Το ζήτημα των επενδύσεων στην Ελλάδα είναι περίπλοκο όσο και παραπλανητικό. Οταν μοιάζουν δημόσιες δεν είναι, όταν υποκρίνονται τις ιδιωτικές δεν τους μοιάζουν σταλήθεια. Είναι μια μαγική εικόνα. Μια ακατανόμαστη αντιστροφή.

Οι δημόσιες επενδύσεις και ο επενδυτικός νόμος χρησιμοποιήθηκαν σαν ένας ακόμη μοχλός δημιουργίας ενός παρασιτικού «επιχειρηματικού» περιβάλλοντος.

Στις ανεπτυγμένες δημοκρατικές χώρες τους επενδυτικούς νόμους και τους άξονες δημοσίων επενδύσεων δεν τους αποφασίζουν οι υφιστάμενες επιχειρήσεις.

Το Δημόσιο οφείλει να εκφράζει τα συμφέροντα των παραγωγικών δραστηριοτήτων που παλεύουν να γεννηθούν και θα είναι ανταγωνιστικά αυτών που υπάρχουν, των νέων δραστηριοτήτων που θα αναστατώσουν και θα μετασχηματίσουν το παλιό.

Για τον λόγο αυτό οι άξονες της δημόσιας δράσης είναι αποτέλεσμα εμπεριστατωμένων μελετών της Διοίκησης, που λαμβάνει υπόψη της ανάμεσα σε πολλά άλλα την γνώμη και τα συμφέροντα των υφιστάμενων επιχειρήσεων και των εργαζομένων αλλά και των ανέργων. Λαμβάνει υπόψη όμως  κυρίως την γνώμη των ανθρώπων της έρευνας και της καινοτομίας, των ειδικών επιστημόνων, των ανθρώπων του πνεύματος. Είναι πολιτική απόφαση της κοινωνίας για την κατεύθυνση που θέλει να δώσει στην οικονομία της και στον τρόπο ζωής της μετά από δημόσιο διάλογο.

Είναι η υπεράσπιση της πρόκλησης του μέλλοντος. Είναι αυτό που δεν μπορεί να κάνει η αγορά, οι υφιστάμενες επιχειρήσεις, το τραπεζικό σύστημα. 

Η δημόσια δράση αντιπροσωπεύει το τεκμηριωμένο συλλογικό όνειρο για την θέση της χώρας στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, τον τρόπο ζωής, την οργάνωση της οικονομίας και της παραγωγής, το περιβάλλον, την ποιότητα ζωής των πολιτών.

Αν ο Al Gore ρωτούσε την βιομηχανία του κινηματογράφου και της μουσικής, που παρεμπιπτόντως ήταν βασικοί υποστηρικτές του, δεν θα επένδυε ποτέ στην μετεξέλιξη και απελευθέρωση του διαδικτύου που γέννησε την σύγχρονη οικονομία και αύξησε δραματικά την παγκόσμια παραγωγικότητα. 

A. Οι δημόσιες επενδύσεις και οι στόχοι τους 

Οι δημόσιες επενδύσεις έχουν τους ακόλουθους στόχους:

1. Την δημιουργία υποδομών (και την ανάπτυξη παραγωγικού ανθρώπινου δυναμικού), την δημιουργία δικτύων μεγάλης κλίμακας (δρόμοι, δίκτυα διανομής ενέργειας, δίκτυα τραίνων, λιμάνια, αεροδρόμια ακόμη και soft δϊκτυα διανομής προϊόντων), την δημιουργία των βασικών προϋποθέσεων παραγωγής (υποδομές παροχής πληροφορίας, τεχνογνωσίας κλπ). Ολα αυτά εξασφαλίζουν την δυνατότητα ανάπτυξης παραγωγικής δραστηριότητας από τις επιχειρήσεις και τους ιδιώτες.

