Από τότε που – πολύ νέος, γύρω στα 45 χρόνια πριν – διάβαζα το «κομμουνιστικό μανιφέστο» των Μαρξ και Ένγκελς, είχα εντυπωσιαστεί από τη βεβαιότητα με την οποία εκφράζονταν εκείνοι οι δύο εμπνευστές του (από τους ίδιους αποκληθέντος) «επιστημονικού σοσιαλισμού».

Έκτοτε πολλά άλλαξαν στον κόσμο. Οι χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» έγιναν καπιταλιστικές και πολλές από τις τότε κυριαρχούσες (σε μια μεγάλη μερίδα πληθυσμού) αντιλήψεις τροποποιήθηκαν ή εγκαταλείφθηκαν εντελώς.

Ωστόσο, η σχεδόν παγκόσμια επέτειος της «εργατικής πρωτομαγιάς» εξακολουθεί να τιμάται σε πολλές χώρες (και φυσικά στη δική μας) με σχεδόν ταυτόσημο τρόπο και περιεχόμενο, σα να μην έχει αλλάξει στον κόσμο απολύτως τίποτα: Όλες αυτές οι «εργατικές γιορτές» εξακολουθούν να εμφορούνται από τις βασικές παραδοχές και απόψεις της κομμουνιστικής θεωρίας και «παράδοσης» σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό.    

Παρουσίαση και κριτική του «επιστημονικού σοσιαλισμού» των Μαρξ – Έγκελς

Οι δύο ιδρυτές της κομμουνιστικής θεωρίας θεωρούσαν τις παρακάτω θέσεις «επιστημονικά θεμελιωμένες»:

  • Ο καπιταλισμός είναι τόσο πολύ προσανατολισμένος στη μεγιστοποίηση του κέρδους, ώστε μεταχειρίζεται απάνθρωπα τους εργάτες – προλετάριους, ενδιαφερόμενος μονάχα για την «αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης». Δηλαδή, τους αφήνει να ζουν μέσα στη φτώχεια και την εξαθλίωση, αρκεί να … κάνουν παιδιά, που θα γίνουν κι αυτά εργάτες.
  • Οι εργάτες που βιώνουν αυτή την άκρα ανισότητα και αδικία, προφανώς θα αντιδράσουν με βίαιες εξεγέρσεις, που θα έχουν ως απώτερο στόχο την ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος με ένα άλλο πιο δίκαιο να ανθρώπινο. Δηλαδή στο σοσιαλιστικό, στο οποίο δεν θα υπάρχει «ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής».
  • Στην επανάσταση αυτή οι εργάτες θα συμμετάσχουν μαζικά με αυταπάρνηση και γενναιότητα αφηφώντας τους όποιους κινδύνους για τη ζωή τους. Άλλωστε «δεν θα έχουν να χάσουν παρά μόνο τις αλυσίδες τους».
  • Συνεπώς, η σοσιαλιστική επανάσταση και ο σοσιαλισμός που θα προκύψει είναι «ιστορική αναγκαιότητα».

Για το τελευταίο, δεν χρειάζεται να ειπωθούν και να γραφτούν πολλά:

Όχι μόνο ο σοσιαλισμός (όπως τον εννοούσαν οι Μαρξ και Έγκελς) δεν αποδείχτηκε «ιστορική αναγκαιότητα», αλλά έγινε ακριβώς το αντίθετο.

Παντού στον κόσμο επικρατεί το «καπιταλιστικό μοντέλο παραγωγής» και η ελεύθερη οικονομία, αφού ακόμα και κάποιες κοινωνίες που είχαν υιοθετήσει το «σοσιαλιστικό μοντέλο» του κομμουνιστικού μανιφέστου (συνήθως με πραξικοπήματα και πολύ σπανιότερα με επαναστάσεις), το εγκατέλειψαν μόλις βρήκαν την ευκαιρία.

Όσο για τη θέση ότι οι εργάτες εξαθλιώνονται μέσα στη φτώχεια, όλοι γνωρίζουμε ότι αυτό έπαψε να ισχύει στις καπιταλιστικές χώρες, ήδη από τον 20ο αιώνα.

