασικό συστατικό του πολιτικού λόγου, απαραίτητο σε μια σοβαρή χωρα. ΔΕΝ είναι όμως το βασικό ούτε το προαπαιτούμενο για την ανάδειξη πολιτικών. Η μεγαλύτερη δύναμη είναι το συμφέρον. Όσο και αν κάποιος ακούει την αλήθεια είναι αδύνατο να ξεπεράσει το συμφέρον του ψηφίζοντας όποιον του λέει την αλήθεια. Όμως και το συμφέρον έχει έναν εχθρό πάνω του, τον φόβο. Ο φόβος είναι δυνατόν να αλλάξει το περιεχόμενο του συμφέροντος. Το τι σε συμφέρει και τι όχι, το σταθμίζει ο φόβος.

Ικανός πολιτικός είναι αυτός που μπορεί να ελίσσεται και στα τρία συναισθήματα λέγοντας αλήθειες, προβάλλοντας το συμφέρον και εμπνέοντας φόβο. Αν τώρα κάνετε ένα διάλειμμα στη σκέψη σας και δείτε το πρόσφατο αλλά και το μακρινό παρελθόν μέσα από αυτό το πρίσμα θα διαπιστώσετε πολύ καλά ποιοι και πως αξιοποίησαν την ανίσωση για να πορευτούν πολιτικά. Θα διαπιστώσετε ότι πριν τη κρίση η πολιτική στρέφονταν κυρίως μεταξύ του συμφέροντος και του φόβου, θα δείτε ότι το αίτημα για αλήθεια έφερε πολλές «αλήθειες» στο προσκήνιο. Πολλές, γιατί η απουσία ορθολογισμού επέτρεψε ακόμα και σε γραφικές απόψεις να γίνουν αποδεκτές ως αιτίες που μας οδήγησαν στη κρίση. Οι προβληματικές αλήθειες εγκαταλείπονται πλέον γιατί διαψεύδονται από τη πραγματικότητα. Όμως ακόμα και η αντικειμενική αλήθεια δεν μπορεί από μόνη της να αποτελέσει εργαλείο πολιτικής ανέλιξης.

Η ανίσωση διαβάζεται τόσο από τον πολιτικό όσο και από τον ψηφοφόρο. Και ενώ η αλήθεια είναι θεωρητικά μια, τα συμφέροντα και οι φόβοι διαφέρουν για τον καθένα. Αν κάποιος δει μέσα από αυτό το πρίσμα τη πολιτική των περασμένων δεκαετιών μπορεί να αντιληφθεί ξεκάθαρα γιατί το επίπεδο της πολιτικής ήταν χαμηλό και γιατί οδηγηθήκαμε στον γκρεμό. Δεν υπήρξε πολιτικός τη δεκαετία του 1990 αλλά και του 2000 που χρησιμοποίησε σωστά τον φόβο προκειμένου να χαλιναγωγήσει να πάθη των ψηφοφόρων. Αυτό που συνέβη αντίθετα ήταν ότι οργανωμένες ομάδες συμφερόντων μέσα από συνδικαλιστικές δομές απαιτούσαν απειλώντας τους πολιτικούς, χρησιμοποίησαν δηλαδή το φόβο προς όφελός τους. Και νίκησαν. Δε μπορεί να αμφισβητηθεί αυτό. Έπειθαν τους πολιτικούς ότι το συμφέρον τους μπορούσε να ικανοποιηθεί όσο τους φοβόνταν και ικανοποιούσαν τα αιτήματά τους.

Διαπιστώνει κανείς με λύπη ότι οι πολιτικοί που προσπάθησαν να σπάσουν αυτή τη σχέση εξάρτησης ήταν όσοι στοιχημάτισαν στην αλήθεια ως όπλο τους. Πρόκειται κυρίως για τους πολιτικούς των μεταρρυθμιστικών κομμάτων. Δυστυχώς, τα εκλογικά αποτελέσματα των τελευταίων αναμετρήσεων ήταν απογοητευτικά. Συνεπώς το νέο στη πολιτική θα μπορέσει να εγκαθιδρυθεί μόνο όταν μπορέσει να καλύψει όλες τις πλευρές της ανισότητας. Ο τρόπος είναι άγνωστος, αυτό που είναι σίγουρο είναι ότι πρέπει να βρουν ένα τρόπο να μετατρέψουν την «αλήθεια» σε «συμφέρον». Γιατί η κινητήρια δύναμη είναι το συμφέρον. Δείτε το και συναισθηματικά. Η αλήθεια ταυτίζεται με την «υποχρέωση», δηλαδή με την ανάγκη να αποδεχτείς κάτι που είναι σωστό. Ο φόβος ταυτίζεται με τη «δυσφορία», είναι σαφές ότι ο φόβος είναι ένα συναίσθημα που όλοι αποφεύγουν να το διαχειριστούν, κανένας δε θέλει να ζει μόνιμα μέσα στο φόβο. Αντίθετα το συμφέρον ταυτίζεται με την ευχαρίστηση. Όποιος νιώθει ότι υποστηρίζει τα συμφέροντά του δεν έχει λόγο να μην είναι ικανοποιημένος.