Τα δίκτυα, τα οποία προϋποθέτουν επένδυση μεγάλης κλίμακας και σχετικά σημαντικό κόστος λειτουργίας, όντας δημόσια και σε πολλές περιπτώσεις μη ανταποδοτικά προς το δημόσιο, δημιουργούν τις προϋποθέσεις για εισδοχή νέων επιχειρήσεων και επομένως ανταγωνισμού και ανάπτυξης. Το χαμηλό κόστος χρήσης τους και η υψηλή ποιότητα βελτιώνει την συνολική παραγωγικότητα επιτρέποντας την αξιοποίηση πολύτιμων πόρων σε γεωγραφικές περιοχές και κοινωνικές ενότητες οριακού κόστους παραγωγής.

Με απλά λόγια επιτρέπουν την πλήρη ανάπτυξη των δυνατοτήτων παραγωγής πλούτου της οικονομίας η οποία επιστρέφει και στο Δημόσιο μέσω των φόρων και των εισφορών των εργαζομένων και των επιχειρήσεων.

Αυτό είναι ακόμη πιο σημαντικό στην περίπτωση χωρών με κατακερματισμένη γεωγραφία. Στην ειδική περίπτωση της Ελλάδας η γεωγραφική θέση και το κατακερματισμένο τοπίο αποτελλεί ταυτόχρονα συγκριτικό μειονέκτημα και το βασικό συγκριτικό πλεονέκτημα εφόσον κατορθώσει η χώρα να το αναδείξει ως τέτοιο μέσω ποιοτικών, σταθερών και χαμηλού κόστους χρήσης δικτύων.

Ο δημόσιος χαρακτήρας και η ανεξάρτητη ρύθμισή τους πρέπει να έχει αποκλειστικό γνώμωνα την διασφάλιση του ανταγωνισμού, την αποφυγή μονοπωλιακών και ολιγοπωλιακών καταστάσεων, την πρόσβαση νέων επιχειρήσεων στην αγορά και την διασφάλιση της ανάπτυξης των περιφερειών της χώρας. Η παραγωγή προϊόντων και υπηρεσιών και η διανομή τους μέσω των δικτύων είναι υπόθεση της ιδιωτικής οικονομίας. 


2. Οι δημόσιες επενδύσεις στοχεύουν επίσης στην δημιουργία των υποδομών που απαιτούνται για την αποτελεσματική λειτουργία της ίδιας της Διοίκησης, χωρίς την οποία καμμιά οικονομία δεν μπορεί να είναι ανταγωνιστική.

 

Οι διαθέσιμοι πόροι 

Δεν χρειάζεται να υπάρξει πρωτογενές πλεόνασμα για να κινηθούν οι δημόσιες επενδύσεις στην Ελλάδα. Υπάρχουν μηχανισμοί χρηματοδότησης διαθέσιμοι με σημαντικά κεφάλαια (αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ από το υπόλοιπο του ΕΣΠΑ και άλλα 20 δισεκατομμύρια περίπου προβλέπεται ότι θα είναι η επόμενη προγραμματική περίοδος), πλέον τα ποσά που δύναται να αντληθούν με ευνοϊκούς όρους από την ΕΤΕΠ και άλλους χρηματοδοτικούς οργανισμούς.

Η διεκδίκηση της επέκτασης των μεταβιβαστικών πληρωμών εντός της ΕΕ είναι σημαντική για την βιωσιμότητα του ελληνικού και ευρωπαϊκού εγχειρήματος όπως όμως και η αλλαγή του τρόπου διαχείρισής τους. Η ευρωπαϊκή ενίσχυση των λιγότερο ανταγωνιστικών περιοχών της Ενωσης και η μεταφορά τεχνογνωσίας είναι στρατηγικής σημασίας επιλογή για την σύγκλιση και εν τέλλει για την ίδια την Ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, την σταθερότητα και ισχύ της Ευρώπης. 

