Με οπλοστάσιο τις ρυθμίσεις δανείων, τις διαγραφές οφειλών και φυσικά τους πλειστηριασμούς ακινήτων που έχουν μπει σε πλήρη εφαρμογή μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας, ανεβάζουν ταχύτητα οι τράπεζες στο θέμα της μείωσης των κόκκινων στεγαστικών δανείων, που αποτελούν τον σκληρό πυρήνα του προβλήματος των ελληνικών νοικοκυριών.

Οι ρυθμίσεις αποκτούν πλέον νόημα, αφού τα νέα προγράμματα που δουλεύουν οι τράπεζες από την αρχή του χρόνου και προωθούνται μαζικά, μέσω του δικτύου, προβλέπουν πρώτη φορά τη διαγραφή μέρους της οφειλής που υπάρχει από στεγαστικό δάνειο, ανατρέποντας την επίσημη μέχρι σήμερα γραμμή των τραπεζών ότι τα δάνεια με εξασφαλίσεις δεν επιδέχονται «κουρέματος».

Οι διαγραφές γίνονται συνήθως μέσω των προγραμμάτων split, δηλαδή μέσα από τη μέθοδο του διαχωρισμού (split) της οφειλής σε δύο μέρη, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι δεν μπορεί να υπάρξει «κούρεμα» εκτός της λύσης αυτής. Τα προγράμματα αυτά δοκιμάστηκαν ευρέως στην Ιρλανδία και στην Πορτογαλία και αποτελούν την αιχμή του δόρατος των νέων ρυθμίσεων που θα γίνουν εντός του 2018. Οι διαγραφές δεν θα γίνουν, φυσικά, τυφλά και χωρίς κριτήριο. Η εισοδηματική και η περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη είναι σε κάθε περίπτωση ο οδηγός τόσο για τη ρύθμιση όσο και για το «κούρεμα» του δανείου, αφού ακόμα και αν το εισόδημα δεν επαρκεί όταν υπάρχει εμπορεύσιμη περιουσία, που μπορεί να ρευστοποιηθεί, η τράπεζα δεν προχωρά στο «κούρεμα». Οι τράπεζες επιμένουν ότι το σύστημα είναι αυστηρό, αλλά και δίκαιο, στον βαθμό που δεν μπορούν να διαγράψουν οφειλές δανειοληπτών που θέλουν την περιουσία τους ακέραια και το δάνειο «κουρεμένο».

Ανάλογα με την πρακτική κάθε τράπεζας ο διαχωρισμός του δανείου μπορεί να γίνει με βάση τη δυνατότητα του δανειολήπτη, δηλαδή τι μπορεί να πληρώνει σε συνδυασμό με την αξία του ακινήτου. Συνήθως το μέρος του δανείου που παραμένει ζωντανό και πρέπει να αποπληρώνεται από τον δανειολήπτη αντιπροσωπεύει την αξία του ακινήτου στη δεδομένη στιγμή, δηλαδή την εμπορική του τιμή σήμερα. Το δεύτερο μέρος που «παγώνει» είναι ίσο με το υπερβάλλον τμήμα, δηλαδή τη διαφορά μεταξύ της οφειλής και της αξίας του ακινήτου. Το τμήμα αυτό του δανείου απομειώνεται κάθε χρόνο βάσει ενός συγκεκριμένου ποσοστού, που διαφέρει από τράπεζα σε τράπεζα.