Η ιεράρχηση των συναισθημάτων βάσει των οποίων παίρνονται πολιτικές αποφάσεις δεν είναι κάτι καινούριο. Ο Θουκυδίδης περιγράφοντας την εξωτερική πολιτική των πόλεων- κρατών που συμμετείχαν στον Πελοποννησιακό πόλεμο έκανε αναφορά στη «τιμή», το «δέος» και την «ωφέλεια». Παρακάτω ένα απόσπασπα από την «Ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου» σε μετάφραση από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, πρόκειται για την ομιλία Αθηναίων πρεσβευτών στους Λακεδαιμονίους :

[76] “Σεις, εν πάση περιπτώσει, Λακεδαιμόνιοι, κατά την άσκησιν της ηγεσίας σας επί των Πελοποννησιακών πόλεων, εφροντίσατε να ρυθμίσετε τα πολιτεύματα των προς το συμφέρον σας. Και αν τότε ηθέλατε εμμείνει μέχρι τέλους εις την ηγεσίαν των συμμάχων και ηθέλατε γίνει απεχθείς λόγω της μακροτέρας ασκήσεως της, όπως εγίναμεν ημείς γνωρίζομεν καλώς, ότι δεν θα ήσθε ολιγώτερον δυσάρεστοι εις αυτούς, και ότι θα ηναγκάζεσθε να ασκήτε την επ αυτών εξουσίαν με ισχυράν πυγμήν, εάν δεν ηθέλατε να εκτεθήτε οι ίδιοι εις κινδύνους. Επομένως, δεν εκάμαμεν τίποτε το παράδοξον ή αντίθετον προς την ανθρωπίνην φύσιν, εάν εδέχθημεν την ηγεμονίαν προσφερομένην, και αφού άπαξ την απεκτήσαμεν, αρνούμεθα να την παραιτήσωμεν, υπείκοντες εις τα ισχυρότατα των ελατηρίων – την δόξαν, τον φόβον και το συμφέρον. Ούτε άλλωστε πρώτοι ημείς εγκαινιάσαμεν τοιαύτην πολιτικήν, αλλ ανέκαθεν έχει κρατήσει η αρχή ότι ο ασθενέστερος υποκύπτει εις την θέλησιν του ισχυρότερου. Και ημείς, εξ άλλου, νομίζομεν εαυτούς αξίους της ηγεσίας, και σεις μας εκρίνατε τοιούτους μέχρις ότου αιφνιδίως εσκέφθητε να προβάλετε τώρα τας αρχάς της δικαιοσύνης, ενώ πράγματι αποβλέπετε εις τα συμφέροντά σας. Ποτέ, τωόντι, άνθρωπος, εις τον οποίον παρουσιάσθη η ευκαιρία να απόκτηση κάτι διά της σκαιάς βίας, δεν παρέλειψε να το κάμη, προτιμήσας την δικαιοσύνην. Και είναι άξιοι επαίνου εκείνοι, οι οποίοι, παρασυρόμενοι από την φυσικήν εις τον άνθρωπον φιλοδοξίαν του ν άρχη επί άλλων, ήθελαν δειχθή δικαιότεροι παρ όσον επέτρεπεν εις αυτούς η δύναμις που διαθέτουν. Εάν άλλοι ήθελαν λάβει την θέσιν μας, θα απεδεικνύετο εξ αντιπαραβολής με πόσην μετριοπάθειαν ασκούμεν την ηγεμονίαν μας. Εν τούτοις, και αυτή ακόμη η επιείκεια μας επέσυρεν αδίκως εναντίον μας την κατάκρισιν μάλλον παρά τον έπαινον.»

Δεν εξετάζουμε την ειλικρίνεια των Αθηναίων πρεσβευτών και πόσο μπορούσαν να πείσουν τους Λακεδαιμόνες αλλά τη διαπίστωσή τους για τις κινητήριες δυνάμεις της πολιτικής. Σκεφτείτε τώρα απλά, όταν η αριστερά από το 2012 επέσειε το φόβο της φτωχοποίησης προβάλλοντας το συμφέρον της ρήξης, κάνοντας σημαία την στρατηγική ότι «μεταφέρουμε το φόβο στους Ευρωπαίους απειλώντας τους με κατάρρευση της Ευρωζώνης»  ήταν δυνατό να χάσει από οποιοδήποτε άλλο κόμμα έλεγε την αλήθεια;

Facebook Comments