Οσο σημαντική είναι όμως η Ευρωπαϊκή ενίσχυση των Δημοσίων Επενδύσεων άλλο τόσο εγκληματική είναι η μείωση του Εθνικού σκέλους των Δημοσίων Επενδύσεων αντί της περικοπής άλλων άχρηστων δαπανών του κράτους. Επιλογή της ελληνικής πολιτικής τάξης και όχι της τρόικας, η οποία πρέπει να αλλάξει άμεσα. Για να μην μειώσουν τους περιττούς περιόρισαν την επένδυση στο μέλλον της χώρας. Δεν μπορούμε να ζητούμε από τους ευρωπαίους να στηρίξουν παραπάνω την ανάπτυξη των υποδομών μας όσο οι ίδιοι σπαταλούμε τους πόρους μας σε οργανισμούς περιορισμένης χρησιμότητας και αποτελέσματος και υπεράριθμο προσωπικό. 

 

Το Εθνικό Στρατηγικό Πλαίσιο Αναφοράς και το Εθνικό Προγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων: κριτήρια και διαδικασίες αποφάσεων

Ο σχεδιασμός των στρατηγικών αξόνων των δημόσιων επενδύσεων είναι ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας που πρέπει να στηριχθεί σε μια στιβαρή διοίκηση και να λαμβάνεται μετά από σοβαρό ανοιχτό διάλογο και συναίνεση της κοινωνίας, μέσω της δημοκρατικής διαδικασίας.

Σημαντική προϋπόθεση για την παραγωγική διαχείριση των κεφαλαίων αυτών είναι εν συνεχεία η ιεράρχηση και επιλογή των επενδύσεων. 

Οι αποφάσεις για την επιλογή των έργων που θα ενταχθούν στο πλαίσιο των Δημόσιων Επενδύσεων λαμβάνονται σήμερα άμεσα ή έμμεσα από την πολιτική ηγεσία της Διοίκησης (δηλαδή τους Υπουργούς και τους κομματικούς συμβούλους τους) με αδιαφανή και κομματικά κριτήρια.Οι απαιτούμενες μελέτες βιωσιμότητας και ανταποδοτικότητας προς την κοινωνία δεν είναι εργαλείο επιλογής των έργων αλλά τεκμηριώνουν αναδρομικά ειλημμένες και μη ανακοινωμένες αποφάσεις.

Αυτός είναι ο μηχανισμός που κάπως χυδαία ονομάζουμε «απορρόφηση».

Αντ’αυτού απαιτείται ένα σύστημα σχεδιασμού και αξιολόγησης των δημόσιων επενδύσεων που θα εξετάζει τις μελέτες για την ανταποδοτικότητα της δημόσιας επένδυσης τόσο ως προς τον δημόσιο (άμεση και έμμεση) όσο και προς τον ιδιωτικό τομέα.

Η συζήτηση για μιας διαφορετικής μορφής εφαρμογή της αρχής της επικουρικότητας, με την εισαγωγή όρων διακρατικού και κοινοτικού ελέγχου και υποχρεωτικής αξιοποίησης τεχνογνωσίας και εμπειρογνωμοσύνης από επιτυχημένα ευρωπαϊκά και άλλα παραδείγματα είναι απαραίτητη για να επιτευχθεί η ορθολογική χρήση των χρημάτων των Ελλήνων και Ευρωπαίων φορολογουμένων προς όφελος της παραγωγής και της ανάπτυξης.

Η επιλογή των έργων είναι τεχνικό θέμα που πρέπει να αφαιρεθεί από την πολιτική ηγεσία, η οποία το ασκεί σήμερα με ανεξέλεγκτο και μικροκομματικό τρόπο, να μεταφερθεί σε ανεξάρτητα συστήματα και ανεξάρτητους διεθνείς εμπειρογνόμωνες και να διαμορφωθεί σταδιακά σε κοινοτικό επίπεδο, με διαφανείς διαδικασίες.