Η εντυπωσιακή βελτίωση της ζωής των εργατών (και γενικώς των εργαζομένων – μισθωτών) και της θέσης τους στην καπιταλιστική κοινωνία (και μάλιστα με αυστηρούς κανόνες και θεσπισμένους νόμους) είχε αποδοθεί στους εξής παράγοντες:

  • Στο «αντίπαλον δέος», δηλαδή στο φόβο των «καπιταλιστών» ότι θα επαναστατήσουν οι εργαζόμενοι και θα εγκαταστήσουν κομμουνιστικά καθεστώτα, όπως αυτό της τότε ΕΣΣΔ που ήταν και η μόνο κομμουνιστική χώρα για αρκετές δεκαετίες.
  • Στους «αγώνες της εργατικής τάξης»

Χωρίς να είμαι σε θέση να αξιολογήσω και χωρίς να θέλω να υποβαθμίσω τη σημασία των δύο αυτών παραγόντων, έχω τη γνώμη ότι αυτοί δεν υπήρξαν οι κυρίαρχοι παράγοντες για τις υπέρ των εργαζομένων εξελίξεις («κατακτήσεις», όπως αρέσκονται να αποκαλούν οι αριστεροί).

 Στην «αριστερή» αυτή θεώρηση παραγνωρίζονται παράγοντες που έχουν σχέση με την εξέλιξη της επιστήμης και της τεχνολογίας, όπως αυτές αξιοποιήθηκαν (και συνεχίζουν να αξιοποιούνται) από τους καπιταλιστές – βιομηχάνους από τότε μέχρι και σήμερα.

Συγκεκριμένα:

  • Οι τεχνολογικές εξελίξεις δημιούργησαν απαιτήσεις για περισσότερο εξειδικευμένους εργάτες ή και επιστήμονες μισθωτούς… Αυτό δημιούργησε την ανάγκη αύξησης των μισθών, ώστε να προσελκύονται οι καταλληλότεροι για τις ανάγκες της επιχείρησης.
  • Η εξέλιξη που συνίσταται στη μαζική παραγωγή προϊόντων απαιτεί ιδιαίτερη προσοχή και προσήλωση. Αυτό είχε ενδεχομένως ως επακόλουθο τη μείωση του ωραρίου εργασίας, για να αποφεύγονται λάθη από υπερβολική κόπωση και συνακόλουθη απώλεια προσοχής εκ μέρους του εργαζομένου.
  • Η μαζική παραγωγή προϊόντων δημιούργησε την ανάγκη να αυξηθεί ο αριθμός των υποψηφίων καταναλωτών – αγοραστών των προϊόντων αυτών. Κατά συνέπεια οι επιχειρηματίες – βιομήχανοι είχαν πλέον συμφέρον να εκμεταλλεύνται όχι μόνο την εργατική δύναμη των εργαζομένων, αλλά και την καταναλωτική τους δυνατότητα.

Δεν γνωρίζω σε ποιο ακριβώς ποσοστό συνέβαλε στη βελτίωση των συνθηκών εργασίας και της αμοιβής των εργαζομένων ο καθένας από τους προηγούμενους παράγοντες, αλλά υποθέτω ευλόγως ότι οι τρεις τελευταίοι παράγοντες έπαιξαν καθοριστικό ρόλο χωρίς να έχουν ληφθεί υπόψιν και αξιολογηθεί από τους εμπνευστές και τους οπαδούς του «επιστημονικού σοσιαλισμού».

Η εντελώς αναχρονιστική εκείνη θεωρία έβλεπε και εξακολουθεί (σε όσα δογματικά απομειράρια της υπάρχουν ακόμα) να βλέπει στατικά τον κόσμο χωρισμένο σε «κακούς – εργοδότες – εκμεταλλευτές» και σε «καλούς – εργαζόμενους – θύματα εκμετάλλευσης – μελλοντικούς επαναστάτες» αγνοώντας επιδεικτικά και αδικαιολόγητα την μόνη «ιστορική αναγκαιότητα» που έχει «επιστημονικά» (θεωρηικά και πρακτικά) αποδειχτεί: ότι ο κόσμος δεν είναι στατικός και ότι οι κοινωνίες εξελίσσονται συνεχώς.

