Ούτε πανηγυρισμοί, ούτε καταστροφολογία. Οι εταίροι κατάφεραν να πετάξουν από πάνω τους το βραχνά της Ελλάδας και την πιθανότητα να αναγκαστούν να περάσουν μια νέα χρηματοδοτική βοήθεια από τα κοινοβούλιά τους και η ελληνική κυβέρνηση να πανηγυρίσει ένα success story και μία φιέστα με γραβάτες.

Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση, ωστόσο, αυτό που αναδεικνύεται μέσα από την απόφαση του Eurogroup για την Ελλάδα είναι σαφές. Η χώρα πήρε μια συμφωνία χειρότερη από εκείνη που περιγράφεται στην απόφαση του Eurogroup του περυσινού Ιουνίου. Εκεί αναφερόταν ρητά πως μπορεί να πάρει επιμήκυνση στην αποπληρωμή των δανείων της έως 15 έτη. Τελικά, η επιμήκυνση στην αποπληρωμή των δανείων είναι 10 έτη, το ίδιο και η περίοδος χάριτος για την πληρωμή των τόκων, ωστόσο και οι δύο παρατάσεις θα ισχύσουν μόνο για τα δάνεια του EFSF, δηλαδή για τα δάνεια του δευτέρου Μνημονίου, ύψους περίπου 100 δις. ευρώ.

Παράλληλα, εγκατέλειψε τη διεκδίκηση της ρήτρας ανάπτυξης, η οποία, επίσης περιγραφόταν στην απόφαση του Ιουνίου του 2017, καθώς επίσης και τη μείωση των επιτοκίων, που περιγραφόταν στα μέτρα τα οποία θα εξέταζαν οι υπουργοί Οικονομικών της Ευρωζώνης, εφόσον η Ελλάδα ολοκλήρωνε το πρόγραμμα προσαρμογής.

Από τη δόση των 15 δις. ευρώ, έναντι των 21, που διεκδικούσαμε, μόλις 3,3 δις. ευρώ θα διατεθούν για την αποπληρωμή των ακριβών δανείων του ΔΝΤ, που θα οδηγούσαν σε ελάφρυνση του μέσου επιτοκίου στο συνολικό χρέος.

Το συνολικό μαξιλάρι ασφαλείας μπορεί να προστατεύσει την Ελλάδα για τους επόμενους 22 μήνες καλύπτοντας τις χρηματοδοτικές της ανάγκες, ωστόσο, εάν η χώρα δεν μπορέσει να βγει σύντομα στις αγορές, θα αρχίσουν τα στοιχήματα για το πότε θα γίνει η χρήση του μαξιλαριού, κάτι που θα δημιουργήσει νέο κύκλο ανασφάλειας γύρω από την ελληνική οικονομία, άνοδο των επιτοκίων και νέο αποκλεισμό από τις αγορές, άρα τον κίνδυνο ενός νέου προγράμματος στήριξης.

Το βασικό αρνητικό στοιχείο της συμφωνίας είναι η σύνδεση των μέτρων ελάφρυνσης, μεταξύ αυτών και της επιστροφής των κερδών των κεντρικών τραπεζών, ύψους 4,5 δις. ευρώ, στη βάση προαπαιτούμενων και υλοποίησης όλων των μεταρρυθμίσεων των επομένων ετών, ανάμεσά τους και των περικοπών στις συντάξεις και το αφορολόγητο το 2019 και το 2020 αντίστοιχα. Πρόκειται για μία δυσμενέστερη εξέλιξη, καθώς τα κέρδη των κεντρικών τραπεζών και της ΕΚΤ είχαν συμφωνηθεί να επιστραφούν από το 2012 χωρίς προαπαιτούμενα. Το 2013 μάλιστα είχαν αποδοθεί στη χώρα 2 δις. ευρώ. Ωστόσο, με την ακύρωση του δεύτερου προγράμματος στήριξης το 2015 από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ τα υπόλοιπα χρήματα χάθηκαν. Τώρα η συμφωνία για την επιστροφή 1,2 δις. ευρώ ετησίως θα γίνεται μόνο εφόσον οι τριμηνιαίοι έλεγχοι της τρόικας αποφαίνονται πως η Ελλάδα παραμένει «υπάκουος μαθητής» και δεν υπαναχωρεί από τον ενάρετο δρόμο των μεταρρυθμίσεων.

Η μεταμνημονιακή εποπτεία θα είναι το ίδιο ισχυρή με την τωρινή, καθώς έως το 2023 η Ελλάδα θα πρέπει να πιάσει τους στόχους για τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα του 3,5% του ΑΕΠ, ενώ «τα χέρια της εκάστοτε κυβέρνησης για διανομή των υπερπλεονασμάτων θα είναι δεμένα. Αφενός το ποσό ψαλιδίστηκε κατά 50% από την Κομισιόν (4 δις. ευρώ, έναντι πρόβλεψης για 8 δις. ευρώ), αφετέρου, το όποιο αντίμετρο ενεργοποιείται θα πρέπει να εγκρίνεται από τους δανειστές.

Η μακρόχρονη λιτότητα θα συνεχιστεί έως το 2060 καθώς η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη να επιτυγχάνει πρωτογενή πλεονάσματα 2,2% του ΑΕΠ, την ώρα που το Σύμφωνο Σταθερότητας επιτρέπει στις χώρες της ευρωζώνης να έχουν ακόμη και ελλείμματα έως 3% του ΑΕΠ. Εφόσον, η Ελλάδα δεν πιάνει τους στόχους του πρωτογενούς πλεονάσματος 2,2% του ΑΕΠ, η τρόικα θα έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει μέτρα. Πρόκειται, ουσιαστικά για ένα μνημόνιο διαρκείας χωρίς λεφτά.

Το Reuters σε σημερινή του ανάλυση εκτιμά πως «η Ελλάδα αντάλλαξε την κόλαση της διάσωσης με το αιώνιο καθαρτήριο» θέλοντας να καταδείξει το τούνελ της λιτότητας δεκαετιών, που στερεί από τη χώρα κάθε προοπτική ισχυρής ανάπτυξης.

Από την άλλη, η βαριά σκιά που αφήνουν οι «επιφυλάξεις» της Κριστίν Λαγκάρντ για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του χρέους, όπως είπε κατά τη συνέντευξη τύπου μετά το Eurogroup, θα βαρύνουν στην απόφαση των επενδυτών απέναντι στην Ελλάδα.

Άλλωστε, το Χρηματιστήριο της Αθήνας έκλεισε σήμερα με πτώση τελικά, παρά την αρχική του άνοδο. Μάλλον κάτι διαφορετικό από τους κυβερνητικούς αξιωματούχους βλέπουν οι αγορές…

Facebook Comments