Η επιλογή οφείλει να γίνεται με βάση ουσιαστική τεχνοκρατική αξιολόγηση, στο πλαίσιο των αξόνων ανάπτυξης, με κύριο κριτήριο την πολλαπλασιαστική επίπτωση της επένδυσης στο σύνολο της παραγωγικής οικονομίας, την ενίσχυση της εξωστρέφειας και την δημιουργία νέων κατά το δυνατόν ποιοτικών και υψηλής εξειδίκευσης θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, λαμβάνοντας υπόψη και την περιβαλλοντική βιωσιμότητα.

Την περιβαλλοντική βιωσιμότητα όμως όχι ως νομικίστικο προκάλυμμα προάσπισης ανομολόγητων μικροσυμφερόντων και καθυστέρησης κάθε απόφασης αλλά ως ουσία. Η καταστροφή και κατανάλωση μη ανανεώσιμων και μοναδικών πόρων μεσοπρόθεσμα καταστρέφει πάντα περισσότερο πλούτο από όσο πρόσκαιρα παράγει.

Τα αποτελέσματα της κάθε δημόσιας επένδυσης οφείλουν να αξιολογούνται και να μετρούνται ως προς τους στόχους της και η αξιολόγηση αυτή να ανακοινώνεται δημόσια.

 

Β. Ο επενδυτικός νόμος

Ο επενδυτικός νόμος θεσπίζει ένα πλέγμα κινήτρων για την ενίσχυση των ιδιωτικών επενδύσεων με έμφαση στις επιδοτήσεις.

Στόχος του θα έπρεπε να είναι η διασφάλιση συνθηκών που επιτρέπουν την δημιουργία νέων επιχειρήσεων οι οποίες δεν θα μπορούσαν να δημιουργηθούν στις συνθήκες της αγοράς για έναν από τους ακόλουθους λόγους:

1. Χαμηλή οριακή παραγωγικότητα επενδύσεων μικρής κλίμακας για γεωγραφικούς ή άλλους τοπικούς λόγους

2. Αντιστάθμισμα των εμποδίων που δημιουργεί το μέγεθος και οι πρακτικές των υφιστάμενων επιχειρήσεων στην ίδια αγορά

3. Προσέλκυση στοχευμένων επενδύσεων ειδικής τεχνογνωσίας και ανάπτυξη νέων μορφών τεχνολογικής παραγωγής υψηλού ρίσκου

4. Δημιουργία συνθηκών για την γέννηση ενός νέου επιχειρηματικού πεδίου και μιας νέας αγοράς.

5. Αντιστάθμιση περιφερειακών γεωγραφικών μειονεκτημάτων και αξιοποίηση οριακών πόρων.


Από τα παραπάνω είναι προφανές ότι ο επενδυτικός νόμος θα έπρεπε να αφορά τις επιχειρήσεις που δυσκολεύονται να γεννηθούν για ειδικούς λόγους, αλλά εφόσον γεννηθούν είναι βιώσιμες και ανεβάζουν την συνολική ανταγωνιστικότητα της χώρας. Αντιτίθεται έτσι φυσιολογικά στα συμφέροντα των υφιστάμενων παραδοσιακών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων που θα δουν να αυξάνεται ο ανταγωνισμός στην αγορά ή θα ανταγωνίζονται για τους ίδιους πόρους (ανθρώπινους και άλλους) με νεοεισερχόμενους.

Να είναι μια θερμοκοιτίδα του μέλλοντος για κοινωνίες που τις ενδιαφέρει το μέλλον τους.

