Στην πλειοψηφία των δανειακών συμβάσεων με Τράπεζες, πέραν του πρωτοφειλέτη, συμβάλλονται και τρίτα πρόσωπα, οι εγγυητές, οι οποίοι εγγυώνται για την ομαλή εξυπηρέτηση του δανείου ή της πίστωσης από τον πρωτοφειλέτη με την προσωπική τους περιουσία.

Ωστόσο, ο εγγυητής διατηρεί αρκετά εκ του Νόμου ευεργετήματα, τα οποία καλό είναι να γνωρίζει, προκειμένου να κάνει χρήση αυτών. Ίσως το σημαντικότερο από αυτά τα ευεργετήματα είναι η ένσταση διζήσεως, η οποία προβλέπεται στο άρθρο 855 του Αστικού Κώδικα και συνίσταται στο δικαίωμα του εγγυητή να αρνηθεί την καταβολή της οφειλής, ωσότου ο δανειστής επιχειρήσει αναγκαστική εκτέλεση εναντίον του πρωτοφειλέτη και αυτή αποβεί άκαρπη.

Με την ένσταση αυτή, που στηρίζεται στον παρεπόμενο χαρακτήρα της ευθύνης του εγγυητή, εμποδίζεται η εις ολόκληρον και ταυτόχρονη ευθύνη αυτού και του πρωτοφειλέτη έναντι του δανειστή, ώστε ο εγγυητής δεν θα πρέπει να καλείται ή αν κληθεί δύναται να αρνηθεί να εξοφλήσει την οφειλή, προτού εξαντληθεί, αποβαίνουσα άκαρπη, η προσπάθεια είσπραξης της οφειλής, μέσω της αναγκαστικής εκτέλεσης, από τον πρωτοφειλέτη.

Αυτό που θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαιτέρως είναι ότι στην πράξη, η συντριπτική πλειοψηφία των προδιατυπωμένων από τις Τράπεζες δανειακών συμβάσεων, προβλέπει, σε ειδικό, επίσης προδιατυπωμένο, Γενικό Όρο Συναλλαγών, την παραίτηση του εγγυητή από όλα συλλήβδην τα δικαιώματα που του παρέχει ο Νόμος (με κάποια από τα οποία θα ασχοληθούμε σε επόμενο άρθρο), μεταξύ των οποίων και από το ιδιαίτερα σημαντικό δικαίωμα της δίζησης, καθιστώντας τον με αυτόν τον τρόπο ως πρόσωπο που αντιμετωπίζεται ως αυτοφειλέτης, παρόλο που απλώς παρείχε την εγγύησή του και δεν έλαβε αυτός το ποσό του δανείσματος, αλλά ο πρωτοφειλέτης.

Εντούτοις, με βάση την νομολογία, η παραίτηση του εγγυητή από τα δικαιώματα και ευεργετήματα που του παρέχει ο Νόμος με την συμπερίληψη μέσα στην δανειακή σύμβαση σχετικού Γενικού Όρου ελέγχεται ως προς την καταχρηστικότητά του με βάση το Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή (ν. 2251/1994 όπως τροποποιηθείς ισχύει) αλλά και τις γενικές νομικές ρήτρες περί καταχρηστικότητας υπό το πρίσμα και της επιβαλλόμενης από το Ευρωπαϊκό Δίκαιο Αρχής της διαφάνειας που θα πρέπει να διέπει τις τραπεζικές συναλλαγές.

Συγκεκριμένα, επί του ανωτέρω ζητήματος έκρινε πρόσφατα ο Άρειος Πάγος με την υπ’ αρ. 13/2015 Απόφασή του, μεταξύ άλλων, ότι ο εγγυητής υπέρ δανειολήπτη ο οποίος είναι προστατευτέος από το Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή και ιδίως αυτός που εγγυήθηκε ως αυτοφειλέτης (παραιτούμενος των ενστάσεων), ο οποίος δεν ενεργεί στο πλαίσιο επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του, εμπίπτει στο πεδίο προστασίας του άνω νόμου, λόγω του παρεπομένου χαρακτήρα της εγγύησης.

Εξάλλου, ανεξαρτήτως της ιδιότητας του εγγυητή ως καταναλωτή ή μη, η παραίτησή του από το σχετικό δικαίωμα θα πρέπει να οράται πάντα με λυδία λίθο την ύπαρξη ή μη καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος υπό την έννοια της διάταξης του 281 ΑΚ, της οποίας, εξάλλου, οι διατάξεις του Νόμου Προστασίας Καταναλωτή αποτελούν δογματικά εξειδίκευση.

Έτσι, εφόσον κριθεί ότι η σχετική παραίτηση του εγγυητή από τα ως άνω δικαιώματά του έλαβε χώρα καταχρηστικά και αποκλίνοντας χωρίς επαρκή και εύλογη αιτία από ουσιώδεις και βασικές αξιολογήσεις του ενδοτικού δικαίου κατά παράβαση των ανωτέρω ενδεικτικά αναφερόμενων διατάξεων και αρχών, ιδίως υπό την οπτική της ιδιότητας του εγγυητή ως καταναλωτή και συνεπώς προστατευτέου από το Δίκαιο Προστασίας Καταναλωτή, τότε η παραίτηση τυγχάνει άκυρη και ο εγγυητής δύναται να ασκήσει τα σχετικά δικαιώματά του, μεταξύ των οποίων και την ένσταση διζήσεως, κανονικά, σαν να μην είχε λάβει χώρα η παραίτηση από αυτήν.  

Facebook Comments