Η πανηγυρική διάψευση από την ιστορική πραγματικότητα

Με ό,τι αναφέραμε παραπάνω εξηγήσαμε γιατί η θέση των εργατών και γενικότερα των «εργαζομένων» βελτιώθηκε στις καπιταλιστικές κοινωνίες διαψεύδοντας τις προβλέψεις της κομμουνιστικής θεωρίας.

Θα περίμενε όμως ένας αφελής και εύπιστος κομμουνιστής ότι στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» (στις οποίες δεν υπήρχε η «εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο») η θέση των εργαζομένων θα ήταν ακόμα καλύτερη ή τουλάχιστον ίδια με αυτή που είχαν στις καπιταλιστικές κοινωνίες.

Σήμερα όλοι γνωρίζουν ότι όχι μόνο δεν συνέβη κάτι τέτοιο, αλλά αντίθετα στις (πρώην) σοσιαλιστικές χώρες επικρατούσε ακραία λιτότητα έως πλήρης εξαθλίωση στην «εργατική τάξη» και η κατάσταση αυτή ανατράπηκε ταχύτατα μόλις οι χώρες εκείνες προσεχώρησαν στο καπιταλιστικό μοντέλο παραγωγής και στην ελεύθερη οικονομία.

Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα της «λαϊκής δημοκρατίας» της Κίνας, η οποία κατέστη οικονομική υπερδύναμη μόλις απέκτησε τη δυνατότητα παραγωγής με ένα μικτό σύστημα και σε μεγάλο πλέον βαθμό ελεύθερη οικονομία.

Η εξήγηση για το «παράδοξο» (από τη μεριά των κομμουνιστών και μόνο, φυσικά…) αυτό βασίζεται στο προφανές γεγονός ότι αυξήθηκε η παραγωγή και ο παραγόμενος πλούτος, μέρος του οποίου ήταν φυσικό να καρπώνονται και οι εργαζόμενοι.

Η κοινότοπη πλέον παρατήρηση ότι όπου υπάρχει ανάπτυξη περιορίζεται η ανεργία, συνοδεύεται από την αύξηση των αμοιβών επειδή ακριβώς υπάρχει ζήτηση «εργατικών χεριών» που υπερκαλύπτει την «προσφορά», ακριβώς με τους ίδιους μηχανισμούς που διέπουν την τιμή ενός προϊόντος σύμφωνα με το βασικό «νόμο της προσφοράς και της ζήτησης» που διέπει κάθε ελεύθερη οικονομία. 

Εδώ δεν έχουμε μόνο τη διάψευση της κομμουνιστικής θεωρίας  [η οποία – ειρήσθω εν παρόδω – «προέβλεπε» ότι ο καπιτασισμός αποτελεί «τροχοπέδη για την ανάπτυξη» … (!) ], αλλά και πλήρη και εκ των προτέρων ανατροπή της γελοίας και εντελώς κενής περιεχομένου εννοίας της «δίκαιης ανάπτυξης», στην οποία υποτίθεται ότι προσβλέπει ο δικός μας ΣΥΡΙΖΑ: Πρώτα έρχεται η ανάπτυξη και στη συνέχεια οι ίδιοι οι κανόνες που τη διέπουν εξασφαλίζουν σε μεγάλο βαθμό τη «δίκαιη κατανομή» του παραγόμενου πλούτου.

Στο κάτω κάτω της γραφής, στις λίγες περιπτώσεις, στις οποίες θα παρατηρούνται φαινόμενα υπερεκμετάλλευσης εργαζομένων, θα υπάρχει το κράτος και οι κανόνες του, που θα εξασφαλίσουν σε όλους ανεξαιρέτως ένα ανεκτό και αξιοπρεπές επίπεδο διαβίωσης, τουλάχιστον στις χώρες όπου εφαρμόζεται το σύστημα της «σοσιαλδημοκρατίας» ή του «κοινωνικού φιλελευθερισμού».    