Πόσες όμως άραγε από τις επιχειρήσεις που ενισχύθηκαν στην χώρα μας στο πλαίσιο των εκάστοτε επενδυτικών νόμων την τελευταία 20ετία, με δημόσια χρήματα ανήκουν σε κάποια από αυτές τις κατηγορίες; Πόσες από αυτές επιβίωσαν; Πόσες επεκτάθηκαν; Πόσες χάθηκαν; Πόσες βιώσιμες αυτοσυντηρούμενες θεσεις εργασίας δημιούργησε τελικά το σύνολο των δημόσιων δαπανών για να κάνουμε μια απλή διαίρεση και να βρούμε  πόσο κόστισε κάθε μια από αυτές και να κρίνουμε αν μπορούσαμε να κάνουμε κάτι αποδοτικότερο με τα χρήματα αυτά; Πόσες είναι εξωστρεφείς;

Ποιος μέτρησε, ποιος έβγαλε συμπεράσματα και έκανε τον απολογισμό στους φορολογούμενους; 

Είναι προφανές για ποιους λόγους η ελληνική ολιγοπωλιακή παρασιτική «επιχειρηματικότητα» είδε στον εκάστοτε επενδυτικό νόμο μια απειλή και μια ευκαιρία. Φρόντισε να τον διαμορφώσει με την συνενοχή των πολιτικών μας, με τρόπο που να ακυρώνει την λειτουργία του ως εργαλείο δημιουργίας ανταγωνισμού και νέων επιχειρήσεων. Κατόρθωσε να τον μετασχηματίσει σε ένα από τα εργαλεία εύκολου και κυρίως μη βιώσιμου πλουτισμού, μέσω των απευθείας επιλεκτικών επιδοτήσεων σε συνδυασμό με το θολό αδειοδοτικό σύστημα.

Για να μην ξεχνάμε ότι οι έλληνες πολιτικοί δεν έκαναν μόνο τα ρουσφέτια στους πολλούς αλλά συνέχισαν και την παλιά καλή παράδοση της συναλλαγής με την παρασιτική επιχειρηματικότητα των λίγων.

Αυτό κατέστρεψε σταδιακά μεγάλο μέρος της υγιούς επιχειρηματικότητας η οποία σε κανονικές συνθήκες δεν χρειάζεται κανέναν επενδυτικό νόμο.

Το να δημιουργηθεί, να λειτουργήσει και να κλείσει μια ιδιωτική επιχείρηση θάπρεπε να είναι ένα απλό πράγμα για τον καθένα, με σταθερή φορολογία χαμηλού ύψους που να αντικατοπτρίζει την περιφεριακή θέση της χώρας και το μικρό μέγεθος της αγοράς της, καθαρούς φορολογικούς κανόνες και απλούστατες αδειοδοτήσεις.

Το ανταγωνιστικό επιχειρηματικό περιβάλλον εξασφαλίζεται πολύ περισσότερο από την υψηλή ποιότητα, επάρκεια, το χαμηλό κόστος ή την ελεύθερη χρήση δικτύων και υποδομών (λιμάνια, αεροδρόμια, οδικά δίκτυα, δίκτυα σιδηροδρόμων, δίκτυα διανομής ενέργειας, δίκτυα τηλεπικοινωνιών) παρά από τις άμεσες επιδοτήσεις. Τα δίκτυα αυτά λειτουργώντας με δημόσια δαπάνη, όχι υποχρεωτικά όμως από το ίδιο το Δημόσιο, διασφαλίζουν την ίση πρόσβαση των πολιτών και επιχειρήσεων και τις συνθήκες ανταγωνισμού στην αγορά, ειδικά για τις νέες, μικρές και νεοεισερχόμενες στην αγορά επιχειρήσεις.

Δυστυχώς η ελληνική συνταγή ήταν όπως πάντα η αντίστροφη.

Η πολιτική μας τάξη όχι μόνο δεν απέτρεψε αλλά διευκόλυνε με δημόσια χρήματα την δημιουργία ιδιωτικών και δημόσιων μονοπωλίων και ολιγοπωλίων. Διαχειρίστηκε τα δημόσια δίκτυα με στόχο να αποκλείσει νέες επιχειρήσεις και παραγωγικές δραστηριότητες, να αποκλείσει νέους ανθρώπους να ασκήσουν το επάγγελμά τους, να αναπτύξουν την δημιουργικότητά τους. Για να προστατεύσει με τις ψευδεπίγραφα “δημόσιες επενδύσεις” τις ιδιωτικές ολιγοπωλιακές πελατείες της. Τα μοιράστηκε με την κρατικοδίαιτη επιχειρηματικότητα και τα μετέτρεψε σε πηγές άκοπων προσόδων για τους κομματικούς τους φίλους.

