Το τελευταίο διάστημα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ηττάται από ισχυρά κράτη-μέλη στην προσπάθειά της να προωθήσει την ευρωπαϊκή οικονομική ολοκλήρωση.

Ας δώσω δύο παραδείγματα. Στο πεδίο των τηλεπικοινωνιών και των ψηφιακών δικαιωμάτων των ευρωπαίων πολιτών, το αντιπροσωπευτικό όργανο των 28 εθνικών ρυθμιστικών αρχών αντιτάχθηκε στις συστάσεις που είχε απευθύνει το καλοκαίρι η επίτροπος Νίλι Κρους προς την ιταλική ρυθμιστική αρχή τηλεπικοινωνιών σε θέματα ανταγωνισμού.

Επίσης, ο εκπρόσωπος της Γερμανίας δεν αποδέχθηκε, παρά την καταρχήν πολιτική συμφωνία στο Συμβούλιο της ΕΕ που είχε προηγηθεί τον Οκτώβριο, μια νομοθετική πρόταση της Επιτροπής για τη σύσταση μιας ενιαίας αρχής προστασίας των ψηφιακών δεδομένων (one stop shop), με την οποία μια πανευρωπαϊκή αρχή θα φρόντιζε για την ενοποίηση των διάσπαρτων και κατακερματισμένων σήμερα εθνικών νομικών καθεστώτων προστασίας της ιδιωτικής ζωής από ηλεκτρονικές παρακολουθήσεις.

Στην πρώτη περίπτωση, οι εθνικοί ρυθμιστές κάλυψαν κάποιον συνάδελφό τους διότι θεώρησαν ότι “είχε παρουσιάσει επαρκή στοιχεία” για να αιτιολογήσει την πολιτική του σε θέματα πρόσβασης των εναλλακτικών παρόχων στο δίκτυο σταθερής τηλεφωνίας, ενώ στη δεύτερη η δικαιολογία της γερμανικής κυβέρνησης ήταν ότι ο νέος ευρωπαϊκός κανονισμός για την προστασία των ψηφιακών δεδομένων προβλέπει λιγότερες εγγυήσεις από το γερμανικό δίκαιο.

Και στις δύο περιπτώσεις, η προσπάθεια ενιαίας ευρωπαϊκής ρύθμισης ενός εριζόμενου ζητήματος, με σημαντικές επιπτώσεις στη διασυνοριακή οικονομική δραστηριότητα εντός της Ενώσεως και στην ιδιωτική ζωή των πολιτών, προσέκρουσε στον σκληρό βράχο των διακυβερνητικών λογικών, δηλαδή της επικράτησης της ωμής ισχύος των ισχυρότερων κρατών-μελών ή των συντεχνιακών λογικών εθνικών διοικητικών αρχών.

Δυστυχώς, κάτι τέτοιο επιτρέπεται από την επαμφοτερίζουσα ή ανεπαρκή ευρωπαϊκή νομοθεσία σε διάφορους τομείς πολιτικής. Στο πρώτο παράδειγμα, η σημερινή οδηγία-πλαίσιο για τις ηλεκτρονικές επικοινωνίες δίνει ασφαλώς το δικαίωμα στην Επιτροπή να ζητάει από τις εθνικές ρυθμιστικές αρχές τηλεπικοινωνιών στοιχεία πριν από κάθε εθνικό μέτρο πολιτικής που δύναται να έχει επιπτώσεις στην Ευρωπαϊκή Κοινή Αγορά και να διατυπώνει συστάσεις.

Πλην όμως, η μοναδική περίπτωση να τροποποιήσουν οι εθνικές αρχές τα σχεδιαζόμενα μέτρα είναι να τις πείσει η Επιτροπή, συνεργαζόμενη μαζί τους, για τη σκοπιμότητα της τροποποίησης.

Με άλλα λόγια, τα μέτρα που λαμβάνονται σ’ αυτή την κρίσιμη αγορά συνεχίζουν να είναι κατά βάση εθνικά, κατόπιν διακρατικού συντονισμού μεταξύ εθνικών ρυθμιστών και υπό την επίβλεψη της Επιτροπής, η οποία δεν έχει τη δυνατότητα απευθείας εκτέλεσης της ευρωπαϊκής νομοθεσίας ή άμεσης λήψης κυρώσεων σε περίπτωση κατίσχυσης εθνικών προστατευτικών μέτρων.

Στη δεύτερη περίπτωση, η επίκληση ενός εθνικού νομικού πλαισίου ως περισσότερο προστατευτικού έναντι του ευρωπαϊκού είναι προσχηματική, όπως κατήγγειλαν ευρωβουλευτές, διότι τα δικαιώματα των καταναλωτών προστατεύονται με τα ίδια στάνταρντ και στις δύο περιπτώσεις.

Το μοντέλο που φαίνεται να προκρίνεται τελευταία, δηλαδή αυτό της μικρότερης δυνατής ρυθμιστικής παρέμβασης της ΕΕ σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος, με την ταυτόχρονη διατήρηση εθνικών προνομίων στον σχεδιασμό και την εφαρμογή πολιτικών καθώς και στις κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασης των κανόνων, δεν είναι βιώσιμο. Οι ίδιες οι ανάγκες μιας μεγάλης και ολοκληρωμένης κοινής αγοράς μας οδηγούν μακριά από κατακερματισμένες λύσεις και λογικές βέτο και κοντά σε ενιαίες ρυθμιστικές αρχές.

Αυτό το τελευταίο είχε συμβεί στις ΗΠΑ με το δεύτερο μεγάλο κύμα ομοσπονδιοποίησης κατά την περίοδο του New Deal στη δεκαετία του 1930. Η Αμερική κατάφερε τελικά να ξεπεράσει τη μεγαλύτερη οικονομική κρίση της σύγχρονης εποχής αφ’ υψηλού, προωθώντας την οικονομική και πολιτική ένωση των πολιτειών της. Η Ευρώπη θα τα καταφέρει να το κάνει;

Facebook Comments