Η εξέλιξη μπορεί να αναδεικνύει νέα προβλήματα

Ωστόσο, η λογικά αναπόφευκτη και ιστορικά επιβεβαιωμένη εξέλιξη και συνεχής αλλαγή των κοινωνιών δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα συνεχίσει να αποβαίνει σε όφελος των «εργαζομένων», ούτε καν των επιχειρηματιών εργοδοτών τους, καθόσον μπορεί να φέρνει στο προσκήνιο νέα προβλήματα εντελώς άγνωστα και πέραν των δυνατοτήτων πρόβλεψης της αρχέγονης κομμουνιστικής θεωρίας.

Προβλήματα υποβάθμισης του περιβάλλοντος, ενεργειακής επάρκειας, πρώτων υλών (αυτά που συνθέτουν την αναγκαιότητα μιας «αειφόρου ανάπτυξης»), καθώς και προβλήματα που σχετίζονται με τον υπερπληθωρισμό αμφιβόλου χρησιμότητας (για την ποιότητα ζωής των ανθρώπων) προϊόντων και των διαφημιστικών εκστρατειών που τα συνοδεύουν, έχουν εμφανιστεί εδώ και αρκετές δεκαετίες για να αναφέρουμε μόνο δύο από τα δεκάδες νεοεμφανιζόμενα προβλήματα που σχετίζονται με την οικονομική ανάπτυξη στις μέρες μας.

Παράλληλα λοιπόν με την εξέλιξη και όσα προβλήματα αυτή μπορεί να παραγάγει, απαιτείται να υπάρχει και η διάθεση μελέτης και αντιμετώπισής τους.    

Συμπερασματικά

Η διαρκής επαγρύπνηση και οι σχετικές κινητοποιήσεις των εργαζομένων είναι καλές και χρήσιμες μόνο αν εκσυγχρονίζονται παράλληλα με τις εκάστοτε εξελίξεις και τα όποια προβλήματα αυτές επάγουν.

Αλλά αυτό απαιτεί μια συνεχή σοβαρή αποτίμηση της συνεχώς μεταλλασσομένης πραγματικότητας και αντίστοιχες προσπάθειας αντιμετώπισης των σύγχρονων προβλημάτων, που κάθε φορά αναφύονται.

Η νέα αυτή μορφή «αγώνα» δεν έχει καμία σχέση με τα «παραδοσιακά» εργατικά συλλαλητήρια τύπου Πρωτομαγιάς με τα ίδια παλιά συνθήματα και τις ίδιες υψωμένες γροθιές.

Αν στ’ αλήθεια επιθυμούν οι εργαζόμενοι και οι «ηγέτες» τους να έχουν κάποιο πρακτικό αποτέλεσμα και κάποια θετική επίδραση στα «συμφέροντά» τους καλό είναι να καταλάβουν πρώτα ποιά είναι πράγματι τα συμφέροντα αυτά και στη συνέχεια να είναι διαρκώς διατεθειμένοι να μεταβάλλουν και να αναπροσαρμόζουν αναλόγως την ίδια τη μορφή των αγώνων τους.

Αυτή είναι η νέα «ιστορική αναγκαιότητα» για τους εργαζομένους (και τους σύγχρονους πολίτες γενικότερα) και όχι φυσικά αυτή που ευαγγελίζονταν και «προέβλεπαν» οι πλήρως αστοχήσαντες Μάρξ και Έγκελς του κομμουνιστικού μανιφέστου… ενός κειμένου που δημοσιεύτηκε το 1848.

Αυτό φυσικά αφορά όσους ενεργούς πολίτες – εργαζομένους – εργοδότες – επιχειρηματίες (γιατί όλοι τελικά … εργάζονται) επιθυμούν να αποτελούν ζωντανό μέρος ενός δυναμικού ιστορικού γίγνεσθαι, που εξελίσσεται σε παρόντα χρόνο και όχι γραφικό κατάλοιπο άλλων ιστορικών περιόδων ενός απώτερου παρελθόντος. 

Facebook Comments