Η πολιτική τάξη όχι μόνο απέτρεψε το κράτος από το να ασκήσει τον ρυθμιστικό του ρόλο υπέρ του μέλλοντος αλλά το υποχρέωσε να ασκεί όλες τις εξουσίες του υπέρ του παρελθόντος.

Προτιμά την βεβαιότητα των υφιστάμενων εσόδων (της) μέσω της διαπλοκής, από την απώλεια ελέγχου, προσόδων και εξουσίας για την ίδια που θα έρχονταν αναπόφευκτα παράλληλα με την δημιουργία ενός πολύ μεγαλύτερου πλούτου για όλους από την υγιή παραγωγική επιχειρηματική δράσης που μπορεί να απελευθερωθεί.  

Αναρωτήθηκε κανείς πόσες νέες επιχειρήσεις θα αναπτύσσονταν εαν για παράδειγμα δεν υπήρχαν διόδια στις εθνικές οδούς όπως στις ανεπτυγμένες χώρες σε μια χώρα που φιλοδοξεί να γίνει εμπορικό κέντρο της ανατολικής Μεσογείου και πύλη εισόδου της Ευρώπης; Πόσο χαμηλότερο θα ήταν το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων αυτών; Πόσα θα γλυτωναν οι εργαζόμενοι σε αυτές τις επιχειρήσεις; Πόσες μικρές και μεσαίες παραγωγικες μονάδες θα αναπτύσσονταν γύρω τους; Πόσες πόλεις, οικισμοί θα ενισχύονταν; Πόσες περιοχές της χώρας θα γίνονταν ευκολότερα προσβάσιμες; Πόσοι πόροι θα αξιοποιούνταν; Πόσο θα ευνούνταν ο τουρισμός, εσωτερικός και εξωτερικός; Μέτρησε κανείς πόσα υγιή παραγωγικά έσοδα θα έφερναν αυτά και στο δημόσιο ταμείο και στους πολίτες; Πόσο παραπάνω θάταν το ΑΕΠ μας; 

Αναρωτήθηκε κανείς για παράδειγμα γιατί θεωρούμε φυσικό να πληρώνουμε πανάκριβα στον περιφερειακό αυτοκινητόδρομο της Αθήνας, και μάλιστα σε αυτόν που ενώνει την πρωτεύουσα με το αεροδρόμιο της, και νάναι μισοάδειος; Μέτρησε κανείς ποιος κύκλος εργασιών θα δημιουργούνταν από την κίνηση, την οικιστική ανάπτυξη, τον τουρισμό; Μέτρησε κανείς το εναλλακτικό όφελος για το Δημόσιο, τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, σε σχέση με το κόστος που θα επωμίζονταν (και εν μέρει έχουν ήδη επωμιστεί μέσω των Δημοσίων Επενδύσεων);

Μέτρησε κανείς το εναλλακτικό όφελος από χαμηλού κόστους λιμάνια, αεροδρόμια, σιδηροδρομικά δίκτυα; Μέτρησε κανείς την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και της ποιότητας ζωής των πολιτών που θα παράγονταν; Την σύγκρινε κανείς με την υφιστάμενη κατάσταση; Τελικά πόσους βιώσιμους φόρους θα εισπέπραττε το κράτος και πόσους άδικους φόρους θα γλιτώναμε;

Πόσες θέσεις εργασίας θα δημιουργούνταν όχι για την είσπραξη προσόδων αλλά για την πραγματική παραγωγή; Μέτρησε κανείς ακόμη και το εθνικό όφελος από την μείωση του γεωγραφικού κατακερματισμού της χώρας, την ανάπτυξη απομακρυσμένων περιοχών, την εθνική μας άμυνα;