Βασική προϋπόθεση είναι ο οφειλέτης να είναι συνεπής στην υποχρέωσή του να αποπληρώνει την κύρια οφειλή, δηλαδή το πρώτο μέρος του δανείου. Ετσι εάν η σημερινή οφειλή είναι 100.000 ευρώ και η αξία του ακινήτου 70.000, η τράπεζα «παγώνει» τις 30.000 και ο οφειλέτης βαρύνεται να αποπληρώνει τις 70.000. Εάν είναι συνεπής στην υποχρέωσή του και καταβάλλει κανονικά τις δόσεις, η τράπεζα τον επιβραβεύει κάθε χρόνο με διαγραφή μέρους της «παγωμένης» οφειλής των 30.000, βάσει ενός συγκεκριμένου ποσοστού που μπορεί να είναι από 4% έως και 10%. Η αποπληρωμή της βασικής οφειλής μπορεί να επαναρυθμιστεί με επιμήκυνση της διάρκειας του δανείου και σε κάθε περίπτωση το μοντέλο διασφαλίζει ότι στο τέλος της περιόδου και με βασικό όρο τη συνέπεια, το τμήμα του δανείου που έχει μείνει στην άκρη θα έχει «κουρευτεί». Εκτός από την αξία του ακινήτου, που είναι ένα από τα κριτήρια βάσει του οποίου διαχωρίζεται η οφειλή, η τράπεζα μπορεί να διαχωρίζει την οφειλή με βάση την ικανότητα αποπληρωμής του οφειλέτη. Αν και στην περίπτωση αυτή το δεύτερο μέρος της οφειλής αναβιώνει έπειτα από συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, δηλαδή τα 4 – 5 χρόνια, ο δανειολήπτης ωφελείται σε αυτή την περίπτωση όχι μόνο από τη μειωμένη δόση που καταβάλλει κάθε μήνα, αλλά και από τους τόκους που δεν πληρώνει για το μέρος του δανείου που «πάγωσε». Ετσι ένα δάνειο 100.000 ευρώ, που θα διαχωριστεί σε δύο μέρη των 40.000 και 60.000, το όφελος εάν οι 60.000 «παγώσουν» για τέσσερα χρόνια αποτιμάται στις 11.000 ευρώ στην εν λόγω περίοδο.

Αρση τραπεζικού απορρήτου για υπαγωγή στον νόμο Κατσέλη

Εκτεταμένες θα είναι οι διαγραφές που θα προτείνουν οι τράπεζες σε οφειλέτες στεγαστικών δανείων που έχουν κάνει αίτηση ένταξης στον νόμο Κατσέλη. Μπούσουλα σε αυτές τις περιπτώσεις αποτελούν οι υποθέσεις που έχουν επιδικαστεί ήδη από τα ειρηνοδικεία και οι οποίες προβλέπουν «κούρεμα» της τάξης του 40% κατά μέσον όρο για τα στεγαστικά δάνεια. Οπως συμφωνήθηκε, πάντως, στο πλαίσιο της διαπραγμάτευσης της κυβέρνησης με τους θεσμούς, το σύνολο των οφειλετών που έχει κάνει αίτηση ένταξης στον νόμο θα πρέπει προηγουμένως να συμφωνήσει στην άρση του τραπεζικού απορρήτου. Η άρση θα θεσμοθετηθεί τόσο για τις νέες αιτήσεις που θα υποβληθούν από εδώ και στο εξής όσο και για αυτές που έχουν ήδη υποβληθεί και θα γίνει ως εξής:

• Οσοι έχουν υποβάλει αίτηση μέχρι σήμερα θα πρέπει εντός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος να προσκομίσουν υπεύθυνη δήλωση ότι δέχονται να αρθεί το τραπεζικό τους απόρρητο. Σε περίπτωση που δεν προσκομίσουν την υπεύθυνη δήλωση, η αίτησή τους δεν θα εκδικαστεί.
• Οσοι υποβάλουν αίτηση εφεξής θα πρέπει να συναινέσουν στην άρση του τραπεζικού τους απορρήτου. Σε περίπτωση που δεν συναινέσουν, η αίτησή τους δεν θα παραλαμβάνεται από το δικαστήριο και άρα ο φάκελος θα θεωρείται ημιτελής και η αίτηση προστασίας δεν θα εκδικάζεται.

 

Facebook Comments