Που είναι τα επιχειρησιακά μοντέλα; Πότε έγιναν; Πότε δημοσιοποιήθηκαν; Πότε αξιολογήθηκαν; Πότε εμείς οι πολίτες τα αποφασίσαμε;

Μήπως τελικά κάθε ευρώ που δαπανάται στην δημιουργία και λειτουργία ποιοτικών, ελεύθερων ή ελάχιστου κόστους χρήσης υποδομών και δικτύων αποδίδει πολλαπλάσια στην οικονομία σε θέσεις εργασίας, ανταγωνιστικότητα, υγιείς επιχειρήσεις, ανάπτυξη, δημόσια έσοδα από το ίδιο ευρώ που δαπανάται σε απευθείας επιδοτήσεις;  

Οι δύο οικονομίες – οι δύο Ελλάδες και το Δημοκρατικό έλλειμμα 

Στην Ελλάδα του ακραίου κρατισμού, όσο κι αν φαίνεται παράδοξο, τους επενδυτικούς άξονες, τα δημόσια έργα, τους επενδυτικούς νόμους τους επιλέγουν, συντάσσουν και εφαρμόζουν οι ίδιες οι παρασιτικές “επιχειρήσεις” και τα διαπλεκόμενα σόγια των πολιτικών εκπροσώπων τους μέσω της σφετερισμένης και άτυπα ιδιωτικοποιημένης Δημόσιας Διοίκησης.

Αυτό που θάπρεπε να βρίσκεται στην σφαίρα της ιδιωτικής οικονομίας υποκρίνεται το δημόσιο και αυτό που θα έπρεπε να είναι ουσιαστικά δημόσιο έχει άνομα και αντιπαραγωγικά ιδιωτικοποιηθεί. 

Οι δημιουργικοί και καινοτόμοι πολίτες και επιχειρήσεις αντιμετωπίζονται έτσι συνειδητά σαν εχθροί και παραμένουν ξένοι στον ίδιο τους τον τόπο όταν είναι έλληνες, ενώ αποξενώνονται και απωθούνται με συνθήματα, κίτρινες κραυγές και διαδικαστικά τεχνάσματα όταν είναι άλλης προέλευσης.

Στην πραγματικότητα, πάνω στα ερείπια της μεταπολίτευσης, αντιπαλεύουν δυο οικονομίες: η ολιγοπωλιακή ψευτοδημόσια που μικραίνει και ψυχοραγεί αλλά αρνείται το αναπόφευκτο τέλος της, και η ελεύθερη οικονομία της δημιουργίας και της παραγωγής, των ανοιχτών οριζόντων, που της αρνούνται βιαίως και συνειδητά την γέννηση.

Η διαμάχη τους γίνεται όμως σε θολό πεδίο, σε μια μαγική εικόνα όπου τίποτα δεν είναι ακριβώς όπως φαίνεται.

Οι πολίτες δεν μπορούν να δουν, να κατανοήσουν, να κρίνουν. Οσο κοιτούν η εικόνα αντιστρέφεται, τα πόδια του ελέφαντα αλλάζουν θέση και αριθμό, τα λόγια χάνουν το νόημά τους.

Για τον λόγο αυτό βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη, για την γέννηση του νέου, της Ελλάδας της παραγωγής και της δημιουργίας,  της ελεύθερης οικονομίας, του αποτελεσματικής Διοίκησης, της ελεύθερης και συνεκτικής κοινωνίας, μιας γέννησης που έχει ήδη καθυστερήσει με κίνδυνο αποβολής, είναι η αποκατάσταση του βασικότερου από τα Δημόσια αγαθά:

του δημόσιου διαλόγου, της αξιολόγησης και του μετρήματος, της λογοδοσίας, των επιχειρημάτων, του κράτους δικαίου, με μια λέξη, της ερειπωμένης Δημοκρατίας μας.

Facebook Comments